Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

{Είμαστε ακόμα εδώ, ηλίθιε} του Δημήτρη Αθηνάκη.

Παρακολουθώ ανελλιπώς και επισταμένως την ιστοσελίδα (site) αυτού του
νεαρού ποιητή, θαυμάζω το λόγο του, τους στοχασμούς του, το ενδιαφέρον του όχι μόνο για θέματα «κουλτούρας», αλλά για την καθημερινότητα-βάσανο του πολίτη αυτού του παρακμασμένου τόπου. σας παραθέτω τα σχόλιά του.


"Από το 2010 κι έπειτα, όλα έχουν αλλάξει• εντάξει, δεν έχω ανακαλύψει την Αμερική, αλλά όλα τα κείμενα κάπως πρέπει ν’ αρχίζουν, έτσι δεν είναι; Στις 11 Φλεβάρη του 2010, για να ξεκινήσουμε, παρουσιάστηκα στο Ναυτικό. Δύο υπέροχες βδομάδες στον Πόρο ― ήδη βαρέθηκα, και μόνο με την αναφορά στη θητεία. Βγαίνοντας όμως, η βενζίνη ήταν ήδη είκοσι λεπτά ακριβότερη. Μέσα σε δυο βδομάδες! Πού να φανταζόμουν πως αυτό αποτελούσε τον προπομπό όσων επακολούθησαν ώς σήμερα.
[ «Αν κάτι είναι να πάει στραβά, θα πάει...» ]
…και πήγε. Επόμενη στάση: Πληρωμών. Φυσικά, κάθε παρόμοια λαίλαπα χτυπάει εκεί, στα φράγκα. Σπάνια χτυπάει κατευθείαν, ας πούμε, στη συναισθηματική νοημοσύνη ― αυτή έρχεται μετά, μη βιάζεστε. Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται• ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι η απομάκρυνση από το ταμείο θα μπορούσε να είναι τόσο κυριολεκτική και τόσο βασανιστικά μόνιμη. Μέσα σε δύο χρόνια λοιπόν, κανείς δεν απομακρύνεται από κανένα ταμείο, γιατί απλούστατα κανείς δεν πλησιάζει κανένα ταμείο. (Παρακαλώ, δεχτείτε το «κανείς» καταχρηστικά ― εξυπηρετεί τον μελοδραματισμό του κειμένου.) Κατά καιρούς βέβαια, δεν υπάρχουν καν ταμεία για να πλησιάσεις, ώστε κατόπιν να απομακρυνθείς. Όσο για τα λάθη…
…μέσα σε δύο χρόνια, μόνο λάθη αναγνωρίζονται. Λάθη ετών, λάθη που εν γένει αποδείχτηκαν μοιραία• λάθη, που κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει τις συνέπειές τους. (Μη συγχύζεστε θ’ αυτομαστιγωθώ μέχρις ενός ορίου.) Το περιώνυμο σύνδρομο της Κατοχής αποδείχτηκε ένα από τα πιο «επανερχόμενα» σύνδρομα αυτής της εποχής. Προ 2010, το σύνδρομο της Κατοχής εκτεινόταν στην εκχυδαϊσμένη αγορά εν πολλοίς άχρηστων πραγμάτων ― οι γνωστές μας μαλακίες. Μετά το 2010, το σύνδρομο της Κατοχής περιοριζόταν στην επίμονη συγκέντρωση λαθών και στη μέσες-άκρες αδυναμία ανταπόκρισης στις βασικές μας ανάγκες.
Δεν προλάβαμε; Δεν ξέραμε; Δεν πιστέψαμε ότι θα βρεθούμε εδώ που βρεθήκαμε; Δεν ξέρω, δεν έχω απάντηση. Υποψιάζομαι ότι ο ―επίπλαστος τελικά― παράδεισος μιας χώρας που σταμάτησε εδώ και χρόνια να παράγει αγαθά, αλλά ξεσκίστηκε να προσφέρει υπηρεσίες, οδήγησε σε μια ωραιότατη, απτή και προσώρας ανεπίστροφη κόλαση. Υπερβολές, θα πει κάποιος. Ίσως• χριστιανοκαθολικά σκεπτόμενος, υπάρχει και το πουργατόριο. Είμαστε όμως σ’ αυτό το στάδιο;
[ Καθαρίστε, μας έλεγαν ]
Πιθανόν λοιπόν, είμαστε σ’ αυτό το στάδιο• στο ενδιάμεσο στάδιο πριν από την κόλαση ή πριν από τον παράδεισο. Εδώ, ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, το οποίο δεν μας άξιζε, δεν μας ανήκε, δεν του δώσαμε σημασία, δεν το πιστέψαμε όσο έπρεπε, θα καθαριστεί και θα χαθεί διά παντός στη γνωστή ώς τα τώρα μορφή του• πιθανολογώ, θα πάρει αργότερα μιαν άλλη. Όταν περαιωθεί αυτός ο καθαρμός, θ’ αναμετρηθούμε με τ’ απομείναντα. Προφανώς…
…δεν είναι εύκολη δουλειά. Είναι όμως αναγκαστική, έξω από μας, έξω απ’ τις δυνατότητές μας. Θ’ αποκαθαρθούμε θέλοντας και μη. Γιατί όμως; Μάλλον, γιατί η καθημερινότητά μας περιέπεσε στα όρια του ενστικτώδους. Ακόμη κι αν η μετά 2010 εποχή δεν μας αγγίζει ως ολοκληρωτική λαίλαπα, αγγίζει σίγουρα κάποιον από τους γύρω μας. Κι όταν κάτι περιπίπτει στα όρια του ενστικτώδους, χάνονται διαμιάς όλα τα στρώματα κουλτούρας και ευρύτερου περιβάλλοντος, που έχουμε, μετά κόπων ή όχι, αποκτήσει ― χάνεται παν επίκτητον. Ε, και λοιπόν;
[ Με τα κλισέ συνεννοούμαστε καλύτερα ]
Οι καθρέφτες δεν υπήρξαν ποτέ τρομακτικότεροι, όσο μου επιτρέπουν τα σχεδόν 31 μου χρόνια να πω. Κοιταζόμαστε, αλλά δεν βλεπόμαστε. Βλέπουμε, αλλά δεν κοιτάμε. Κι όμως• το να ’ρχεσαι αντιμέτωπος με ό,τι δεν γνώριζες είναι σπουδαίο μάθημα. Ένα μάθημα που εντείνεται όταν έρχεσαι αντιμέτωπος και με τους άλλους που έχουν ήδη έρθει αντιμέτωποι με τα ίδια και τα όμοια κ.ο.κ. Φαύλος κύκλος, αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Βέβαια, κάποιοι δεν περίμεναν τη μετά 2010 εποχή για ν’ απλώσουν ολοκάθαρα τον αληθινό τους εαυτό ενώπιον εαυτού και αλλήλων. (Μην το παίρνετε στραβά• δεν μιλώ μόνο για τα αιώνια και ανεξάρτητα ζωντόβολα.) Δύσκολα ωστόσο μπορεί κάποιος ν’ αρνηθεί πως η λαίλαπα αυτή δεν μας έκανε, από τη μια, βαρετούς ―ως περιφερόμενη μιζέρια ― αλλά και, από την άλλη, πολύ ενδιαφέροντες ― αναφορικά τις άμυνες που έχουμε αναπτύξει εντωμεταξύ. Βράζουμε λίγο-πολύ στο ίδιο καζάνι, που άλλοτε θυμώνει και άλλοτε ξεχνιέται• ποτέ όμως δεν μας αγαπά…
…η αγάπη επαφίεται σ’ εμάς.―
[ Μ’ ένα βρισίδι ξεχνιέμαι ]
Η αναδίπλωση στον εαυτό μας, η ομφαλοσκοπική ομφαλοσκόπηση, προκειμένου να δούμε και να βρούμε τι έφταιξε, αφενός δεν οδηγεί πάντα στα σωστά συμπεράσματα και αφετέρου δεν μας αναγκάζει πάντα να βρούμε λύσεις. Μερικά χούγια δεν καθαρίζονται εύκολα από πάνω μας, έτσι δεν είναι;
Μάλλον, έτσι είναι. «Μάλλον», και αυτή είναι οριστική απάντηση εκ μέρους μου. Ωστόσο, ψάχνουμε παντού φαντάσματα. Βρίσκουμε εύκολες λύσεις, τις ανάγουμε σε ανυπέρβλητα σενάρια και παίζουμε τους ρόλους μας. Καταρρέουμε από μέρα σε μέρα, βυθιζόμαστε στο καινούργιο ψέμα που δημιουργούμε, γιατί, φαντάζομαι, το αληθινό που μας πετιέται στα μούτρα δεν μας αρέσει ή μήπως…
…δεν μας εξυπηρετεί η μια κάποια αλήθεια; Ενδεχομένως, είναι δύσκολες οι λύσεις, είναι δύσκαμπτες οι αντιδράσεις μας, οι δυνατότητές μας. Είμαστε εντούτοις ακόμα εδώ.
[ Να τα λέμε αυτά! ]
Αναζωογόνηση ― γιατί είμαστε άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τους δικούς τους και τους άλλους. Γιατί, που να μας πάρει και να μας σηκώσει, έστω και ενστικτωδώς μπορούμε πια να φιλτράρουμε, να εκτιμήσουμε, ν’ αποφασίσουμε για εμάς σε σχέση με τους άλλους, του καινούργιους άλλους, τους παλιούς, τους πάντοτε. Κι αυτό δεν είναι λίγο, νομίζω…
…γιατί μπορούμε ακόμα να πονάμε παρέα, να πεινάμε παρέα, να διψάμε ή να χορταίνουμε παρέα. Λιγότεροι ή περισσότεροι, λίγη σημασία έχει. Από ’δώ και πέρα όμως, θα είμαστε μόνον ενστικτωδώς αληθινοί όσοι περισσέψουμε. Όσοι κι αν μείνουμε μαζί, όσοι άνθρωποι κι αν μείνουν μαζί, θα περνάνε όμορφα στο εξής, αληθινά, ξεγυμνωμένοι πια από θεωρίες, ευκολίες και πιστωτικές κάρτες.
Αυτοί που δεν θα το προλάβουμε αυτό, θα είμαστε και αυτοί που θα έχουμε χάσει τον κόσμο και πριν απ’ το πουργατόριο και ύστερα απ’ αυτό. Διπλά χαμένοι, διπλά μόνοι…
…κι αυτό το «διπλά» θα γίνει ―ή έχει κιόλας γίνει― ένα καινούργιο, ολόφρεσκο και μοναδικό «δίπλα».
[ Προσπαθώντας να φτάσω στο τέλος ]
Ούτε που ξέρω γιατί το ’γραψα αυτό το κείμενο. Σχεδόν δεν ξέρω τι είπα και πόση σημασία έχει, είτε για μένα είτε για οποιονδήποτε άλλον. Τη μετά 2010 εποχή θα μπορέσουμε, νομίζω, να την εκτιμήσουμε όταν κουραστούμε να τη φοβόμαστε.
Προς το παρόν, είμαστε μέλη ενός work-in-progress. Όπου κι αν μας πάει, εύχομαι απλώς να είναι ωραία ― τόσο ωραία όσο η επιστροφή μας στα σπίτια εκείνων που δεν χάθηκαν ποτέ από δίπλα μας, διπλά τώρα πια."
Φιλιά,
d_athinakis

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

ΑΤΤΙΚΟΝ - ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, του Γιώργου Βλάχου από το blog "Δεινοθήσαυρος ο φιλομαθής"

"Αστέρια" στον θόλο του "Αττικόν"
Πριν από λίγες μέρες εμπρηστές με νοοτροπία βανδαλικών ορδών, επωφελούμενοι της παλλαϊκής διαδήλωσης, αποπειράθηκαν να κάψουν ολοσχερώς κι ολότελα αναίτια ένα από τα λίγα στολίδια πολιτισμού που έχουν απομείνει να κοσμούν την Αθήνα. Τον κινηματογράφο “Αττικόν” στην οδό Σταδίου.
Ευτυχώς δεν τα κατάφεραν και διπλά ευτυχώς, που δεν υπήρξε ούτε απώλεια ανθρώπινης ζωής από το καταστροφικό τους μένος.
Οι ζημιές θα αποκατασταθούν κι ο κινηματογράφος θα ξαναλειτουργήσει γιατί τούτο επιβάλλεται από πολιτιστική επιταγή.

Το “Αττικόν” δεν είναι μόνο ο πολυτελέστερος κινηματογράφος στην Αθήνα -ο απόλυτος ορισμός του αριστοκρατικού σινεμά- με την ανακτορική πολυτέλεια των χώρων του. Είναι και ο παλαιότερος εν λειτουργία κινηματογράφος της Αθήνας και μετράει σαν κτίσμα σχεδόν έναν αιώνα ζωής. Πριν από το “Αττικόν” είχαν προϋπάρξει κι άλλες κινηματογραφικές αίθουσες, όλες μέσα στην περίμετρο του κέντρου της πόλης, που λέμε σήμερα “ιστορικό κέντρο”.

Η μπουλντόζα της ανοικοδόμησης, όμως, λες και τα μοντέρνα κτίρια κάνουν μια πόλη σύγχρονη, είχε φροντίσει με ανελέητες επιδρομές στις καταστροφικές δεκαετίες του ’60 και του ’70 να τις ισοπεδώσει, προκειμένου να σηκωθούν στη θέση τους κτίσματα που ελάχιστα συνέβαλαν στην αρχιτεκτονική προσωπικότητα της Αθήνας.
Το κτιριακό συγκρότημα μέσα στο οποίο βρίσκεται το “Αττικόν” πρόλαβε να χαρακτηριστεί διατηρητέο και να διασωθεί.

ΕΡΓΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Μεταξύ 1870-1881 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Έρεστ Τσίλλερ αναγέρθηκε σε οικόπεδο στη γωνία Σταδίου και Αγίου Γεωργίου (σήμερα Χρήστου Λαδά) για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Σταματίου Δεκόζη-Βούρου κτιριακό συγκρότημα εκλεκτικιστικού ρυθμού. Κατά το 1900, σύμφωνα με το Αρχείο της Εφορίας Νεοτέρων Μνημείων, στεγάζονταν εκεί το φαρμακείο του Σ. Βαλτή (αναφέρεται ήδη από το 1891), το κουρείο του Λ. Μουσίου και το εμπορικό κατάστημα «ειδών Κίνας» του Π. Γεωργιάδη, ενώ για ένα διάστημα έως το 1914, φιλοξενήθηκε το νεοπαγές Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.
Μέσα στην ίδια χρονιά, το 1914, αποφασίστηκε από την ιδιοκτησία του κτιριακού συγκροτήματος μια κτιριακή προσθήκη στον αθέατο πίσω ακάλυπτο χώρο του κτίσματος, αλλά με είσοδο στην όψη του συγκροτήματος. Η κτιριακή αυτή προσθήκη έμελλε να καλύψει ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία των κινηματογραφικών αιθουσών της Αθήνας, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας γενικότερα.
Το πρόσθετο κτίσμα φέρει αρχικά την υπογραφή του μηχανικού Δ. Χέλμη, που έκανε τη στατική μελέτη, ενώ η ολοκλήρωση του έργου υπογράφεται από τον μεγάλο Έλληνα αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Αλέξανδρο Νικολούδη.
Ο Νικολούδης ασχολήθηκε κυρίως με την εσωτερική διαρρύθμιση και διακόσμηση του κτίσματος, που έμελλε να λειτουργήσει σαν θέατρο. Του έδωσε ρυθμό νεομπαρόκ, που ήταν της μόδας στην δυτικοευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία του κινηματοθέατρου “Αττικόν”, ενός από τους πιο όμορφους και πιο αριστοκρατικούς κινηματογράφους στην Ευρώπη του μεσοπολέμου.

Στους χώρους υποδοχής και στην αίθουσα του συγκεντρωνόταν η ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας κάθε φορά που δινόταν στον κινηματογράφο κάποια επίσημη πρεμιέρα. Και δεν ήταν λίγες τέτοιες πρεμιέρες όπου στρωνόταν το κόκκινο χαλί για τους προσκεκλημένους. Κάποιες από αυτές τις κοσμικές πρεμιέρες ήταν και παγκόσμιες!
Η παρουσία του βασι-
λιά και του διαδόχου
σε κάποια πρεμιέρα
ήταν μιας πρώτης τά-
ξεως διαφήμιση για
το κύρος του κινημα-
τογράφου.
«…Διαθέτει αίθουσαν κομψήν και θερμασμένην με καλοριφέρ,. Δικαίως δε, χαρακτηρίζεται ως κέντρον του άνθους της αθηναϊκής κοινωνίας, του διπλωματικού σώματος, της Αυλής, κέντρον του καλλιτεχνικού κόσμου…» (“Χρόνος” 10 Μαΐου 1912, αλλά είναι φανερό, λόγω χρονολογίας, ότι το ρεπορτάζ δεν αναφερόταν στο γνωστό μας “Αττικόν”, αλλά περί αυτού γράφουμε λίγο πιο κάτω).
Αρχικά, από το 1916 λειτούργησε σαν θέατρο και από το 1918 μετατράπηκε σε κινηματογραφική αίθουσα, αν και αρκετές φορές στα επόμενα χρόνια ανέβηκαν στη σκηνή του και μουσικές παραστάσεις.

Η ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του το “Αττικόν” είχε 750 θέσεις στην πλατεία, 200 στα πλευρικά θεωρεία της πλατείας, άλλες 200 στα υπερυψωμένα και 200 στον εξώστη. Σήμερα διαθέτει συνολικά 800 θέσεις.
Επισημαίνει ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης: «Το “Αττικόν” ήταν πάντα ο μεγάλος αθηναϊκός κινηματογράφος. Η ίδια του η κατασκευή σε προδιαθέτει για αυτό. Μεγάλες πρεμιέρες και κινηματογραφικά γεγονότα γράφτηκαν στην αίθουσά του. Το 1961, έξω από το “Αττικόν” ένα άγημα Ναυτικού περίμενε την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην πρεμιέρα της ταινίας “Η Αλίκη στο Ναυτικό”, ενώ ο κόσμος γύρω παραληρούσε…» (“Στο τέλος μιλάει το πανί”, Εκδόσεις ΑΜΜΟΣ, 1997). Στο σημείο αυτό, ας επιτραπεί στον “Dino”, μ’ όλο που δεν δηλώνει ιστορικός του ελληνικού κινηματογράφου, να ισχυριστεί (για πολλούς λόγους που συνηγορούν στον ισχυρισμό του) ότι είναι δύσκολο έως απίθανο η πρεμιέρα της ταινίας αυτής να δόθηκε στο “Αττικόν” και μάλιστα με τις παράτες ενός ναυτικού αγήματος. Φυσικά σαν “φιλομαθής”, που λέει πως είναι, θα επιθυμούσε σφόδρα να μάθει αν έχει λάθος πληροφόρηση. Ήταν τόσο μικρός τότε, για να έχει ιδίαν άποψη του γεγονότος!
Μια μικρή ιστορική παρένθεση, άγνωστη ίσως στους περισσότερους: Το “Αττικόν” προϋπήρχε της δημιουργίας του!
Απέναντι, από τον σημερινό κινηματογράφο, στον αριθμό 26 (αναφέρεται και ως 20 ή 18) της οδού Σταδίου υπήρχε ένας άλλος μικρός κινηματογράφος-κομψοτέχνημα όπου σύχναζε η υψηλή κοινωνία της Αθήνας με την ονομασία “Αττικόν”, που λειτούργησε από το 1911 έως το 1918, οπόταν μεταφέρθηκε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, δηλαδή στη σημερινή του θέση, Σταδίου 19. Επρόκειτο για ένα καλοκαιρινό θέατρο, το θέατρο “Τσόχα” που είχε αναγερθεί το 1893 και το 1911, ενώ είχε απομείνει ερείπιο αγοράστηκε από ομάδα επιχειρηματιών που το ανακαίνισε και το λειτούργησε ως θερινό μεν, αλλά με δυνατότητα να στεγάζεται τον χειμώνα και ως εκ τούτου να θεωρείται αίθουσα. Την πληροφορία την αντλήσαμε από την πολύ κατατοπιστική και λεπτομερή μελέτη του Χαρίλαου Πατέρα “Οι κινηματογράφοι της Αθήνας 1896-2006” έκδοση του περιοδικού “Συλλογές” (2006).

Η προβολή της ταινίας "Ουδέν
νεότερον από το Δυτικό Μέτω-
πο" (1930) υπήρξε αιτία ταραχών
από ακροδεξιά στοιχεία.

Ήταν ακόμα η εποχή του βωβού κινηματογράφου και από το πανί της οθόνης του παρέλασαν όλες οι μεγάλες ντίβες του παγκόσμιου κινηματογράφου σε πρεμιέρες χολλυγουντιανής λαμπρότητας, μεγάλα κοσμικά γεγονότα για την μικρή ακόμα, τότε, Αθήνα της “Μπελ Επόκ”.
Το 1929 την εκμετάλλευση της αίθουσας την αναλαμβάνει η κινηματογραφική δυναστεία των αδελφών Σκούρα εκ των οποίων ο Σπύρος στις ΗΠΑ είναι από τα κορυφαία στελέχη της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας 20th Century Fox (1942-1962, τον “έφαγε” η παταγώδης οικονομική αποτυχία της “Κλεοπάτρας”).
Την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1929, με πρεμιέρα που δίνεται στις 22 Οκτωβρίου, το “Αττικόν”, προβάλλει πρώτο πριν από κάθε άλλον ελληνικό κινηματογράφο ομιλούσα ταινία.
Είναι το “Fox Movietone Follies” του Ντέηβιντ Μπάτλερ. «…ένα πρόγραμμα εγκυκλοπαιδικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος που το αποτελούσαν επίκαιρα και μία επιθεώρησι του Νέου Κόσμου, η περίφημος “Φοξ Φόλλις”…» (Φρίξος Ηλιάδης, “Ο Ελληνικός Κινηματογράφος 1906-1960, έκδοση του περιοδικού “Φαντασία και Αίσθημα”, σελ. 31).

Η πρώτη οθόνη του "Αττικόν" που επέζησε των ανακαινίσεων της αίθουσας
έως στις αρχές της δεκαετίας του '50 όταν χρειάστηκε να διαμορφωθεί κατάλ-
λα΄, ώστε να μπορεί να προβάλλει cinemascope ταινίες.

Για να φτάσει σε αυτό το προκείμενο, δηλαδή στο να είναι εφάμιλλη των πολυτελών αιθουσών της Ευρώπης και με ανταγωνιστικές τεχνικές προδιαγραφές, η νέα ιδιοκτησία του “Αττικόν” προέβη σε πολλές ριζικές ανακαινίσεις στο εσωτερικό ώστε να «…είναι ίσως ένα από τα ολίγα καλά κινηματοθέατρα της Ευρώπης. Μία αίθουσα ευρύχωρος, η εντός της οποίας κυκλοφορία είναι κάτι περισσότερον και από άνετος με διαδρόμους και εξόδους ευρείς, πολλούς, σπάνια και εις την Ευρώπην, την οποίαν έχομεν εις το κάθε τι ως υπόδειγμα. Η τάξις με την οποίαν τα πάντα είναι διαρρυθμισμένα, είναι υποδειγματική. Πολυτέλεια, καθαριότης, άνεσις, ασφάλεια είναι όλα ζηλευτά…» (“Κινηματογραφικός Αστήρ” 17/11/1929).
Η ίδια (;) κινηματογραφική επιθεώρηση στο πανηγυρικό τεύχος του 1960 επαναλαμβάνει περίπου τα ίδια. «…Η ωραιοτέρα αίθουσα κινηματοθεάτρου. Από της εισόδου μέχρις της αιθούσης ο θεατής αισθάνεται ότι θα ψυχαγωγηθή. Καθίσματα καινουργή, πολυτελή, αναπαυτικά. Ακουστική θαυμασία, προβολή επί ευρυτάτης οθόνης πλάτους 14 μέτρων, αρτία…»
Στη δεκαετία του ’30 το υπόγειο του κτιρίου διαμορφώνεται σε κινηματογράφο κι αυτό και ονομάζεται “Απόλλων”.
Στην Κατοχή και οι δυο κινηματογράφοι επιτάσσονται από τους Γερμανούς και λειτουργούν αποκλειστικά σαν κινηματογραφικές αίθουσες για την ψυχαγωγία των κατακτητών. “Σολντάτεν Κίνο Βικτόρια” μετονομάζεται το “Αττικόν” και “Σολντάτεν Κίνο Απόλλο” ο “Απόλλων”. Μετά την Απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 στο “Αττικόν” επανέρχεται το όνομα του και επαναλειτουργεί αμέσως. Ο “Απόλλων” μετατρέπεται σε αποθηκευτικό χώρο, όπου φυλασσόταν μέρος των Αρχείων του Κράτους για τα επόμενα σχεδόν 20 χρόνια.
Μια ακόμα πρωτιά κερδίζει το “Αττικόν” στην κινηματογραφική σεζόν 1953-54. Είναι και πάλι η πρώτη ελληνική αίθουσα που προβάλλει ταινία με σύστημα “Σινεμασκόπ”. Ένα σύστημα προβολής σε ευρεία οθόνη κι ελαφρώς κοίλη, όπου δίνει στον θεατή την αίσθηση του βάθους πεδίου. Πρόκειται για τον “ Χιτώνα”, την πρώτη ταινία γυρισμένη σε σινεμασκόπ.


Όντας, δε, το φιλμ παραγωγή της Fox, οι αδελφοί Σκούρα κράτησαν την αποκλειστικότητα της πρωτιάς επί ελληνικού εδάφους για τη ναυαρχίδα των κινηματογραφικών αιθουσών των οποίων είχαν τη διανομή.

Η γερμανική διαφημιστική αφίσα της ταινίας δείχνει με παραστατικό γραφισμό την προβολή της ταινίας πάνω σε επιμήκη κοίλη οθόνη, όπου δημιουργείται η ψευδαίσθηση του βάθους πεδίου στον θεατή. Στο "Αττικόν" η οθόνη ανακατασκευάστηκε προκειμένου να προβάλλονται σε αυτή ταινίες σινεμασκόπ χωρίς τις μαύρες λωρίδες από πάνω και από κάτω της εικόνας,

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 επαναλειτουργεί και ο “Απόλλων” με διαφορετική αισθητική αντίληψη στη διακόσμησή του ακολουθώντας τα ρεύματα της εποχής επιδιώκοντας να κρατήσει στην κινηματογραφική πιάτσα του κέντρου τις νεότερες γενιές οι οποίες έδειχναν μια προτίμηση στους καινούργιους κινηματογράφους, που άνοιγαν σαν τα μανιτάρια στην περιφέρεια της Αθήνας με ποιοτικές παροχές αιθουσών α’ προβολής και αισθητική διακόσμησης “sixties style ”. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας ο “Απόλλων” εγκαθιστά ένα πρωτοποριακό ηχητικό σύστημα τεσσάρων μεγαφώνων το TOD-A-O 70mm, που βελτίωνε τον απλό στερεοφωνικό ήχο. Δεν ακολουθήθηκε από άλλους κινηματογράφους μιας και το σύστημα Dolby Surround και το τελευταία το digital virtual surround το υπερκέρασαν.
Το 1982 το “Αττικόν” ανακαινίστηκε ριζικά, όπου άλλαξε και ο πολυέλαιος στο ταβάνι του, το σήμα κατατεθέν της αίθουσας. Η παρακμή των κινηματογραφικών αιθουσών από την εισβολή της τηλεόρασης και των επερχομένων βιντεοκλάμπ, επέβαλε την στρατηγική της αντεπίθεσης.
Η κινηματογραφική βιομηχανία πρόσθετε νέα όπλα στο τεχνολογικό της οπλοστάσιο, όλο και πιο εντυπωσιακά, ενώ παράλληλα η θεματολογία της καλούνταν να τα αξιοποιήσει με ταινίες, που μόνο σε μια κινηματογραφική αίθουσα θα μπορούσαν να προσφέρουν το μέγιστο της απόλαυσης. Για τούτο και οι κινηματογραφικές αίθουσες από τη μια μεριά θα έπρεπε να είναι έτοιμες να προβάλουν αυτές τις ταινίες και από την άλλη να προσφέρουν και τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση στον θεατή να τις παρακολουθήσει, σαν από τον καναπέ του.
Η ανακαίνιση του “Αττικόν” πήγε ακόμα παραπέρα: να συντηρήσει στην αίσθηση του κοινού, που θα φιλοξενούσε, την ιεροτελεστία της εξόδου του προκειμένου να παρακολουθήσει μια κινηματογραφική ταινία, όπως τα παλιά, τα προπολεμικά χρόνια, όταν η έξοδος για σινεμά ήταν το γεγονός της εβδομάδας. Ο δε διάκοσμος της εισόδου, του φουαγιέ και της αίθουσας, πράγματι προδιέθεταν για μια τέτοια ιεροτελεστία.
Και κάτι ακόμα.

ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ: ΜΙΑ ΥΠΑΙΘΡΙΑ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
Μέσα στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όπου η κινηματογραφική ψυχαγωγία είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στην κινηματογραφική πιάτσα της Σταδίου, οι κινηματογράφοι του δρόμου το “Αττικόν” και ο “Απόλλων”, απέναντί τους ο “Έσπερος”, λίγο πιο κάτω το “Άστορ”, ο “Ορφέας” μετά την πλατεία Κλαυθμώνος και λιγότερο το υπόγειο σινεμά “Άστυ” με κύρια είσοδο από την Κοραή, υπήρξαν μια χάρμα οφθαλμών υπαίθρια πινακοθήκη εντυπωσιακών κινηματογραφικών γιγαντοαφισών, που κάθε Δευτέρα άλλαζαν με καινούργιες.
Πραγματικά χαρούμενες πολύχρωμες γιγάντιες πινελιές στο δρόμο με τα σκουρόχρωμα παλιά κτίρια, πανέμορφα, ωστόσο κι αυτά. Και στο “ντεκόρ”, όπως λεγόταν στη γλώσσα της καλλιτεχνικής πιάτσας, το “Αττικόν” αν και δεν υπήρξε πρωτοπόρο, συντήρησε μέσα σε αυτές τις δυο δεκαετίες κατά τον πιο δυναμικό τρόπο την παράδοση που είχε αρχίσει να δημιουργείται από τη δεκαετία του ’30 στις γιγαντοαφίσες της εισόδου των κινηματογράφων με γιγαντιαία ντεκόρ που κάλυπταν όλο το πλάτος της πρόσοψης, ενώ όχι λίγες φορές οι ντεκουπαρισμένες φιγούρες του ντεκόρ άγγιζαν το πεζοδρόμιο.

Το εργαστήρι που φτιάχνονταν οι γιγαντοαφίσες, τα ντεκόρ, βρισκόταν ακριβώς πίσω από το σινεμά. Σε μια μικρή αυλή στον ακάλυπτο χώρο που είχε απομείνει και στο ημιυπόγειο. Εκεί τελάρωναν τα χαρτιά, τα ζωγράφιζαν, τα χρωμάτιζαν και μεσάνυχτα της Κυριακής τα έστηναν στην πρόσοψη του “Αττικόν” και του “Απόλλωνα”. Ήταν το εργαστήρι του Γιώργου Βακιρτζή, του κορυφαίου κατά κοινή ομολογία ζωγράφου στο χώρο της γιγαντοαφίσας και του Μεμά Τουλιάτου, που μετά την αποχώρηση του Βακιρτζή απόμενε μόνος του με κάνα δυο βοηθούς να συνεχίζει για μερικά ακόμα χρόνια.
Ύστερα ήρθαν τα ψηφιακά πλότερ που αντικατέστησαν την τέχνη και το μεράκι των μαστόρων…
Κλείσανε ή άλλαξαν χρήση και τα πιο πολλά σινεμά που χρηματοδοτούσαν αυτήν την “Τέχνη δρόμου”, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία στην οποία σύντομα θα επανέλθουμε.

Κείμενο:
Γιώργος Βλάχος

Φωτογραφικό υλικό:
Ο Κινηματογράφος στην Ελλάδα, Δανιήλ Ορφανουδάκης, 1998
Στα παλιά τα σινεμά, Νίκος Θεοδoσίου, 2000
Η ζωγραφική στο δρόμο, Γιγαντοαφίσες του Γιώργου Βακιρτζή, Γκαλερί Νέες Μορφές, 1993
Γιγαντοαφίσες Κινηματογράφου του Γιώργου Βακιρτζή (χωρίς στοιχεία έκδοσης, πιθανώς τέλη δεκαετίας '60)
Κινηματογράφοι της Αθήνας, Χαρίλαος Πατέρας 2006
Ρεπορταζιακή φωτογραφία του εμπρησμού του "Αττικόν" από αρχείο εικόνων google
Αρχείο Γ. Βλάχου

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

"ανεμώλια" . Ισίδωρος Ζουργός.

Η μούσα - εισηγήτρια του πέταξε λέξεις, του πέταξε ποιήματα, τραγούδια, του θύμισε που τα 'λεγε ο προ- προ- προπάππους του πριν από δυο χιλιάδες οχτακόσια τόσα χρόνια και για να τον δελεάσει και να τα πιάσει γερά, να μην του παραπέσουν, του έταξε ένα μαγικό ταξίδι.

Στην αρχή τσίνησε, αδύνατον αποφάνθηκε, δεν επαναλαμβάνονται αυτά, ένας ήταν ο ποιητής, ο αρχαιότερος, ο σπουδαιότερος παγκοσμίως... όμως εκείνη, η μούσα δηλαδή, δεν το 'βαλε κάτω του φύσηξε κατά πρόσωπο τρεις λέξεις που τον τύλιξαν ως δια μαγείας και αποφάσισε ένα ταξίδι μπρος και πίσω της ζωής της δικής του κι αυτών που την μοιράστηκαν μαζί του.

Η μια απ' αυτές τις λέξεις, που πάντα κανείς πέφτει στην παγίδα της, όπως η συμφωνία του σατανά με τον Φάουστ, είναι: τα Νιάτα. Οι άλλες είναι: η Φιλία και η Ελευθερία.

Και το ταξίδι μιας σημερινής οδύσσειας αρχίζει.

Όμως πριν σας διηγηθώ τι και πώς του ταξιδιού θα απευθυνθώ σε σας γυναίκες κακολογώντας τους σκασιάρχες, παντρεμένους ήρωες της μυθιστορίας του συγγραφέα.

Άραγε πόσες από σας θα άφηναν ένα μικρό, ανάπηρο παιδάκι που λατρεύει τους γονείς και ιδιαίτερα τη μαμά του, που συνηθίζει να το πηγαίνει (με το αναπηρικό του καροτσάκι) περίπατο στις ακρογιαλιές, για να κάνει σκασιαρχείο (λες και είναι μαθήτρια λυκείου) από το σπιτικό της για να βρει ελευθερία, έρωτα, νιάτα και ό,τι άλλο καλό ή κακό ήθελε προκύψει, αρμενίζοντας στο Αιγαίο; Και το καλύτερο; Στο τέλος του ταξιδιού μετά από πάθη και λάθη να επιστρέφει στο σπιτικό της και ο άντρας να την δέχεται με αγάπη!

Κάπως έτσι έχει η ιστορία, αν την πάρεις με χιούμορ.

Όμως εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς. Τα διαβάζεις και μπαίνεις μέσα στη ζωή των αντρών ταξιδεύεις και συ μπρος - πίσω μαζί τους. Λες ότι τους ξέρεις και δεν ξέρεις την τύφλα σου, γιατί όχι μόνο δεν τους επικρίνεις, αλλά τους αφουγκράζεσαι, τους μυρίζεις, πίνεις μαζί τους, χαίρεσαι, φλερτάρεις, ερωτεύεσαι, φοβάσαι, πονάς, κλαις, πενθείς και τέλος τους αγαπάς. Γιατί και συ είσαι μέσα σ' αυτούς, γιατί και συ ασφυκτιάς μέσα στην καθημερινότητά σου, γιατί και συ θέλεις να ξομολογηθείς μπροστά στην άγια φιλία και να εξιλεωθείς.

Για όλα αυτά φταιει η πένα του συγγραφέα, η πλούσια γλώσσα του, οι στοχασμοί, τα συναισθήματα, η κάθε λέξη!.

Ο συγγραφέας χωρίζει το πόνημά του σε 24 κεφάλαια - ραψωδίες από το Α μέχρι το Ω, όπως των ομηρικών επών. Μέσα στο κείμενο θα βρεις πολλές λέξεις ομηρικές, όπως ο τίτλος του βιβλίου "ανεμώλια" δηλαδή: λόγια του αέρα, κούφια λόγια, "νέκυς" που σημαίνει: νεκρός κ.α..

Λοιπόν, το ιστιοφόρο με την επωνυμια "Θερσίτης", που θυμίζει ασκήμια γιατί ο Θερσίτης ήταν από τους πιο άσχημους και αισχρούς των Ελλήνων που εκστρατεύσανε στην Τροία, ταξιδεύει τον αφηγητή μας Νίκο Χαλκίνη, 47άρη, καθηγητής στο επάγγελμα, με τους τέσσερις επιστήθιους, από τα θρανία, φίλους του. 1) τον Δημήτρη, το παρατσούκλι του Μυκηναίος , γερό ποτήρι ο εν λόγω κύριος, επιχειρηματίας στο επάγγελμα, 2) τον Χρήστο, αδελφό του Δημήτρη, γιατρός στο επάγγελμα, 3) τον Νικηφόρο καθηγητής στο επάγγελμα, ο διανοούμενος της παρέας, μια και από τα μικράτα του "ήταν βιδωμένος στον πίνακα" και καλώς το παρατσούκλι του "γέρος" και 4) ο Στάθης, επάγγελμα; ό,τι τύχει.. προσώρας πορτιέρης σε μπαρ και μπρατσωμένος (του έχουν τατουάρει ένα κόσμο ολόκληρο σ' όλη την πλάτη) και νταής , άμα λάχει.

Σκασιαρχείο από την καθημερινότητα, τον πόνο, την πλήξη, την κενότητα, σαλπάροντας με το ιστιοφόρο του Δημήτρη Μυκηναίου στο Αιγαίο. Ένα ταξίδι χωρίς περιορισμό. ένα ταξίδι πίσω στα παιδικάτα, ένα ταξίδι πίσω στην εφηβεία, στην ανεμελιά, στις πλάκες, στον έρωτα..ένα ταξίδι μπρος για όλα αυτά...

όμως τελικά θα σταματήσουν στη Λέσβο να κλέψουν την παντρεμένη, ωραία Ελένη, πρώην ερωμένη του φίλου Χρήστου, που ακόμα είναι ερωτευμένος σφόδρα..

Θα γυρίσουν; Ναι θα γυρίσουν χωρίς την Ελένη, η αλήθεια είναι ότι είναι βολεμένη στον πλούσιο γάμο της.

Τι τίμημα θα πληρώσουν για ένα ταξίδι χωρίς σεβασμό στα ιερά και όσια; τι θα θυσιάσουν στη Θεά Αθηνά για να την εξευμενίσουν; Μα τι άλλο από έναν θάνατο, πεθαίνει ο "άναξ των ανδρών", πεθαίνει ο καπετάνιος Δημήτρης Μυκηναίος.

Οι φίλοι - εταίροι, όπως τους θέλει ο συγγραφέας επιστρέφουν. Ο Οδυσσσέας - Νίκος Χαλκίνης μένει ψάχνει και ψάχνεται, τον παρασέρνει ένας έρωτας με την Καλυψώ.
Στη ζωή τώρα έχει έναν έρωτα που τον έχει στιγματίσει• δεν είναι αντρίκειο να ερωτεύεσαι, να συνευρίσκεσαι με τη γυναίκα του επιστήθιου φίλου σου.

Όλα ανώφελα, λόγια κενά, ασήμαντα, λόγια του αέρα "ανεμώλια", ένα ανώφελο ταξίδι. Επιστροφή στην Ιθάκη, στο σπίτι, στην οικογένεια.

"Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γελασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν."