Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Η Γραμμή Σκιάς, του Τζόζεφ Κόνραντ



                          Η Γραμμή Σκιάς
                   του Πολωνού συγγραφέα Τζόζεφ Κόνραντ (το πραγματικό του όνομα      
                    ήταν Τέοντορ Κόνραντ Ναλέτζ Κορτσενιόφσκι (1857-1924)
                          (εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)

έργα του: Καρδιά του σκότους,
               Έρημη Χώρα,
               Ο νέγρος του Νάρκισσου,
               Λόρδος Τζιμ,   κ.α.

            « Η Γραμμή Σκιάς», ένα από τα σημαντικά έργα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα, είναι ένα κλασσικό έργο, που αξίζει να διαβάζεται ξανά και ξανά.  Αλληγορεί ο συγγραφέας ιστορώντας ταξίδια που έκανε ο ίδιος, ως ναυτικός, και παραβάλει το πραγματικό με το φανταστικό δίνοντας έμφαση στο νοούμενο, που δεν είναι άλλο παρά το σθένος,  η πάλη (αν θέλετε) του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όριά του, μαχόμενος οποιαδήποτε κατάρα θανάτου και καταστροφής, ώστε να πλησιάσει την τρανότητά του, που δεν είναι άλλη από ταπεινοσύνη και αξιοπρέπεια που οφείλει στην ίδια τη ζωή.
            Ένα ταξίδι μια μέρας σχεδόν, αρκεί όσο μια μακρόβια ζωή για να παλέψει κανείς τη νέκρα (το τίποτα) της επιπολαιότητας, της έπαρσης του αφεντάτου, της μικροσύνης.
            Αυτό το ταξίδι μας ιστορεί ο αφηγητής, που παρότι πετυχημένος υποπλοίαρχος δηλώνει παραίτηση, έτσι χωρίς λόγο, ίσως γιατί είναι πολύ νέος («εύθραυστη αυτάρκεια της νιότης») και θέλει κάτι ανώτερο, μπορεί να μη ζητάει τίποτα άλλο, παρά αμεριμνησία.. μέχρι που του δίνεται μια θέση που του αξίζει, εκείνη του πλοιάρχου, δηλαδή το πρώτο του «καπετανίκι» σ’ αυτή την τόσο νεαρή ηλικία...
            Όμως ο καπετάνιος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μάγια και κατάρες του πρώην καπετάνιου, που αντικατέστησε, διότι πέθανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και τον «έθαψαν» στη θάλασσα. Κατά τα λεγόμενα, λοιπόν, του γραμματικού ο αδυσώπητος αυτός πρώην καπετάνιος, εκείνο που δαιμονίζονταν ήταν να βουλιάξει το καράβι αύτανδρο στον πάτο της θάλασσας.
            Έτσι το πρώτο «καπετανίκι» του ήρωά μας ξεκίνησε με εμπόδια όχι μόνο τις προκαταλήψεις, όπως τις χαρακτήριζε, στην αρχή βέβαια, γιατί μετά όταν η θάλασσα έμεινε ακίνητη, τελματωμένη, νεκρή, όταν ουρανός, θάλασσα, άνθρωποι, πλοίο χάνονταν σε βαθύ σκοτάδι, που δεν μπορούσε ο ένας να δει τον άλλον... τότε έπρεπε να ξεπεράσει όχι μόνο το ανάθεμα του δαιμονισμένου πρώην καπετάνιου, αλλά και  τα όρια του εαυτού του, αφού και το τσούρμο του υπέφερε βαριά από πανώλη.
            Στο έργο απλοί άνθρωποι γίνονται μεγάλοι, γίνονται ηρωικοί σε κρίσιμες στιγμές, όπως όταν υπερασπίζονται τη ζωή έναντι  των πελώριων δυνάμεων του κόσμου.

(σελ. 21)  Όχι, έχω τόση απαρασάλευτη συνείδηση του θαυμαστού, που δεν θα μπορούσε ποτέ να με γοητεύσει το αμιγώς υπερφυσικό, το οποίο (μπορείτε να το πάρετε όπως θέλετε) δεν είναι παρά ένα μηχανευμένο προϊόν, μια επινόηση μυαλών ελάχιστα ευαίσθητων στις μύχιες εκείνες λεπτότητες της σχέσης μας με τ’ αναρίθμητα πλήθη των νεκρών και των ζώντων  μια βεβήλωση των πιο τρυφερών μας αναμνήσεων  μια ύβρις στην αξιοπρέπειά μας.
(σελ. 27) Κλείνει κανείς πίσω τη μικρή θύρα της παιδικότητας - και μπαίνει σ’ έναν μαγεμένο κήπο. Ακόμη και οι σκιές του φέγγουν με υποσχέσεις. Κάθε καμπή στο μονοπάτι έχει και τη σαγήνη του. Κι όχι γιατί πρόκειται για παρθένα χώρα. Το ξέρεις καλά, όλη η ανθρωπότητα έχει κυλήσει από εκεί τα νερά της. Πρόκειται για τη γοητεία της καθολικής εμπειρίας από την οποία προσδοκάς μια σπάνια ή προσωπική ευθύνη – κάτι, έστω και τοσοδά καταδικό σου.
(σελ. 84) Ο δρόμος θα ήταν μακρύς. Όλοι οι δρόμοι που οδηγούν εκεί που λαχταρά η καρδιά μας είναι μακριοί.

Σημείωση: Διαβάζω τώρα το «Λόρδος Τζιμ», επίσης του Τζ. Κόνραντ και το απολαμβάνω!

Δεν υπάρχουν σχόλια: