Αύγουστος 2025
Το παιδί
Μυθιστόρημα του Φερνάντο
Αραμπούρου, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Ο Φερνάντο
Αραµπούρου γεννήθηκε στο Σαν Σεµπαστιάν το 1959. Σπούδασε ισπανική φιλολογία
στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα και από το 1985 µένει στη Γερµανία. Υπήρξε µέλος
του Grupo CLOC de Arte y Desarte. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς
πεζογράφους και έχει τιµηθεί µεταξύ άλλων µε το Bραβείο Tusquets για το
µυθιστόρηµά του Τα χρόνια της βραδύτητας ,το Βραβείο Biblioteca Breve 2014 για
το Avidas Pretensiones, καθώς και το Βραβείο της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδηµίας,
το Βραβείο Mario Vargas Llosa και το Βραβείο Dulce Chacon για τη συλλογή διηγημάτων
του Los peces de la amargura .Το 2016 κυκλοφόρησε το µυθιστόρηµά του Πατρίδα
(το οποίο θεωρείται ένα από τα σηµαντικότερα ισπανόφωνα βιβλία της εποχής µας
και µεταφράστηκε σε περισσότερες από 35 γλώσσες, ενώ έχει τιµηθεί µε κάποια από
τα µεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Tο 2021 κυκλοφόρησε το µυθιστόρηµα Τα
πετροχελίδονα που µεταφράστηκε σε περισσότερες από 20 γλώσσες.
Ο συγγραφέας μας προκαλεί στην ανάγνωση του βιβλίου με τον τρόπο που το
έγραψε. 1) Μιλάει το ίδιο το κείμενο σε
πρώτο πρόσωπο, 2) μιλάει ο αφηγητής σε τρίτο πρόσωπο, 3) διαλέγονται οι βασικοί
χαρακτήρες του έργου: Ο Νικάσιο παππούς, του εξάχρονου Νούκο και πατέρας της
Μαριάχε, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Μαριάχε μητέρας του αδικοχαμένου Νούκο, ο
σύζυγος της Μαριάχε Χοσέ Μιγκέλ πατέρας του Νούκο και, τα αποσπάσματα του
κειμένου που, κατά τη γνώμη μου, δίνουν την τελική μορφή της ιστορίας ή
τουλάχιστον την συμπληρώνουν.
Το έργο αναφέρει με λεπτομέρειες μια αληθινή ιστορία που συνέβη στις 23
Οκτωβρίου 1980, ημέρα Πέμπτη, όταν πενήντα μαθητές ηλικίας πέντε και έξι ετών,
καθώς και τρεις ενήλικες, έχασαν τη ζωή τους από έκρηξη προπανίου σ’ ένα
σχολείο της Ορτουέγια, της Ισπανίας, στη Χώρα των Βάσκων.
Προσωπικά όσο και να έχει κανείς τη δεινότητα, όπως ο σπουδαίος
Αραμπούρου, να ξεφύγει ενός δραματικού έργου, αναφερόμενο ακόμα και
δημοσιογραφικά, μπορείς να πεις ότι συγκλονίζει από μόνης της μια ιστορία με
πενήντα σκοτωμένα παιδιά και, το πώς αντιμετωπίζεται από μητέρα, πατέρα,
παππού, που είναι με στενά δεσμά αγάπης, αφοσίωσης, λατρείας με τον μοναδικό εξάχρονο παιδί της
οικογένειας, τον μικρό Νούκο. Είναι
γροθιά στο στομάχι, ο αδιαίρετος πόνος, εκείνος που δεν αναλύεται σε μικρά
κομμάτια. Τον φέρει κανείς ολοκληρωτικά στην ψυχή του.
Λέγοντας τα παραπάνω, πιστεύω ότι ο συγγραφέας με τρόπο ωμό εισέρχεται
στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του, ώστε να αποφύγει το μη λογοτεχνικό, να
δραματοποιεί γεγονότα, περιγράφοντάς τα χωρίς να επηρεάζει ή παρασύρει από
συναισθήματα. Εντούτοις (κατ’ εμέ) συγκινεί τον αναγνώστη από πλήθος
συναισθημάτων, που ωθούν τους πενθούντες σε αγωνιώδεις καταστάσεις, όπως απώλεια
επαφής με την πραγματικότητα και ψευδαισθήσεις με λανθασμένες ενέργειες.
Δίνει έμφαση, μπαίνει βαθιά στην ψυχολογία των πενθούντων, αλλά και του
αναγνώστη, που μπορεί να ταυτιστεί, χτυπώντας ξύλο εκατό φορές και φτύνοντας
άλλες τόσες τον κόρφο του.
Η ιστορία του παππού, η ζωή που ακολουθεί μετά τον άδικο θάνατο του
πολυαγαπημένου του, μοναδικού εγγονού, του Νούκο, ενός από τα πενήντα παιδιά
που σκοτώθηκαν, ενώ ήσαν στο σχολείο τους, από έκρηξη αερίου, κατά την διάρκεια
ηλεκτρολογικών επισκευών, είναι μια αληθινή ιστορία, όπως προαναφέρθηκε. Είναι,
άραγε, αποδεκτό και παρηγορητικό το σκηνικό που στήνει ο παππούς, ώστε ο
ψυχικός ή και σωματικός πόνος, της απώλειας του πολυαγαπημένου του εγγονού, να
εξομαλυνθεί; Μοιάζει, κι αυτό το αντιλαμβάνεται η κόρη του η Μαριάχε, και
μητέρα του Νούκο, όταν ο παππούς ανελλιπώς πηγαίνει στο νεκροταφείο, να συνοδέψει το
παιδί στο σχολειό, όπως είχε αναλάβει να κάνει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος.
Μοιάζει επίσης, να το υποστηρίζει η Μαριάχε, όταν ξαναστήνει το δωμάτιο του
αδικοχαμένου παιδιού με όλα του τα πράγματα και παιχνίδια κι εκεί συνεχίζει την
κουβέντα με το αγαπημένο του εγγόνι όπως όταν ήταν ζωντανό. Καλύτερα να μην
μάθουμε ποτέ πώς ένας γονιός, πώς ένας παππούς, όπως ο πρωταγωνιστής του
βιβλίου, σκυμμένος στα κρύα μάρμαρα του τάφου, συνομιλεί με το πεθαμένο αγόρι·
καλύτερα να μην ακούσουμε τι αφηγείται ο άμοιρος παππούς στο εγγόνι του, στον
ιδιωτικό και μόνο χώρο του παιδικού δωματίου.
Η δραματική μαρτυρία της μητέρας
για τα γεγονότα, η συμπαράστασή της στον πατέρα της, οι σκέψεις για τον άφατο
πόνο και συγχρόνως η ορθοέπεια των σκέψεών της για την συνέχεια της ζωής, στην
καθημερινότητά της. Άραγε γεννώντας μια νέα ζωή, όπως ο σύζυγός της, Μιγκέλ,
ερωτευμένος ακόμα μαζί της, επιθυμεί,
μπορεί να αφήσει στη λησμονιά το πεθαμένο της παιδί; Άραγε το παιδί που
τόσο έχουν ανάγκη, γιατί δεν έρχεται; Ποια είναι η αλήθεια; Γιατί η αποκάλυψη,
σε σύνδεση με τον θάνατο του παιδιού, οδηγεί τον Χοσέ Μιγκέλ στην αυτοκτονία;
Απάνθισμα:
* Ξέρω μόνο ό,τι θυμάμαι· και, πιστέψτε με, θυμάμαι όλο και λιγότερα
ίσως επειδή έχω γεράσει (έχω περάσει προ πολλού τα εβδομήντα, αν και λένε ότι
φαίνομαι νεώτερη), ίσως επειδή οι εικόνες του παρελθόντος με πληγώνουν
περισσότερο απ’ όσο είμαι διατεθειμένη να παραδεχτώ και έχω συνηθίσει να
αποφεύγω. Σας διηγήθηκα τις προάλλες ότι έφυγα από το σπίτι φορώντας την ποδιά
μου και ότι, προτού φτάσω στην εξώπορτα, γύρισα πίσω. Ποτέ πριν δεν είχα
μιλήσει γι’ αυτό σε κανέναν, ούτε καν στον σύζυγό μου. Τέτοια μικροπράγματα
θυμάμαι. Το μάτι της κουζίνας που, μέσα στη βιασύνη μου, ξέχασα να σβήσω. Τα
ρεβίθια με τσορίθο (λυκάνικο) και τα μάτια μου στον καθρέφτη. Συγχωρέστε με.
Ανηφόρισα με τα πόδια στο σχολείο με την αγωνία να μου σφίγγει το
στήθος, σίγουρη ότι στο παιδί μου είχε
συμβεί κάτι σοβαρό, ταυτόχρονα όμως ψάχνοντας γύρω μου, στους φανοστάτες, στα
αυτοκίνητα, στις προσόψεις, για ενδείξεις που, παρακαλούσα μέσα μου, θα
διέψευδαν το κακό προαίσθημα. Ένιωσα να ασφυκτιώ ακούγοντας εκεί κοντά τις
σειρήνες των ασθενοφόρων ή ίσως της πυροσβεστικής και της αστυνομίας. Ούτε μια
ούτε δύο.. Φοβερός σαματάς!
*Έκανα όλη τη διαδρομή μιλώντας στον Θεό. Ο Θεός ήταν ένας ηλικιωμένος
κύριος με λευκή γενειάδα, τον οποίο φανταζόμουν να περπατάει δίπλα μου. Τον
ικέτεψα να μη μου πάρει τον Νούκο. Μου ήρθε ξαφνικά αυτή η θρησκευτική
παρόρμηση. Υποθέτω ότι οφειλόταν στον φόβο, επειδή την εποχή εκείνη δεν ήμουν
ιδιαίτερα ευσεβής. Όσο χρειαζόταν, όσο απαιτεί η συνήθεια, και μέχρι εκεί.
*Μετά τα γεγονότα του σχολείου πέρασα αρκετές περιόδους ζήλου· αλλά ήταν
όλο και λιγότερο έντονες και πιο αραιές, ώσπου έφτασα στο σημείο της πλήρους
έλλειψης πίστης, που μάλλον θα με συνοδεύει για το υπόλοιπο της ζωής μου.