Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Φωτιές Αυγούστου 2007, "Δε φταιμε;''

Προσκύνημα στο μαύρο άγαλμα μάνας με τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της σφιχτά στον κόρφο της, να σβήνει με το σάλιο της τις φλόγες που τα’ καιγαν.. το τέταρτο πεσμένο στα πόδια της ήταν το μεγαλύτερο, που να φτάσει το σάλιο, που να φτάσει το φιλί, έφυγε πρώτο παρακεί η γιαγιά με τα εγγονάκια της, ούτε μαχαίρι, καταραμένοι, δεν πρόλαβε να αρπάξει, πού να χωρέσει στα ροζιασμένα χέρια, μόνο τα παιδάκια άρπαξε, αχ και να το’χε θα τρυπούσε την καρδιά και τις φλέβες σίγουρα θα τα σώνε με αίμα της από το σύφλογο να μην τους κάψει τα όνειρα που δε χόρτασαν.

Οι κραυγές τους μπερδεύονταν με τους γόους της ελιάς, της κουκουναριάς, με το μοιρολόι της αγριομολόχας του ασφόδελου, της θυμαριάς, της αγελάδας, του αρνιού, του αλόγου, του περιστεριού, του ελαφιού, της πεταλούδας, του αηδονιού. Χλωμά κεριά άναψαν κι έλειωσαν κι όλα τέλειωσαν ήταν λεει εφιάλτης, μόνο αυτός, γιατί τα όνειρα χάθηκαν μαζί τους.

Ζηλεύω εσάς που κλαιτε, δίνετε/δίνουμε το πανωφόρι το παλιό και κάποια φράγκα, έτσι βρε αδελφέ γι’ ανθρωπιά, γιατί εμείς φταιμε; δώσαμε, δώσαμε, βοηθάμε, βοηθήσαμε.

Δεν φταιμε, έχουμε λεφτά και ξοδεύουμε ασύστολα το νερό, με τη μάνικα πλένουμε τα αυτοκίνητά μας, τις βεράντες μας..

Δεν φταιμε, δώσαμε-δώσαμε, βουνό τα αποφάγια στα σκουπίδια μας..

Δεν φταιμε, φταινε αυτοί οι από πάνω, που εμείς βάλαμε πλάτη να ανέβουν, λένε ότι είναι ο καθρέφτης μας, λατρεύουμε το είδωλό μας και αγαπάμε τον καθρέφτη μας και τον φυλάμε σαν τα μάτια μας για να μη σπάσει ποτέ.

Στο απόλυτη σκοτάδι διακρίνει κανείς κάτι που ταξιδεύει με ριπές ανέμου, και λέγεται οδύνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: