Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Βιβλίο: «Η δεξιά τσέπη του ράσου» του Γιάννη Μακριδάκη.




Τόπος του θέματος της μυθιστορίας το Μοναστήρι Μυρτιδιώτισσας, ιερά μονή Μυρσινιδίου, κοντά στην κωμόπολη Βροντάδος – Χίος, απέναντι από τις μκρασιατικές ακτές.
Η μυθιστορία του Μακριδάκη συνοπτική μεν, αλλά συμπυκνωμένη σε νουβέλα, θαρρώ πως έχει για κύριο θέμα τη μοναξιά του ανθρώπου όσο κι αν αυτή η επιλογή του ασκητισμού ήταν ο στόχος της επιζήτησής του.
Ο έρωτας είναι καταλύτης κάθε απαγόρευσης κοινωνικής, θρησκευτικής, πολιτικής ή άλλων προσταγμάτων γι’ αυτό με τόσο γλαφυρό στιλ ο συγγραφέας προσπαθεί να απωθήσει ο ήρωάς του αυτό το σημάδι, το σατανικό όπως το ονομάζει, του φιλιού στα χείλη ενός κοριτσιού που έκανε κάποτε την καρδιά του να σκιρτήσει, και ίσως ποτέ δεν ξέχασε ούτε και ήθελε να ξεχάσει, γι’αυτό έδωσε το όνομά της στην αγαπημένη του σκυλίτσα.
Ο μοναχός ήρωάς μας, ο Βικέντιος, παιδί μπήκε στο μοναστήρι και παιδί παρέμεινε, αν παρατηρήσει κανείς τον ενταφιασμό, που έκανε στην αγαπημένη του σκυλίτσα, Σίσυ, θα δει ότι το τελετουργικό είναι ακριβώς όπως ένα παιδί θάβει στον κήπο του το αγαπημένο του ζωάκι, το στολίζει με λουλούδια και στο τελείωμα βάζει ένα σταυρό· στην προσωπική μου περίπτωση τα παιδιά μου (5χρονα τότε) έθαψαν με πόνο το καναρινάκι τους κι έβαλαν από πάνω δυο καλαμάκια σε σχήμα σταυρού.
Ο χρόνος της απώλειας της αγαπημένης σκυλίτσας του καλόγερου συμπίπτει με κείνη του θανάτου του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου και εδώ βλέπουμε καθαρά ότι ο δούλος αυτός του Θεού και της εκκλησίας δε θρηνεί και δεν τον αγγίζει διόλου ο χαμός του αρχηγού της πίστης του, αλλά πονά και πενθεί την τρυφερότητα, την πίστη, τη φιλία, την αφοσίωση, την υποστήριξη, την άδολη αγάπη που έδωσε και πήρε από το ζώο αυτό. Εδώ λοιπόν, ας το επισημάνω, αμαρτάνει μια και οι χαρές δεν ταιριάζουν στους καλόγερους γιατί πρέπει μόνο να πονάνε και να ‘ναι αφοσιωμένοι στο Θεό (σελ.117).
Η κηδεία του Αρχιεπισκόπου, που συνάμα με τις καλογερικές εργασίες του μοναστηριού, ακούει από το ραδιόφωνο, είναι μια σκιά και μάλιστα ένα άκουσμα αδιάφορο μπρος στη λαχτάρα για συντροφιά, ένα ξόρκι έναντι της μοναξιάς, της φιλίας, της υποστήριξης, της ανάσας του άλλου, γι’ αυτό με νύχια και με δόντια προσπαθεί να σώσει τα νεογέννητα σκυλάκια της αποθαμένης, στη λεχωνιά απάνω, σκυλίτσας του. Έτσι η ζεστασιά πάνω στην κουβέρτα του κρεβατιού του δεν φτάνει και τα δυο κουταβάκια πεθαίνουν και θάβονται κοντά στη μάνα τους. Όμως το τρίτο θα σωθεί χωμένο στη δεξιά τσέπη του ράσου και πάντα με το χάδι ενός χεριού και ενός σώματος που ανασαίνει και με το τικ τακ της καρδιάς δίνει της ζωής το ρυθμό στο αγαπημένο ζωάκι και όχι του ολέθρου.
Η νουβέλα είναι σημειολογική και πολύ γλαφυρά ο συγγραφέας μας θυμίζει το πλήθος που οι περισσότεροι άκουγαν και γνώριζαν από τα ενημερωτικά μέσα, αυτοί που δεν τον είχαν πλησιάσει ή αγγίξει ποτέ, που γνώριζαν καλά τη φωνή του, ίσως και το έργο του, μακριά όμως από την ανάσα του, το χέρι βοηθείας του, που ίσως κι αυτό ήταν για μερικούς, όχι όμως για το ποίμνιο που ‘ταν ταγμένος και εδώ ας μου επιτραπεί να θυμίσω ότι τα χρόνια της χούντας που’ μασταν στο γύψο και οι πρώτοι νεκροί, ζεστοί ακόμα, ήταν σπουδαστές και αμούστακα παιδιά, εκείνος αδιαφορούσε, λέγοντας και υποτιμώντας μας ό,τι δεν ήξερε γιατί σπούδαζε όταν εμείς ματώναμε.
Τελειώνοντας χαίρομαι για την αδιαφορία του καλογερόπαπα, έναντι εκείνης του αρχιεπισκόπου και έχουμε υποχρέωση να κάνουμε μνεία των πρώτων νεκρών της χούντας που ήταν: Ελής, Μανδηλαράς, Καλαντζής, Ρίζος, Καλαβρού Τσαρουχάς, Διομήδης, Παναγούλης, ο πεντάχρονος Μιχάλης Μυρογιάννης κ.α...... πολλοί.