Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Ο Συγγραφέας

O Συγγραφέας .

Γύρισα νωρίτερα από τη σχολή, ήταν δυο το μεσημέρι. Πέρασα από τον εκδοτικό οίκο να αγοράσω το νέο βιβλίο του αγαπημένου μου συγγραφέα, με πληροφόρησαν ότι την επόμενη εβδομάδα θα έρθει στην Ελλάδα και θα μιλήσει στο ξενοδοχείο king George, μου έδωσαν μάλιστα και πρόσκληση. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, διάβαζα την πρόσκληση κι ήταν σαν να πήρα ραβασάκι για το πρώτο μου ραντεβού με άντρα που είμαι ερωτευμένη από παιδούλα. Ήξερα όλα του τα έργα απέξω σχεδόν, ποιήματα, πεζά, μυθιστορίες, τα διάβαζα ξανά και ξανά ήταν ένα στήριγμα, αν θέλετε, για μια κατάσταση μεταρσιωτική ανάμεικτη με ηδονή, πόνο και ονειροφαντασία.

Τα βιβλία του ήταν πάντα σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη και σε στοίβες στο κομοδίνο μου μαζί με τα c.d’s, επιλογή από μουσικές αγαπημένες, μουσική λοιπόν και βιβλία η βραδινή μου συντροφιά, οι μαγικές μου στιγμές. διάβαζα ένα απόσπασμα, χάιδευα και φιλούσα τη φωτογραφία του πριν κοιμηθώ, που πολλές φορές έχανα τον ύπνο μου, όπως απόψε που διάβασα το νέο του βιβλίο κόντευε να ξημερώσει, όταν το τέλειωσα και αμέσως έγραψα κάτι γι αυτό, κάτι για μένα, όπως χρόνια τώρα συνηθίζω.

Το πήρα απόφαση θα πάω να του μιλήσω, θα του δείξω τα κείμενά μου, θα του πω ότι από το δημοτικό άρχισα να διαβάζω τα βιβλία του κι ήταν για μένα έναυσμα για σπουδή γλωσσική και εξάσκηση γραφής.

Θα του δώσω το κείμενό μου για το τελευταίο του βιβλίο, το ’χω διαβάσει τουλάχιστον δέκα φορές, αλλά θα το διαβάσω ακόμα μια, θαρρώ πως προλαβαίνω μήπως και χρειαστεί να αλλάξω ή να προσθέσω σημεία στίξης, που με βασανίζουν στη γραφή. Άρχισα να διαβάζω δυνατά και ένιωσα ένα τρέμουλο λες κι ήταν μπροστά μου..
Ήμουνα αποφασισμένη είτε τον συναντούσα, είτε όχι, το γράμμα μου θα του το έστελνα οπωσδήποτε. Θα το έστελνα;


‘’Αγαπητέ Κύριε...., χρόνια ονειρευόμουνα να σας συναντήσω, να σας ακούσω, σας θαύμαζα, σας θαυμάζω, ας μου επιτραπεί η λέξη σας αγαπώ, είστε ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Η χαρά μου όταν πήρατε το “νόμπελ” λογοτεχνίας δεν περιγράφετε. Τελικά δεν ξέρω, κλυδωνίζομαι και τώρα που σας γράφω, άραγε θα καταφέρω να σας μιλήσω; θα καταφέρω να σας δώσω αυτό το γράμμα, ακόμα και τα δικά μου έργα να διαβάσετε; ίσως δε φτάνει το μπόι του θάρρους μου μέχρις εκεί, πώς μπορεί ένας απλός γραφιάς, παραμυθάς αν θέλετε, να σταθεί μπρος σε συγγραφέα, πώς ένας φιλόδοξος περπατητής, που στο ίσωμα κομπάζει και μήτε λόφο δεν πλησίασε ποτέ, να τολμήσει αλπινιστή ν’ανταμώσει.. επαναλαμβάνω ίσως σας δώσω αυτό το γράμμα, ίσως κάπου το καταχωνιάσω, πάντως αυτό που νιώθω μπορείτε να το πείτε αγάπη, αγαλλίαση, θαυμασμό, ακόμα και έρωτα."

Σας παραθέτω ένα κείμενο σχετικό με το τελευταίο σας βιβλίο, για την αδιάκοπη πάλη των φύλων και των τάξεων.


"Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο, είναι πρόσωπα υπαρκτά και όχι φανταστικά. Η υπόθεση πλέκεται γύρω από το κεντρικό πρόσωπο-ήρωα, τον τραυλό ένα πλάσμα μάλλον αδικημένο από τη φύση, μάλλον ευνοημένο από την καταγωγή, και οπωσδήποτε αδικημένο από την κοινωνική σύμβαση, που ύποπτα βλέπει το οτιδήποτε διαφορετικό, είτε αυτό είναι στοιχείο σωματικής παρουσίας, είτε ψυχική-συναισθηματική ιδιαιτερότητα.

Εποχή μίζερη, με έντονα προβαλλόμενες τις μύριες όσες αντιδράσεις μιας κοινωνίας ασφυχτικά πιεσμένης, κάτω από τα σύνδρομα της κακίας, του φθόνου, της τελματωμένης χαμοζωής. Και η οικογένεια του ήρωα αποτελεί ένα κομμάτι αυτού του κοινωνικού ιστού. Έτσι μόνη ευκαιρία επιβίωσης για ένα τέτοιο πλάσμα είναι η πορεία προς την εσωτερική εξέλιξη, την άνευ ορίων, ψυχική ανέλιξη και πνευματικότητα. Μέσα σ’ έναν καμβά παθών, έρωτα γενναιόδωρου ψυχισμού, υπέρμετρου ιδεαλισμού, που οδηγεί προς την αυτοθυσία και την φυσική καταστροφή συγχρόνως, όσο και προς μια ολόφωτη όσο και απίστευτη εξαϋλωση. Μια ιστορία μυστηρίου και πάθους προς μια κορύφωση που οδηγεί στη λύση του δράματος."


***************


Μέρος δεύτερο.


Ο κόσμος έχει αρχίσει από νωρίς και μαζεύεται στο ξενοδοχείο να υποδεχτεί και να ακούσει τον διάσημο συγγραφέα.  Την προσφώνηση θα κάνει ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, θα παρευρίσκεται ο πρωθυπουργός, μέλη της κυβέρνησης, έλληνες λογοτέχνες, άνθρωποι των τεχνών, των γραμμάτων και πλήθος κόσμου.

Ο Συγγραφέας είναι κλεισμένος στο δωμάτιό του, κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και έχει πεσμένο το κεφάλι  στα δυο του χέρια. Μέσα σε είκοσι λεπτά το πολύ πρέπει να ντυθεί και να κατέβει.. Κοντεύει τα πενήντα κι ακόμη δεν έχει ξεπεράσει τις εφηβικές φοβίες του, τώρα δεν έχει μπροστά του την εκτυφλωτική λευκή σελίδα, που του στροβιλίζει το κεφάλι και μπορεί να θυμώσει, να αγχωθεί, να κλάψει, να καπνίσει, να πιεί, δεν έχει να κάνει με σκιές, που μ’ αυτές έμαθε χρόνια να ζει, να μιλάει και να βρίζει, εδώ θα λάμψει η απουσία τους, το ειρωνικό τους βλέμμα. Θα’χει τη συμπεριφορά των αυταρχικών ερωτήσεων, την καταπίεση της δεσποτικής κριτικής, που τόσο απεχθάνεται, πώς έμπλεξε έτσι αυτός που επέλεξε την ασυντρόφευτη ζωή, ακριβώς γιατί λάτρευε τη μοναξιά του, ακριβώς γιατί ζωγράφιζε με λέξεις τον κόσμο όλο, ακριβώς γιατί ο κόσμος όλος ήταν μέσα στο κεφάλι του, δεν είχε ανάγκη από τίποτα άλλο κι όμως ο ίδιος άπλωσε τα αμέτρητα χέρια του σε εκατομμύρια ανθρώπους, που τώρα τον κρατούν γερά και δεν μπορεί να ξεφύγει..

Το ντριν του τηλεφώνου διέκοψε τις σκέψεις του, ήταν ο ατζέντης του, τον ρώτησε αν μπορεί να δεχτεί ένα κορίτσι που περιμένει εδώ και τρεις ώρες για να τον δει και παρότι της έχει επισημάνει ότι ο συγγραφέας δεν έχει χρόνο για ιδιωτικές συναντήσεις, γιατί σε μισή ώρα πρέπει να κατέβει για την προγραμματισμένη ομιλία του, εκείνη κλαίγοντας σχεδόν εκλιπαρεί να τον δει για δυο λεπτά και θα φύγει αμέσως.

Δεν ξέρω, απάντησε ο συγγραφέας, κάνε ό, τι νομίζεις.

Φορούσε το παντελόνι του όταν χτύπησε η πόρτα, άνοιξε χωρίς να ρωτήσει πιστεύοντας ότι θα’ταν ο ατζέντης του. Στο άνοιγμα της πόρτας τον κοιτούσε ένα κορίτσι, δε θα’ταν πάνω από δέκα οκτώ χρονώ, κρατούσε ένα φάκελο στο τρεμάμενο χέρι του κι είχε μια πάνινη σακούλα στον ώμο, που φαίνονταν κάτι τετράδια μέσα. Της είπε να περάσει. Εκείνη μπήκε μέσα αμίλητη, εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω της και ζήτησε συγγνώμη, που ήταν ακόμα με την εσωτερική φανέλα, μα το κορίτσι δε μίλησε, μόνο έδειχνε το φάκελο που είχε στα  τρεμάμενα χέρια του.

Πήρε στα χέρια του το γράμμα, έριξε μια ματιά, την ευχαρίστησε κι ακούμπησε το φάκελο στο κομοδίνο. Γύρισε το βλέμμα του πάνω της κι είδε μια γυναίκα που βογκούσε άηχα, χείλη και μάτια υγρά, μια μορφή σαν τις γνωστές του σκιές, αλλά με χρώμα, με αίμα, με ήχους από καρδιά κι ανάσα Ξάφνου ένα μεθύσι, μια τρέλα έρωτα, ένα ηλεκτρισμός στο σώμα του και ο στίχος άγνωστου ποιητή στο μυαλό του, "αν στο ονειροπόλο πρόσωπό σου ολόκληρη την ωραιότητα του κόσμου ζωγραφίσω θα ναι λίγη ακόμα και μια θεϊκή γραμμή σου ν’ αποδώσω.."

Ολόγυμνη στο κρεβάτι του κι εκείνος να γράφει με μικρές δαγκωματιές στο μικρό της στήθος τις λέξεις και τα αλλόφρονα ρίγη του κεφάλαια ολόκληρα, ενώ οι γλώσσες όλων των ερωτικών του ποιημάτων φιδόγλειφαν το τρυφερό της σώμα. Ταξίδεψε πάνω της πήγαινε έλα με το άλογό του και έφτασε στην κορφή με ένα, ταυτόχρονο από δυο, στεναγμό έρωτα ψυχής και σώματος.

΄Εφυγε γρήγορα, σιωπηλή όπως μπήκε, εκείνος άναψε τσιγάρο γύρισε το κεφάλι κι εκείνη δεν υπήρχε... το ντριν του τηλεφώνου τού θύμισε ότι έχει δέκα πέντε λεπτά για να κατέβει. πάλι ο εκνευρισμός, το άγχος του «έμπα», της αρχής... πήρε το μάτι του το γράμμα της. Θάρρεψε, κατέβηκε ήρεμος μ’ ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπο και κείνο το γνωστό καρδιοχτύπι, όταν βρίσκει την ‘’πόρτα’’ να μπει στον κόσμο που πλάθει σαν θεός. Όταν ήρθε η στιγμή άρχισε να προλογίζει λέγοντας:

Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο, είναι πρόσωπα υπαρκτά και όχι φανταστικά. Η υπόθεση πλέκεται γύρω από το κεντρικό πρόσωπο-ήρωα, τον τραυλό ένα πλάσμα μάλλον αδικημένο από τη φύση, μάλλον ευνοημένο από την καταγωγή, και οπωσδήποτε αδικημένο από την κοινωνική σύμβαση, που ύποπτα βλέπει το οτιδήποτε διαφορετικό, είτε αυτό είναι στοιχείο σωματικής παρουσίας, είτε ψυχική-συναισθηματική ιδιαιτερότητα.....



