μπονσάι
του Αλεχάντρο Σάμπρα (γεν. 1975-Σαντιάγκο-Χιλή)
Ο Αλεχάνδρο Σάμπρα είναι κριτικός λογοτεχνίας, εργάζεται ως
κριτικός λογοτεχνίας στο χιλιανό τύπο και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο
Ντιέγο Πορτάλες.
Το μπονσάι είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και γνώρισε
εγκωμιαστική υποδοχή από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό.
Έχει δημοσιεύσει δυο ποιητικές συλλογές και το 2007
κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, κατά έναν τρόπο συνέχεια του «Μπονσάι», με τον τίτλο «Η ιδιωτική ζωή των δέντρων».
(από το planodion) :
Πέδρο
ντὲ
Μιγκέλ (Pedro de Miguel): Μικροδιήγημα: Αὐτὴ ἡ λιλιπούτεια τέχνη
Ἕνα φαινόμενο καθόλου νέο
στὴ λογοτεχνία, τὸ ὁποῖο ὡστόσο
φαίνεται νὰ γίνεται δημοφιλὲς κατὰ τὸν τελευταῖο μισὸ αἰώνα,
ἀπὸ
τὴν πένα διακεκριμένων συγγραφέων
μυθοπλασίας τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς ὅπως
οἱ Μπόρχες, Κορτάσαρ, Γκαρσία
Μάρκες, Ἀρεόλα, Ντενέβι καὶ Μοντερόσο. Γιατὶ,
ἂν καὶ
τὸ μικροδιήγημα δὲν εἶναι ἄγνωστο σὲ καμία
ἀπὸ
τὶς σύγχρονες λογοτεχνίες —ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν παράξενη ὀμορφιὰ τῶν σύντομων
διηγημάτων τοῦ Κάφκα
ἢ τὸ
ἀνεκτίμητο χιοῦμορ τῶν διηγημάτων
τοῦ Σλάβομιρ Μρόζεκ—, φαίνεται
ὅτι κάνει πιὸ δυναμικὰ τὴν ἐμφάνισή
του στὴν ἄλλη
πλευρὰ τοῦ
Ἀτλαντικοῦ, ὅπου ἐπίσης ἔγινε
προσπάθεια νὰ θεμελιωθεῖ θεωρητικὰ καὶ νὰ διαχωριστεῖ ἀπὸ παρόμοια εἴδη.
Ἀπὸ
τὴν Ἰσπανία
δὲν λείπουν λαμπρὰ παραδείγματα συγγραφέων ποὺ καλλιέργησαν τὸ
μικροδιήγημα, ὅπως ὁ Λουὶς Ματέο
Ντίεθ, ὁ Μὰξ Ἄουμπ,
ὁ Ἀντόνιο
Περέιρα…, ἐνῶ εἶναι
σπάνια ἡ περίπτωση συγγραφέων
ποὺ δὲν
ἔχουν καταπιαστεῖ μαζί του ἔστω
μιὰ φορά.
Τὸ μικροδιήγημα
ἔχει τὶς
ρίζες του, ὅπως καὶ ὅλα
τα εἴδη λογοτεχνίας, στὶς προφορικὲς παραδόσεις,
μὲ τὴ
μορφὴ μύθων καὶ ἀλληγοριῶν καὶ ἀποκτᾶ ὑπόσταση κατὰ
τὸ Μεσαίωνα μέσῳ τῆς διδακτικῆς λογοτεχνίας, ἡ
ὁποία ἀντλεῖ τὸ ὑλικό της ἀπὸ θρύλους, αἰνίγματα
καὶ παραβολές. Ὁρισμένοι θεωροῦν
ὅτι τὸ
μικροδιήγημα εἶναι
μιὰ ἐκδοχὴ τοῦ ἀσιατικοῦ χαϊκοῦ σὲ πεζὸ λόγο, ἐνῶ ἄλλοι
πιστεύουν ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπιτύμβια
λογοτεχνία.
Ένα μυθιστόρημα μικρής φόρμας, ένα διήγημα μινιατούρα σε
πέντε κεφάλαια, ένα βιβλιαράκι 100 σελίδων περίπου, που έχει μέσα του μια
μυθιστορία συμπυκνωμένη σαν ένα ποίημα Χάικου, ή αν θέλετε ένα πελώριο δέντρο
που το σμικρύνεις ίσα να χωράει στην παλάμη σου, μια τεχνική που θέλει γνώσεις,
υπομονή, επιμονή, αγάπη, φαντασία και έρωτα, θα έλεγα, αφού μεγαλώνοντάς το παραμερίζεις τα βάσανα της ζωής, τον ψυχικό
πόνο του χωρισμού σου, μένεις με τον εαυτό σου και με σκοπό να μεταμορφώσεις, ως
δια μαγείας, το προορισμένο σε μεγάλες διαστάσεις, μικρό μεν αλλά με την ίδια
αξία και σπουδαιότητα έργο.
Ο Συγγραφέας με την πρώτη παράγραφο, μέσα σε οχτώ σειρές μας
λεει την ιστορία: αρχίζοντας από το τέλος, το κορίτσι πεθαίνει, το αγόρι μένει μόνο, αν
και ήταν μόνο από τότε που χώρισαν και μαθαίνει το θάνατό της ένα ή ενάμιση
χρόνο αργότερα.
«Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην
πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας
πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια
και πως εκείνος λέγεται λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει
και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία».
Ο Σάμπρα γράφει την περίληψη μιας μυθιστορίας με αποδοχή στον
αναγνώστη, να διαβάζει, να κρίνει ή να συγγράφει το έργο.
Ένας έρωτας δυο νέων, συμφοιτητών, που διεγείρονται
σεξουαλικά διαβάζοντας λογοτεχνία∙ που διεγείρονται μιλώντας «γυμνά» για
περασμένα, λυπημένα και αποκαρδιωμένα, που ταυτίζονται με την αλήθεια της ψυχής
τους, μέχρι που διαμορφώνονται σε «μάζα».
Όμως ένα ψέμα χαλάει τη «συνταγή της αλήθειας τους», είπαν ότι έχουν διαβάσει
το «αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ∙ διάβασαν μέχρι τη σελίδα 373, που
λεει: «η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να
εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια
μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας
δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε». Και όπως λεει ο
συγγραφέας «Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να μποδίζεις κάτι,
αλλά υπάρχουν αυταπάτες, κι αυτή η ιστορία που γίνεται σιγά σιγά μια ιστορία
από αυταπάτες...» Έτσι
ενδόμυχα ξέρουν ότι χωρίζουν, η φαντασίωσή τους ήταν να τελειώσουν τον Προυστ. Χώρισαν και το
βιβλίο έμεινε ανοιχτό στη σελίδα 373.
Σελ: 18. Ο Χούλιο απέφευγε τις
σοβαρές σχέσεις, κρυβόταν, όχι από τις γυναίκες, αλλά από τη σοβαρότητα, μια
και ήξερε πως η σοβαρότητα είναι εξίσου αν όχι και πιο επικίνδυνη από τις
γυναίκες.
Σελ: 25. όταν ο Χούλιο ερωτεύτηκε
την Εμίλια, κάθε χαρά και κάθε πόνος που είχαν προηγηθεί της χαράς και του
πόνου που του πρόσφερε η Εμίλια μετατράπηκαν σε απλές απομιμήσεις της αληθινής
χαράς και του αληθινού πόνου.
Σελ: 28. ... στην ιστορία της
Εμίλιας και του Χούλιο υπάρχουν περισσότερες αποσιωπήσεις παρά ψέματα, και
λιγότερες αποσιωπήσεις παρά αλήθειες, αλήθειες απ’ αυτές που αποκαλούνται απόλυτες
και συνήθως προξενούν αμηχανία.
Σελ. 70. Υπάρχει ένας παλμός όταν
γράφεις στο χαρτί, ο θόρυβος του μολυβιού. Μια παράξενη ισορροπία μεταξύ
αγκώνα, παλάμης και μολυβιού.
Σελ. 71. Και το να είσαι γέρος είναι
μειονέκτημα. Γιατί οι γέροι είμαστε αδύναμοι κι έχουμε ανάγκη όχι μόνο τα
εγκώμια των νέων, κατά βάθος έχουμε ανάγκη το αίμα τους.
Σελ. 93. Το να φροντίζεις ένα
μπονσάι είναι σαν να γράφεις, σκέφτεται ο Χούλιο. Το να γράφεις είναι σαν να
φροντίζεις ένα μπονσάι, σκέφτεται ο Χούλιο.