Τρίτη 27 Απριλίου 2010

«το ξέφωτο»

Η συγγραφέας κυρία Τατιάνα Αβέρωφ αποδέχτηκε την πρόσκληση της Λέσχης Ανάγνωσης Διονύσου και μας τίμησε με την παρουσία της στις 16.04.10. Χαρήκαμε την κουβέντα μαζί της, έτσι απλά και φιλικά σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μιλήσαμε για το πρώτο της βιβλίο «το ξέφωτο».

Εκτός των μελών της Λέσχης μας είχαμε αρκετό κόσμο που αγαπά το διάβασμα. Έκανα εισήγηση περιγράφοντας το μυθιστόρημά της με το παρακάτω κείμενο.



ΤΟ ΞΕΦΩΤΟ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΝΑΖΗΤΑΣ!! (σελ.237).

Αρχίζω με μια φράση του βιβλίου που κατά τη γνώμη μου είναι το απόσταγμα του κάθε βήματός της ζωής μας στο δρόμο εκείνο που λέγεται ελευθερία, αγάπη, έρωτας και μεταρσίωση:

Δεν σας κρύβω ότι δυσκολεύτηκα να γράψω ένα κείμενο που να έχει την ικανότητα να σταθεί μπρος στην αξιότητα της γραφής του βιβλίου τής πολύ καλής συγγραφέως, Τατιάνας Αβέρωφ, που έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε σήμερα. Κι αυτό γιατί σε κάθε σελίδα, σε κάθε λέξη, σε κάθε φράση ανακάλυπτα διαμάντια, που δεν μπορούσα να προσπεράσω χωρίς να αγγίξω ή να κλέψω, αν θέλετε. Θα ‘ταν λίγο να εκφράσω με δυο λόγια μια τεράστια τοιχογραφία εποχής του 19ου αιώνα του τουρκοκρατούμενου ηπειρώτικου χωριού, του Μετσόβου, που ως επιδέξιος ζωγράφος, η συγγραφέας, με πινελιές άλλοτε σύντομες, άλλοτε μακρές σχηματίζουν ένα πλαίσιο ιστορικό, πολιτισμικό και γενικότερα τα ήθη και τις συνήθειες της εποχής του 19ου αιώνα.

Η γλώσσα απλή, αλλά και λέξεις ντοπιολαλιάς, βλάχικη διάλεκτος, παραθέτει και γλωσσάρι, με λιτό, σίγουρα λογοτεχνικό λόγο, κυλάει αβίαστα με επαναλαμβανόμενους ήχους, με αλλαγές, παρατηρήσεις, στοχασμούς, με συναρπαστικά στοιχεία μυθοπλασίας που μπορεί να βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, όπως κάθε μυθιστορία γιατί «το φανταστικό είναι αυτό που τείνει να γίνει πραγματικό» όπως το έκφρασε ο Αντρέ Μπρετόν (1896-1966), έτσι το έργο φτάνει σιγά σιγά στην κορύφωσή του.

Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι άρχοντες και παρακατιανοί, που η συγγραφέας με πλήρη επίγνωση των αδυναμιών και αρετών τους, αναλύει εύστοχα τους χαρακτήρες τους, μπαίνοντας βαθιά στην ψυχή τους.

Ιστορικό το μυθιστόρημα, όπου παρακολουθούμε να ζωντανεύουν, οι εθνικοί ευεργέτες, Τοσίτσας, Στουρνάρης, Αβέρωφ, Φλόκας, κ.α.. Πολιτικοί, όπως: ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ’, ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, Παπάγος, Πρίγκιπες Βασιλιάδες, κόμματα, ξένες δυνάμεις, διχασμοί, ακόμα ακόμα και ο ερωτύλος σύζυγος τής, κατά 15 χρόνια μεγαλύτερής του, ηθοποιού Σάρας Μπερνάρ, ο οπιομανής Αριστείδης Δαμαλάς.
Όμως περνούν μπροστά μας και ποιητές και λογοτέχνες, όπως ο Δροσίνης (1859-1951), ο Σουρής (Σύρος1853-1919), ο Πολίτης (1890-1934), ο Παλαμάς (1859-1943), ο Προβελέγγιος (Σίφνος 1850-1936), καθώς επίσης και χειραφετημένες γυναίκες όπως η Καλλιρρόη Περέν κ.α..

Το επίκεντρο του μυθιστορήματος η οικογένεια του άρχοντα Νικολάου Αβέρωφ, που στο χωριό τον φωνάζουν Κολάκη του Χάλη, δηλαδή του Μιχάλη Αβέρωφ. Ο άρχοντας Κολάκης, λοιπόν, 35άρης παντρεύτηκε την 13χρονη, ορφανή από μάνα, Ελένη, γιατί τη νυφοδιάλεξε.. και γιατί του άρεσε... έκαναν τέσσερα παιδιά δυο γιους, δυο θυγατέρες. Τον Κωνσταντή, το Γιώργη, την Ευδοκία, Δούκω την φώναζαν και τη μικρή όλων την Ιφιγένεια, η οποία και μας ιστορεί τα διαδραματιζόμενα της οικογενείας της και του τόπου της.

Η Ιφιγένεια, λαίδη Καρλάϊλ πλέον, ετών 42, μητέρα δυο τέκνων μιας κόρης της Έλεν, που εγκυμονεί στο πρώτο της παιδί και καλοπαντρεμένη με εγγλέζο και ενός γιου του Ντέϊβιντ. Ο καθένας έχει πάρει το δρόμο του ακόμα και ο ευγενικός σύζυγός της ο φλεγματικός Άγγλος, Λέσλι, κληρονόμος ατέλειωτων εκταρίων καθώς και επιβλητικού πύργου 200 παγωμένων δωματίων στο Γκλόστερσαϊρ, που μετά από 23 χρόνια γάμου δεν την αναζητάει πια, αλλά έχει πάει να επισκεφτεί αγαπημένο φίλο στη Σκωτία και ασχολείται με τις παλιές του αγάπες, τα άλογα, τα καθαρόαιμα σκυλιά, τα κυνήγια, και την αντροπαρέα των ευγενών.

Η Ιφιγένεια μετά από 23 χρόνια απουσίας, επιστρέφει το φθινόπωρο του 1908 στο χωριό της, για την κηδεία της μάνας της Ελένης, ετών 72.

Αγέρωχα και επιβλητικά κατάφερε να αδειάσει το δωμάτιο από συγγενείς, φίλους και μοιρολογήτρες που είχαν έρθει να ξενυχτήσουν τη νεκρή, με επιβολή που προκαλούσε αυτόματα το σεβασμό των άλλων.

Η Ιφιγένεια ψηλή, όμορφη ακόμα στα χρόνια της, κοίταξε με στοργή το γαλήνιο πρόσωπο της μάνας της, έσκυψε το φίλησε και άρχισε να μονολογεί σπαρακτικά, να ξεσπάει σε λυγμούς και δάκρυα κρυμμένα 23 ολόκληρα χρόνια. «Ναι μάνα, ψιθύρισε, πάντα ήξερες να δέχεσαι τη ζωή με στωικότητα και ατέλειωτη υπομονή. Είκοσι τρία χρόνια εξόριστη στους πύργους και τα σαλόνια του Βορρά, δέσμια στη φυλακή των λόρδων και των χρυσαφικών, που μόνη μου διάλεξα για να ξεφύγω της μοίρας μου. Φοβόμουν να γυρίσω μάνα, μα έτρεξα μόλις έφτασαν τα νέα. Ήθελα να προλάβω μια τελευταία φορά να δω τα μάτια σου και να νιώσω τα χέρια σου γύρω να με κρατάνε σφιχτά. Να κλάψω μια τελευταία φορά για το παιδί που δεν είμαι πια και για τη γυναίκα που δεν έγινα ποτέ. Γιατί είναι τόσο δύσκολο για μας τις γεννημένες αρχόντισσες να βρούμε την ευτυχία; Αναρωτιέμαι θα’ ταν καλύτερα να ήμουν ευτυχισμένη και ζωντανή, αλλά απόβλητη και μισητή σ’ όλους; Μα πάλι πώς ν’ αντέξει έτσι η ευτυχία; Μήπως κι αυτό δεν είναι ένα άλλο είδος θανάτου;

Άνοιξε την πόρτα και πλήθος κόσμου με βοή εισέβαλε μέσα, άλλοι την αγκάλιαζαν, άλλοι τη φιλούσαν, μουτρωμένες οι μοιρολογήτρες που τις έβγαλε έξω· μόνο εκείνη ντυμένη δυτικά με μαύρο μακρύ φουστάνι που άγγιζε το πάτωμα και την αγκάλιαζε με άνεση και χάρη. Όλες οι γυναίκες του χωριού φορούσαν τα ίδια μα διαφορετικά, μακριά φούστα σ’ όλα τα χρώματα της γης, κεντητή ποδιά, σάρικα μαύρη, με κόκκινο τελείωμα, ανοιχτόχρωμο φακιόλι στο κεφάλι ή περούκα με χρυσά φλουριά. Και ξάφνου μια τραγουδιστή φωνή τόσο γλυκιά, τόσο αγαπημένη, τόσο μακρινή.... πούλιου, πούλιου, ήρθες μάτια μου; χίι γκίνε χρυσάφι μου; Αχ κατάμαυρη γριά και ζαρωμένη χιλιοαγαπημένη νταντά Λενούσιω, δεύτερη μάνα. Η αγκαλιά σφιχτή με τόση χαρά, με τόση λύπη. Και ακόμη κάτι αναπάντεχο! μέσα σε τόσα πολλά πρόσωπα, σε τόσα βλέμματα, ένα σκίρτημα καρδιάς, για δυο μάτια σκοτεινά, μια μορφή ασκητική, μια όψη αξέχαστη.

Στα δέκα της ίσως και πιο μικρή, από τότε που κρυβόταν ανάμεσα σε γιούκους πάνω στα ντουλάπια του ξενώνα, να βλέπει όλους και να μην τη βλέπει κανείς παρά μονάχα η νταντά Λενούσιω. Εκεί οι ονειροφαντασίες, εκεί οι λιχουδιές που νοστιμευόταν και την προμήθευε η Λενούσιω. Εκεί αυτή η μαγεία του ονείρου το εφτασφράγιστο μυστικό της· ήταν μια λάμψη, μια αίσθηση, ήταν η ίδια που έτρεχε με ορμή ανέμου, τα πόδια της να συνθλίβουν αλύπητα κλαριά, φύλλα, η ανάσα της κοφτή, ζερβόδεξα περνούν αστραπιαία θεόρατοι κορμοί, μέχρι που μια φωνούλα στο κεφάλι της... μην τρέχεις άλλο, είσαι μακριά απ’ το σπίτι· δε σταματάει κάτι ψάχνει, κάτι σαν ξέφωτο, ένας τόπος λουσμένος στο φως, είχε ζέστη, λουλούδια, πουλιά τόση ομορφιά που φέρνει δάκρυα... άπιαστο όνειρο σαν την πνοή της άνοιξης αστράφτει και σβήνει την ίδια στιγμή και χάνεται μαζί με το όνειρο.

Κυριακή. Την καμπάνα της Αγίας Παρασκευής χτυπά το αρχοντόπουλο ο Αρίστος Φλόκας, μόνο αρχοντόπουλα έχουν αυτή την τιμή, ποτέ οι παρακατιανοί, ακόμα και η πλατεία η μια, η σκιερή, είναι για τους αρχόντους και η πιο κάτω για τους παρακατιανούς... Στολισμένοι με τα κυριακάτικά τους η οικογένεια Αβέρωφ προχωρεί προς την εκκλησιά, ενώ ο Κολάκης με ένα νεύμα απαντά στο χαιρετισμό των συμπατριωτών του. Μπρος της οικογένειας εκείνος μετά ο πρώτος γιος, ο Κωνσταντής τόσο λεβέντης, που η Ιφιγένεια θαυμάζει, δρασκελώντας και λαχανιάζοντας δεν αφήνει να μεγαλώνει η απόσταση από τον πατέρα· γεννημένος για άρχοντας, για σπουδές, για μεγαλεία, σπουδαίος στο επιχειρείν συνεργαζόμενος με το θείο του τον Γεώργιο Αβέρωφ στο εξωτερικό, χρόνια μακριά από τα πάτρια εδάφη, όμως στο άνθος της ηλικίας του, άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο από βαριά αρρώστια.

Ακολουθεί ο Γιώργης με δειλά βήματα, παιδί χαμηλών τόνων θα’ λέγαμε σήμερα· δεν του αρέσει η προβολή, κρυμμένος κάπου σ’ έναν εαυτό που δεν τον χωράει, προσπαθεί να υπάρχει απαρατήρητος, όμως γίνεται μέσα σε αρχοντική, πατριαρχική οικογένεια; Πολύ νέος θα εγκαταλείψει την οικογένεια θα βρει αυτό που ψάχνει στη νικοτίνη, θα αφήσει τα επίγεια μαστουρωμένος σ’ ένα βρώμικο χαμαιτυπείο στην αγκαλιά μιας τουρκάλας πόρνης.

Στην πλατεία μαζεμένοι η τάξη των αρχόντων εκεί λύνονταν τα οικονομικά, τα πολιτικά... εκεί και τα δυο αντίπαλα κόμματα η Βλιώρα (βιολί) και η Κόσσα (δρεπάνι), ταξικές και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους δεν είχαν, όμως υπήρχε τόσο μίσος και τόση γκρίνια, που δεν μπορούσε κανείς να εξηγήσει.

Εκείνη την Κυριακή κάπου ανάμεσα στον πολύ κόσμο κάτι ξεχώρισε η Ιφιγένεια, κάτι που την τράβηξε σα μαγνήτης, ένας πιτσιρίκος, άντε νάταν σαν τον Γιώργη, άντε γύρω στην ηλικία της. Μα ναι έχει μάτια σκοτεινά, μακριά μαύρα μαλλιά που του σκεπάζουν το πρόσωπο, είναι ξυπόλυτος, φοράει παλιά ρούχα, ναι είναι και βρώμικος, μήπως είναι γύφτος; Δεν τον έχει ξαναδεί, μήτε και στο ελληνοσχολείο τους πηγαίνει, ποιος να είναι; Το κοίταγμα της λες και μαγνήτισε το βλέμμα του που βυθίστηκε θαρεττά στα δικά της μάτια...

Σε κείνη την πλατεία η ανταλλαγή σκέψεων και οραματισμών για την απελευθέρωση του τόπου τους, αν και πολλοί βολεύονταν με τα προνόμια που τους παρείχε ο σουλτάνος. Σ’ αυτή την πλατεία πρόδηλη και η ταξική διαφορά, ποιος παρακατιανός να τολμήσει να περάσει μπρος από το αρχοντολόϊ. Μόνο ένας θρασύς, ξανθόμαλλος νεαρός ονόματι Φλέγκας κατηφορίζοντας το δρόμο με την παρέα του προς τα εκεί που του πρέπει η ταπεινότητά του, στοιχημάτισε με νταηλίκι ότι θα περνούσε από την απαγορευμένη για δαύτους πλατεία. Περνώντας λοιπόν και σφυρίζοντας μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ευγενών, τον φώναξε αναψοκοκκινισμένος ο πρωτοκάθεδρος Κολάκης σαν πλησίασε αρκετά τον μπάτσισε με τόση δύναμη που έπεσε φαρδύς πλατύς στο χώμα, έσφιξε τα δόντια ο νεαρός μάγκας και μέσα από τα δόντια σιγομίλησε «θα μου το πληρώσεις παλιόγερε», δυστυχώς όπως κι έγινε.

Τι θόρυβοι ήταν αυτοί πάλι μες τα άγρια μεσάνυχτα; Ανάστατο το αρχοντικό, ήρθε λεει ο ταχυδρόμος έφερε ένα γράμμα και περιμένει στην αυλή απάντηση, κυκλοφορεί η λέξη «επανάσταση». Όλοι κοντά στην πόρτα του οντά του κύρη τους να ακούσουν να καταλάβουν, μόνο η Ιφιγένεια μόνη στο χαγιάτι με τα πόδια κρεμασμένα ανάμεσα στα ξύλινα κάγκελα να παρατηρεί τις ετοιμασίες για τον κόσμο που θα ‘ρχόταν σε λίγο να μιλήσουν για την «επανάσταση», όμως εκείνη κάτι παρατήρησε στις σκιές που έριχνε το χλωμό φως μιας λάμπας ακριβώς κάτω από τα πόδια της μια κινούμενη σκιά, «ποιος είναι φώναξε, με ψιλή φωνή, θαρρετά μεν αλλά και φοβισμένα. ‘γω, ακούστηκε. Ποιος; Ξαναρώτησε. Έλα στο φως να σε δω, ένα σούρσιμο, κάποιος σηκώθηκε από το ξύλινο πάγκο δίπλα στο στάβλο, βήματα ελαφριά, σαν αερικό ξυπόλητος, και να δυο σκοτεινά, γνώριμα μάτια να την κοιτάνε, ξαφνιασμένη ξαναρώτησε «πώς σε λένε;» Τέγο, είπε το περίεργο παιδί. Ο Τέγος, λοιπόν, βοηθός ταχυδρόμου, αγωγιάτης στη συνέχεια, με ζώα πολλά, πετυχημένος στην ακμή του. Ερωτευμένος παιδιόθεν με την αρχοντοπούλα και κείνη μαζί του· μαχητής εκείνος να διεκδικεί και να τολμάει με περίσσια δύναμη για τα ιδανικά της αγάπης του, του έρωτά του, «θα σε φροντίζω πάντα», της λεει ανάμεσα στα ψιθυρίσματα του έρωτα, της μιλάει για το μέλλον και κείνη ξαφνιασμένη αναλογίζεται: Το μέλλον; Πώς έγινε και τόσον καιρό είχε τα μάτια σφαλισμένα; Πώς μπόρεσε να τον κοροϊδεύει μ’ όνειρα και παραμύθια, αφού δεν υπήρχε μέλλον γι’ αυτούς, πώς να βρεθεί θέση σε τούτο τον κόσμο για μια αγάπη σαν τη δική τους; Έφυγε μ’ έναν λυγμό ανίκανη να αρθρώσει λέξη.

Ταξίδι στην Αθήνα η Ευδοκία με την Ιφιγένεια, κάπου στη Σταδίου η οικογένεια συγγενών που θα τις φιλοξενήσει. Η Σταδίου, η καλύτερη οδός των Αθηνών, όπως οι συγγενείς περήφανα τις ενημερώνουν, όμως γεμάτη σκουπίδια, κάρα, ψοφίμια στις άκρες, κόσμος, θόρυβοι, και να το τραμ, η υπερηφάνεια επίσης των αθηναίων, δυο άλογα να αγκομαχάνε τραβώντας το άχαρο κουτί πάνω στις ράγες.

Εσπερίδες σε σπίτια της αριστοκρατικής Αθήνας, με βασιλιάδες, πρίγκιπες και πατρίκιους. Πουλάει έρωτα στη νεαρή Ιφιγένεια ο πρίγκιπας Μουρούζης, κολακεύεται η μικρή μας μέχρι που φανερώνεται ότι ο τολμηρός πρίγκιπας τα ρίχνει σε πολλές και μονομαχεί για τα μάτια κάποιας άλλης. Έτσι η μικρή μας Ιφιγένεια ξαναγυρίζει στο ονειρικό της ξέφωτο, να βρει τον αληθινό της εαυτό, καθώς και την αγάπη της.

Η Ευδοκία χάνεται στα μάτια του γοητευτικού ερωτύλου Δαμαλά, συζύγου της Σάρας Μπερνάρ και ενώ πήγε γεμάτη έρωτα και αγάπη προσδοκώντας την ολοκλήρωση, βρέθηκε μέσα σ’ ένα βρώμικο και ακατάστατο δωμάτιο και νάτος ο έρωτας μπροστά της αλαφιασμένος από στερητικό σύνδρομο, την περιγελά και της κάνει άγριο έρωτα με τη σύριγγα κρεμασμένη ακόμα στο μπράτσο.

Τσαλακώνεται η υπερήφανη καρδιά του Κολάκη, πάει περίπατο η υπόληψή του, σάλος στο χωριό, όταν οι κόρες του Κολάκη, η Ευδοκία παραμονές του γάμου της με τον Στέργιο γιο του άρχοντα Τζοανόπουλου και η Ιφιγένεια απήχθηκαν από τη ληστρική συμμορία του αρχιλήσταρχου Θυμογιάκη και για την απελευθέρωσή τους ζητούν λύτρα σε χρυσάφι όσο το βάρος της Ευδοκίας και ασήμι όσο το βάρος της Ιφιγένειας.

Θα γλιτώσουν από τα βρομερά χέρια των απαγωγέων τους πάνω στις απότομες κορφές του βουνού που έχουν τα λημέρια τους; Ποιος κρύβεται πίσω από την απαγωγή, ποιος προσπάθησε να βιάσει την Ευδοκία; τι έκανε ο τρομερός ληστής Πουτσαρογιώργος, τι ο Μήτρος ο φονιάς; Πώς έφτασαν τα λύτρα στα λημέρια των ληστών και ποιος τα παρέδωσε;

Πώς παντρεύτηκε η Ευδοκία τον Στέργιο και πως κοκκίνισε το σεντόνι μαρτύρημα της παρθενιάς της και παρουσιάστηκε στο πλήθος των καλεσμένων;

Με τι επιχειρήματα κατάφερε τον πατέρα της η Ιφιγένεια ώστε να αποφύγει ένα γάμο με τον Αρίστο Φλόκα και να ξενιτευτεί στην Ευρώπη, όπου και παντρεύτηκε;

Και τώρα; Γιατί πάλι αυτό το ξάφνιασμα; Αυτή η λάμψη, αυτή η λαχτάρα από μάτια σκοτεινά, άραγε τι κρύβουν και ακόμα τη θωρούν θαρρετά και κατάματα χωρίς θυμό; Άραγε είναι όνειρο το ξέφωτο, είναι μαγεία; που για να το βρεις χάνεσαι σε άπατο και πυκνό δάσος, τρέχοντας με ορμή ανέμου, ενώ θεόρατοι κορμοί, έλατα, ρόμπολα, περνούν αστραπιαία δεξιά και αριστερά σου μέχρι να φτάσεις στην κρυφή εκείνη είσοδο του παραδείσου όπου βασιλεύει ο έρωτας, η αγάπη, η ελευθερία, η σκέψη....

Όλα αυτά αγαπητές φίλες θα τα μάθετε αφού διαβάσετε το βιβλίο της φιλοξενούμενής μας κας Τατιάνας Αβέρωφ.

Ευγενία Μακαριάδη.