Κάπου στον εξώστη, στριμωγμένο ανάμεσα στο πλήθος, ένα κορίτσι ξεφεύγει πνίγοντας αναφιλητά για ένα παντοτινό "αντίο" στα χιμαιρικά, ερωτικά όνειρα.      
 


Ευγενία Μακαριάδη.

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Φωτιές Αυγούστου 2007, "Δε φταιμε;''

Προσκύνημα στο μαύρο άγαλμα μάνας με τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της σφιχτά στον κόρφο της, να σβήνει με το σάλιο της τις φλόγες που τα’ καιγαν.. το τέταρτο πεσμένο στα πόδια της ήταν το μεγαλύτερο, που να φτάσει το σάλιο, που να φτάσει το φιλί, έφυγε πρώτο παρακεί η γιαγιά με τα εγγονάκια της, ούτε μαχαίρι, καταραμένοι, δεν πρόλαβε να αρπάξει, πού να χωρέσει στα ροζιασμένα χέρια, μόνο τα παιδάκια άρπαξε, αχ και να το’χε θα τρυπούσε την καρδιά και τις φλέβες σίγουρα θα τα σώνε με αίμα της από το σύφλογο να μην τους κάψει τα όνειρα που δε χόρτασαν.

Οι κραυγές τους μπερδεύονταν με τους γόους της ελιάς, της κουκουναριάς, με το μοιρολόι της αγριομολόχας του ασφόδελου, της θυμαριάς, της αγελάδας, του αρνιού, του αλόγου, του περιστεριού, του ελαφιού, της πεταλούδας, του αηδονιού. Χλωμά κεριά άναψαν κι έλειωσαν κι όλα τέλειωσαν ήταν λεει εφιάλτης, μόνο αυτός, γιατί τα όνειρα χάθηκαν μαζί τους.

Ζηλεύω εσάς που κλαιτε, δίνετε/δίνουμε το πανωφόρι το παλιό και κάποια φράγκα, έτσι βρε αδελφέ γι’ ανθρωπιά, γιατί εμείς φταιμε; δώσαμε, δώσαμε, βοηθάμε, βοηθήσαμε.

Δεν φταιμε, έχουμε λεφτά και ξοδεύουμε ασύστολα το νερό, με τη μάνικα πλένουμε τα αυτοκίνητά μας, τις βεράντες μας..

Δεν φταιμε, δώσαμε-δώσαμε, βουνό τα αποφάγια στα σκουπίδια μας..

Δεν φταιμε, φταινε αυτοί οι από πάνω, που εμείς βάλαμε πλάτη να ανέβουν, λένε ότι είναι ο καθρέφτης μας, λατρεύουμε το είδωλό μας και αγαπάμε τον καθρέφτη μας και τον φυλάμε σαν τα μάτια μας για να μη σπάσει ποτέ.

Στο απόλυτη σκοτάδι διακρίνει κανείς κάτι που ταξιδεύει με ριπές ανέμου, και λέγεται οδύνη.

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Βιβλίο: Πανδαιμόνιο (του Κ. Ακρίβου).

Διαβαστερό βιβλίο, αστυνομική η δομή του, καλή γραφή και αφήγηση, το θέμα ελκυστικό, πτώμα γυναίκας στο κελί του μοναχού Νήφωνα στο Αγ. ΄Ορος, το άβατο, η παρθενία των μοναχών, ο έρωτας που κατατρύχει τον καλόγερο σε σύγκρουση με την πίστη του, την αφοσίωσή του στο Θεό, την παρθενία, την προσευχή για την ψυχή του και την ψυχή των συνανθρώπων του. Ενδιαφέρουσες οι τελευταίες σελίδες του. Ως άνθρωπος διαφωνώ κάθετα με το άβατο και κάθε είδους απαγορεύσεις που έχουν σχέση με το φύλο μου, τις θεωρώ ρατσιστικές.