Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Ἀρ­χαῖ­οι ἄν­θρω­ποι τῆς Ἀ­να­το­λῆς- του Φώτη Κόντογλου



 (μεταφέρθηκε από το περιοδικό Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι)

                    ρ­χα­οι ν­θρω­ποι τς ­να­το­λς
                                 του Φώτη Κόντογλου
ΠΡΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ­κό­μα μπο­ρο­σες ν βρες ­κε μέ­σα ­π κεί­νη τ γε­νε­ τν ρ­χαί­ων ν­θρώ­πων, πο δν ­πάρ­χου­νε σ λ­λα μέ­ρη, σν κι α­τος πο δι­α­βά­ζου­με στς ­στο­ρί­ες τν πα­λαι­ν λ­λή­νων, κα πο τς συν­ται­ρι­ά­ξα­νε γε­ρο-­μη­ρος, ­σί­ο­δος, ­ρό­δο­τος, Θεό­κρι­τος, κα­θς κα στν Πα­λαι­ Δι­α­θή­κη. ­τα­νε ρ­χα­οι λ­λη­νες μα­ζ κι ­να­το­λί­τες χρι­στια­νοί, πρά­οι κι ­θ­οι ν­θρω­ποι. Σ ν τος ­πό­κλει­σε φύ­ση σ κε­νο τ βλο­γη­μέ­νο στε­νο­θά­λασ­σο, κι ­πο­μεί­να­νε ­πως βρε­θή­κα­νε πρν ­π χι­λιά­δες χρό­νια, ­διοι κι ­πα­ράλ­λα­χτοι, ­π τό­τες πο ­τα­νε ε­δω­λο­λά­τρες κα πι­στεύ­α­νε στ ξύ­λα, στ’ ­στρα κα στ δέν­τρα.
       Μ τ πα­ρά­δο­ξο ε­ναι πς δν ­τα­νε ­γριοι, πο­νη­ρο κα μο­βό­ροι, μα­χαι­ρο­βγάλ­τες κι ­κοι­νώ­νη­τοι. Σν παι­δι ­γα­πού­σα­νε τς ­στο­ρί­ες, ­λα τα πι­στεύ­α­νε, κα­λο­σύ­νη ε­χα­νε στν καρ­διά τους. Βα­στού­σα­νε στ χω­ρι σπί­τια μ’ ­λη τν τά­ξη. Κλέ­φτες δν ­τα­νε, ψέ­μα­τα δ λέ­γα­νε, τ δου­λει τν ­γα­πού­σα­νε, τν ξέ­νο σν ­δερ­φό τους τν ε­χα­νε. Κα το­το, ­πει­δ ζού­σα­νε μ με­γά­λη ­πλό­τη­τα κ’ ­τα­νε φχα­ρι­στη­μέ­νοι μ λί­γα πρά­μα­τα, κα δ χρει­α­ζόν­τα­νε μη­δ τ ψέ­μα, μη­δ τν κλε­ψιά, μη­δ τ σκο­τω­μό, γι ν πλη­θύ­νου­νε τν κα­λο­πέ­ρα­σή τους. Τν πεί­να ­μως δν τν ξέ­ρα­νε, για­τί με­γά­λη στε­ριά, πο τος γέν­νη­σε, δν ­φη­νε κα­νέ­να νη­στι­κν κα πα­ρα­πο­νε­μέ­νον, βλο­γη­μέ­νη ­να­το­λή, πο βγά­ζει πο­λ κα γλυ­κ ψω­μί, κα κά­θε λο­γς πρά­μα, μέ­λι, γά­λα, λά­δι κι ,τι λ­λο χρει­ά­ζε­ται γι ζω­ο­θρο­φί­α το ν­θρώ­που, δί­χως μά­ται­α πρά­μα­τα. ­πως γς ­θρε­φε κά­θε λο­γς προ­κομ­μέ­νο δέν­τρο, θά­λασ­σα ­θρε­φε ψά­ρια πού ‘­χα­νε τν ­δι­αί­τε­ρη νο­στι­μά­δα π­χει κά­θε τ πο βγά­ζει κεί­νη βλο­γη­μέ­νη πλά­ση, ­γρια κα ­με­ρα.
       λ­λ κ’ ο ν­θρω­ποι δν ­τα­νε πλε­ο­νέ­χτες, πλού­σιος ­δι­νε στν πι φτω­χό, κι φτω­χς πά­λε δν ­θε­λε σώ­νει κα κα­λ ν’ ­νε­βε ­πά­νου ­π τν λ­λον, δ λί­μα­ζε, δν τν ­τρω­γε ζη­λο­φθο­νί­α, ο­τε νος του ­τα­νε ­λο στ κέρ­δος, μό­νο πέρ­να­γε ζω­ή τους μ ε­ρή­νη βα­θιά, κι Θε­ς τος βλο­γο­σε ­π πά­νου.
       Φαί­νε­ται πς τέ­τοι­οι πρω­τι­νο ν­θρω­ποι ­πήρ­χα­νε πάν­τα ­δ στν ­να­το­λή· κα τό­τες πο λ­λα­ξε θρη­σκεί­α κα γι­νή­κα­νε χρι­στια­νοί, ­πο­μεί­να­νε ο ­διοι, για­τί και­νούρ­για θρη­σκεί­α ­τα­νε ποι­η­τι­κ κα ­πλ σν τν πα­λι βά­λε κα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Το­τοι βα­στού­σα­νε ­π ν­θρώ­πους πο ζή­σα­νε κα κε­νοι κρυ­φ ­π τν Θε­ό, τν και­ρ πο κυ­βερ­νού­σα­νε τν κό­σμο ο Ρω­μα­οι. ­στε­ρα, σ γί­νη­κε χρι­στι­α­νι­κ βα­σί­λει­ο Κω­σταν­τι­νού­πο­λη, κα τ μέ­ρη το­τα ­τα­νε ­λό­τε­λα ξε­χα­σμέ­να κι ­πό­με­ρα, κα δν πή­γαι­νε πο­τς ν­θρω­πος ­π λ­λη χώ­ρα ­κε πέ­ρα, γι­νή­κα­νε πι ­πλοί, ν­τ ν ξυ­πνή­σου­νε κα ν πο­νη­ρέ­ψου­νε. Σ λ­λα μέ­ρη χα­λο­σε κό­σμος ­π τος πο­λέ­μους, ­μέ­τρη­τοι ν­θρω­ποι σφα­ζόν­τα­νε στ τέσ­σε­ρα πέ­ρα­τα τς σφαί­ρας, ­δ ­μως βα­σί­λευ­ε ε­ρή­νη.
       Γι το­το ν­θρω­πος, μα­κρι ­π τς ­κα­τα­στα­σί­ες, «ζ­ον ε­δαι­μον ­γέ­νε­το», ­πως λέ­γει ­νας ρ­χα­ος λ­λη­νας, δη­λα­δ ­ζο­σε σν κα­νέ­να ε­τυ­χι­σμέ­νο ζ στν γ­κα­λι τς φύ­σης, πο τν γλυ­κο­να­νού­ρι­ζε. Σ νά ‘­βγαι­νε ­π τ γς κα πά­λε ν γύ­ρι­ζε στ γς, δί­χως θλί­ψη, δί­χως ν γευ­τε θά­να­το, ­πως τ κε­ρα­μί­δι πο κά­νει κε­ρα­μι­δά­ρης ­π τ χ­μα, σ γε­ρά­σει, λι­ώ­νει σι­γ-σι­γ κα τ γλεί­φει τ κύ­μα στν ­κρο­για­λι κα γυ­ρί­ζει πά­λε ­συ­χα στ γς. Σν τ α­γ π’ ­φή­νει τ γι­α­λο­πού­λι ­πά­νου στν μ­μο, κον­τ στν ρ­μυ­ρή­θρα, ­τσι ­τα­νε κε­νοι ο ν­θρω­ποι.
        ο­ρα­νς στε­κό­τα­νε ­δια κα­μά­ρα ­π πά­νου τους, γύ­ρι­ζε μ τν ­λιο, μ τ φεγ­γά­ρι κα μ τ’ ­στρα, κα­θς κι γύ­ρος το χρό­νου με­ταλ­λά­ζουν­ταν ­π μέ­ρα σ νύ­χτα κι ­π κα­λο­καί­ρι σ χει­μώ­να, κι ­λα το­τα τ ζού­σα­νε στν κά­θε στιγ­μή, ­ν ­μες ο ν­θρω­ποι τς πο­λι­τεί­ας δν προ­φταί­νου­με ν τ κοι­τά­ξου­με, για­τί ζο­με μα­κρι κα σν ­ξω ­π τν πλά­ση, φορ­τω­μέ­νοι μ μά­ται­ες ­γνοι­ες.
       Τ ρο­χα τους, που­κά­μι­σα κα βρα­κι φαρ­διά, ­λα ­τα­νε φαν­τ στν κρε­βα­τή, ­π μαλ­λ πρό­βιο πο τ λα­να­ρί­ζα­νε κα τ γνέ­θα­νε ο γυ­να­κες. Τ χει­μώ­να πρό­βι­ες γο­νες φο­ρού­σα­νε, για­τ πολ­λς φο­ρς πέ­τρω­νε γς ­π τ κρύ­ο. Σι­δε­ρέ­νια πρά­μα­τα λι­γο­στ ε­χα­νε, μό­νο βο­λευ­όν­τα­νε μ κα­βί­λι­ες ν­τς καρ­φιά, πα­λού­κια, ξυ­λο­κο­πες, δι­χά­λια. Κα στ σπί­τια τος ­λα τα χρει­α­ζού­με­να ξυ­λέ­νια ­τα­νε. Πολ­λς φο­ρς βά­ζα­νε ­να ξύ­λο ν­τς γι κουμ­πί. Ο τσομ­πά­νη­δες φο­ρού­σα­νε τ χει­μώ­να προ­βις μ τ μαλ­λ ­π μέ­σα.
       ν κ’ ­τα­νε ν­θρω­ποι παν­τρε­μέ­νοι μ ­μορ­φες κα γε­ρς γυ­να­κες, κ’ ε­χα­νε θυ­γα­τέ­ρες μ κορ­μι ­ρω­τι­κ σν τ νι­ο­γέν­νη­τα φο­ρά­δια, ­στό­σο φαι­νόν­τα­νε κα σν ­σκη­τές. Τ κρύ­ο κα τ ζέ­στη δν τ φο­βόν­τα­νε, για­τί ­τα­νε σν τ πρι­νό­δεν­τρο, μα­θη­μέ­νοι ­π μι­κροί.
       Ζού­σα­νε ­να­πα­μέ­νοι μέ­σα στ γλυ­κι γ­κα­λι τς φύ­σης, σ ν μ φύ­γα­νε ο παπ­πο­δες τους ­π τ κα­τα­ρα­μέ­νο δέν­τρο. Μ τ τί­πο­τα ζού­σα­νε κα τί­πο­τα δν τος ­λει­πε. «Τίς ­στιν πλού­σιος; ν τ ­λί­γ ­να­παυ­ό­με­νος.»
       ­χι πλα­τσο­μύ­τες ­ρα­πά­δες, ­πως ο φυ­σι­κο ν­θρω­ποι στν ­φρι­κ κα στν ­κε­α­νό, λ­λ λε­πτο­κα­νω­μέ­να χα­ρά­κτη­ρι­στι­κά, ρ­χα­α λ­λη­νι­κ κα βυ­ζαν­τι­νά, ­βλε­πες σ’ α­τος τος βου­νί­σιους ν­θρώ­πους. Ο νιο ­τα­νε σν τν ­χιλ­λέ­α, σν τν Πά­τρο­κλο, ε­τε κα σν τν Με­γ’-­λέ­ξαν­τρο.
       Πολ­λοί τους ­τα­νε σγου­ρο­μάλ­λη­δες κ’ ­λι­ο­κα­μέ­νοι, συ­χν ξαν­θό­τρι­χοι, ­χι μ κε­νο τ χρ­μα πο μοιά­ζει σ λι­νά­ρι, μ ­διο μ το ξε­ράγ­κα­θου, π’ ­νε­μί­ζε­ται στς χέρ­σες ­κρο­γι­α­λι­ς μ τ πρ­το χνού­δι πο ­δρω­νε ­λα­φρ στ μου­στά­κι κα στ μά­γου­λα, συ­νέ­χεια μ τ τσου­λού­φια τους, ­λι­σα­χνι­α­σμέ­νο ­π τ θά­λασ­σα. Ο γέ­ροι πά­λε μοι­ά­ζα­νε, λ­λος σν Πο­σει­δώ­νας μ στρι­φτ γέ­νια ­π τν ρ­μύ­ρα, λ­λος σν ­μη­ρος ­πα­ράλ­λα­χτος, λ­λος σν ­γιος Νι­κό­λας, λ­λος σν τ’ ­γαλ­μα το Λα­ο­κό­ον­τα, λ­λος σν τν μάν­τη Τει­ρε­σί­α, λ­λος σ Σκεν­τέρ­μπε­ης, τέ­τοι­α σκέ­δια. Ο με­σό­κο­ποι πά­λε πα­ρο­μοι­ά­ζα­νε μ τν Χρι­στό, ­πως ε­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νος στ πα­λι τ κο­νί­σμα­τά μας, μ τν ­η-Γιά­ννη τν Πρό­δρο­μο, μ τν ν­τρε­ο Λε­ω­νί­δα, μ τν Θε­μι­στο­κλ, τν ­πα­μει­νών­δα, κι ­σοι ξου­ρί­ζα­νε τ γέ­νια τος ­τα­νε ­διοι μ τν Μάρ­κο Μπό­τσα­ρη, μ τν Νι­κη­τα­ρά, μ τν Μι­α­ού­λη, κα μ τος λ­λους κα­πε­τα­νέ­ους. λ­λ κα τ ­νό­μα­τά τους ­τα­νε ρ­χαα: Μιλ­τιά­δης, Δυσ­σέ­ας, Ξε­νο­φός, Λε­γω­νί­δας, ­λέ­ξαν­τρος, ­γα­μέ­μνο­νας, Δη­μο­σθέ­νης, ­μη­ρος, ­γη­σί­λα­ος, Πα­μει­νών­τας, Τέρ­παν­τρος, Πυ­θα­γό­ρας, ­χτο­ρας, Πο­σει­δώ­νας, Μι­στο­κλής, ­χιλ­λέ­ας, Πά­τρο­κλος, ­ρι­στεί­δης, Σο­φο­κλς, Βρι­πί­δης, Κλε­άν­θης, Τι­μο­λέ­ον­τας, Θρα­σύ­βου­λος, Φι­λο­χτή­της, κα πα­λι χρι­στι­α­νι­κά: Σί­δω­ρος, ­κίν­τυ­νος, ­νί­κη­τος, Φί­λιπ­πας, Νι­κά­νο­ρας, Πα­λου­λό­γος, Στέρ­γιος, ν­δρό­νι­κος, Δού­κας, Ρή­γας, Φω­κς.
       λ­λ κα τς γυ­να­κες, πο κα κε­νες ­τα­νε σν ρ­χα­ες στ πα­ρου­σι­α­στι­κό, τς κρά­ζα­νε μ ρ­χα­α ­νό­μα­τα: ­φρο­δί­τη, ­σπα­σώ, Πο­λυ­ξέ­νη, Μυρ­σί­νη, Θε­α­νώ, Κλε­ο­πά­τρα, Καλ­λι­ό­πη, ­σμή­νη, ν­τρο­μά­χη, Κλε­ο­νί­κη, ­λέ­νη, Κασ­σάν­τρα, λ­πι­νί­κη, Βρύ­κλεια, ­γα­θό­κλεια, ­θη­ν, Χα­ρι­κλει­ώ, Ε­θα­λί­α, ­γλα­ΐ­α, Νε­φέ­λη, Ε­ρυ­δί­κη, ­ρώ, Πο­λυ­μνί­α, ­ριά­δνη, ν­τι­ό­πη, Πη­νε­λό­πη, Δή­μη­τρα, ρ­σι­νό­η, Θε­ώ­νη, Ρο­δό­πη, κα πα­λι χρι­στι­α­νι­κά: Ε­ρή­νη, Ε­αν­θί­α, Φε­βρω­νί­α, Ζα­χα­ρώ, Ζω­ή, Μα­γδα­λη­νή, ­πα­παν­τή, ν­τω­νί­α, Βα­σι­λο­πού­λα, Ε­φη­μί­α, Ρο­δού­λα, Χρυ­σάν­θη, ­ξι­ο­θέ­α, Γρη­γο­ρί­α, Θε­ο­κτί­στη, Ρή­γαι­να, Δο­μνί­α, Με­λαν­θί­α, Πα­λου­γού, Κα­τα­κου­ζ’­νή, Με­λισ­σι­νή, Ζω­γρα­φιά, Μα­λα­μα­τέ­νια, Βλωτ­τί­α, Στρα­τη­γού­λα, Πρε­σβεί­α, Μιλ­τώ, ν­τρο­νί­κη, Βα­γι­ώ, ­ξν ­π τ συ­νη­θι­σμέ­να.
       Τ παλ­λη­κά­ρια βο­η­θού­σα­νε τος πα­τε­ρά­δες τους, ­πο­τα­χτι­κά, κα­λ παι­διά, κα δ λέ­γα­νε πολ­λ λό­για. Πρ­τα μι­λού­σα­νε πάν­τα ο γέ­ροι, κ’ ­στε­ρα ο νιοί. Ο γέ­ροι σι­γο­μι­λού­σα­νε, κου­βεν­τι­ά­ζα­νε ­λο μ πα­ροι­μί­ες· για­τί ο κο­λα­σμέ­νοι κ’ ο κα­τα­ρα­μέ­νοι βι­ά­ζουν­ται. χαι­ρε­τι­σμός τους ­τα­νε: «­ρα κα­λή!» – «Πολ­λ τ ­τη!» – «Χαι­ρε­τί­σμα­τα!» «Προ­σκυ­νή­μα­τα!» – «Με­τ χα­ρς!»
       Ε­χα­νε κ’ ­να δι­κα­στή­ριο ­να­με­τα­ξύ τους· ,τι δι­α­φο­ρ ε­χα­νε ο νιό­τε­ροι, τν κρί­να­νε ο γέ­ροι, συμ­βου­λεύ­ον­τάς τους κα τα­χτο­ποι­ών­τας τους μ τν ρ­μή­νεια, ­συ­χα, δί­χως ­χλο­βο­ή.
       Ξέ­ρα­νε τν ­στο­ρί­α τ’ ­χιλ­λέ­α, το Με­γ’-­λέ­ξαν­τρου, το Πα­λαι­ο­λό­γου, το Σκεν­τέρ­μπε­η· πολ­λς φο­ρς ε­χα­νε τν ­δέ­α πς τ πι ρ­χα­α γι­νή­κα­νε ­στε­ρ’ ­π τν Χρι­στό. Τν ­λ Πα­σά, τος Σου­λι­­τες, τν Μάρ­κο Μπό­τσα­ρη, τν Θα­νά­ση Διά­κο, τν Κο­λο­κο­τρώ­νη, κα τος λ­λους κα­πε­τα­ναί­ους, τος φέρ­να­νε πάν­τα στν κου­βέν­τα τους· ­π τος ση­με­ρι­νος τν Πα­να­γ τν Κου­τα­λια­νό, κ’ ο πι και­νούρ­γιοι τν Ντα­βέ­λη κα τν Πα­λο Με­λά. ­π τος ξέ­νους δν ξέ­ρα­νε μη­δ τν Μέ­γα Να­πο­λέ­ον­τα, μο­νά­χα τν τσά­ρο ξέ­ρα­νε, κα τν πό­λε­μο τς Κρι­μαί­γιας, πο τν ­κα­νε «Μέ­γας Κα­τε­ρί­νης». ­π τ’ λ­λα τ ­θνη γνω­ρί­ζα­νε τος γ­γλέ­ζους, τος Ρού­σους κα τ Μι­σί­ρι, λ­λ γι χρι­στια­νος ε­χα­νε μο­νά­χα τος Ρού­σους. ρ­χαί­α πο­λι­τεί­α ­τα­νε γι’ α­τος Τρω­ά­δα κ’ Πέρ­γα­μο, κι ­γι­α­σμέ­να μέ­ρη Γε­ρου­σα­λμ κα τ’ ­γιον ­ρος.
       Τ χρώ­μα­τα, ­ξν ­π τ κόκ­κι­νο, τ μα­βί, τ πρά­σι­νο κα τ κί­τρι­νο, τ’ λ­λα τ βγά­ζα­νε ­π φυ­σι­κ πρά­μα­τα, λα­δί, θα­λασ­σί, χρυ­σα­φί, λε­μο­νί, πορ­το­κα­λί, λα­χα­νί, τσα­γα­λ (­μυ­γδα­λί), ξυ­δί, κρα­σου­λί, ζα­χα­ρί, κα­φε­δί, στα­χτί, με­λί, κα­στα­νό, ­χυ­ρί, κε­ρα­μι­δί, ψα­ρί, με­λι­τζα­νί, τρι­αν­τα­φυλ­λί, γε­ρα­νί, ρο­δί, τς σκου­ρις τ χρ­μα, τς φω­τις τ χρ­μα.
       Λί­γο ς πο­λύ, ­λοι τους ­μορ­φα κι ­συ­νή­θι­στα μι­λού­σα­νε, σ ζω­γρα­φι­ς ­τα­νε τ λό­για τους, μ ­τα­νε κα κά­τι γέ­ροι ­νά­με­σά τους, πο ­μι­λί­α ­βγαι­νε ­π τ στό­μα τους κι ­π τ μέ­λι γλυ­κύ­τε­ρη, ­πως λέ­γει γε­ρο-­μη­ρος. Α­το στα­θή­κα­νε ο δά­σκα­λοί μου.
       ­π τ’ ρ­χαα λό­για πο ­κου­σα ν λέ­νε κα πο δν τ συ­νη­θί­ζου­με πι ­μες, θυ­μ­μαι γι τν ­ρα το­τα: ­ρη (βου­νά), σκό­λη (σχο­λή, ρ­γί­α), πα­δος, θυ­γα­τέ­ρα, Νε­κτε­να­βός, χα­μέ­νο ρη­γά­το, ποι­γη­τής, πα­λια­ύι (πλα­γί­αυ­λος), ­θαρ­μος (ν­θερ­μος), χω­ρύ­γι (­σβέ­στης), πρς νε­ρο, τούμ­πα (τύμ­βος), πυ­θεύ­ω, κρο­τ κρό­τη­σε τ μω­ρό), λα­τρεύ­ω, ­γα­θός, πα­νά­γα­θος, ­λε­γος, πον­τί­ζω, κι ­σα βά­ζω συ­χν μέ­σα στ γρά­ψι­μό μου. Ο θα­λασ­σι­νο λέ­γα­νε σω­τρό­πι, πο­δό­στα­μο, δοιά­κι, πε­ζό­βο­λας, ­θε­ρί­να, θα­λά­μι, κι λ­λα πολ­λά. Πα­ρά­ξε­να λό­για πο δν τ’ ­κου­σα σ’ λ­λο λ­λη­νι­κ μέ­ρος, λέ­γα­νε το­τα: σκούρ­κα (βρά­χος), κά­κνα (γα­λο­πού­λα), μπιζ­νέ­ρα (τσέ­πη).
       Μα­κά­ριοι ν­θρω­ποι, σν τος λε­γό­με­νους Λω­το­φά­γους, δν τος μό­λε­ψε πλε­ο­νε­ξί­α κ’ πε­ρη­φά­νεια. Γι το­το θ μπο­ρού­σα­νε ν δα­νεί­σου­νε ε­τυ­χί­α σ βα­σι­λιά­δες, σ βε­ζι­ρά­δες κα σ ν­θρώ­πους πο τος τρέ­μει κό­σμος.
       ­λοι-­λοι κα­μι κα­το­στ ν­θρω­ποι ζού­σα­νε ­να γύ­ρο σ τού­τη τ θα­λασ­σι­ν λί­μνη: τσομ­πά­νη­δες, ψα­ρά­δες, γι­α­λι­κά­ρη­δες κα κε­ρα­μι­δα­ρα­οι. Μα­κρι ­π τν πο­λι­τεί­α, πο ­τα­νε χτι­σμέ­νη στ πα­ρα­έ­ξω μέ­ρος το μπου­γα­ζιο, κι ­π τ Γε­νι­τσα­ρο­χώ­ρι, πό­πε­φτε κα­τ τ μέ­σα μπου­γά­ζι, λ­λ μα­κρι ­μως ­π τ θά­λασ­σα, δί­χως ν φαί­νε­ται.
       ­πο­τε κο­νο­μή­σω λί­γον και­ρό, λο­γα­ριά­ζω ν στο­ρή­σω σ’ λ­λη φυλ­λά­δα, ­ναν-­ναν, κεί­νους πο στα­θή­κα­νε ο πι σπου­δα­οι κ’ ο πι ­συ­νή­θι­στοι ­νά­με­σά τους.
       Πολ­λος ­π’ α­του­νος δν τος ­φτα­ξα, λ­λ ­κου­σα τν ­στο­ρί­α τους ­π’ λ­λο στό­μα. πι πα­λαι­ς ­π’ ­σους ξέ­ρω στά­θη­κε Γιά­ννης Βλο­γη­μέ­νος. ­π’ ­σους ­φτα­ξα πι σπου­δα­ος ­τα­νε μπάρ­μπα-Μα­νώ­λης Βα­σι­λς(1), τ στοι­χει­ τς θά­λασ­σας. ­στε­ρα ρ­χόν­τα­νε μ τ σει­ρ Λι­βα­νής, Ψύλ­λος, Μπι­λά­λης, Λα­σπί­της, Ξε­ρο­τρό­χα­λος, Μπάμ­που­ρας, Μπαρ­μπά­κος, Ζα­φεί­ρης, Ντάν­τι­νας, ρ­να­ού­της, πα­λα­βο-Πα­ρα­σκευ­άς, Γρί­τσας κι λ­λοι πολ­λοί.
       λ­λοι ­τα­νε στε­ρια­νοί, λ­λοι θα­λασ­σι­νοί, μ κ’ ο πι πολ­λο ο στε­ρια­νο ξέ­ρα­νε ­π θά­λασ­σα, κ’ ­να-δυ­ θα­λασ­σι­νο νο­γού­σα­νε ­π ξο­χα­ρι­κ κα ξέ­ρα­νε ν’ ρ­μέ­ξου­νε. Πο­λυ­τε­χνί­της ­τα­νε Σίλ­βε­στρος, κα­λο­γε­ρό­δια­κος πού ‘­ξε­ρε τ στε­ρι κα τ θά­λασ­σα κα­λά, κ’ ­τα­νε ψάλ­της, θα­λασ­σι­νός, ξο­χά­ρης, τσομ­πά­νης κα κα­ρα­βο­μα­ραγ­κός· λ­λ α­τς ­τα­νε τα­ξι­δε­μέ­νος, ­σκή­τε­ψε κα στ’ ­γιον ­ρος, κα δ λο­γα­ρι­ά­ζε­ται μ τος πρω­τι­νούς, πο τος λέ­γα­νε ο Τορ­κοι «λι­μν μπα­λούκ», δη­λα­δ ψά­ρια το λι­μα­νιο.
       Ο πι ­πο­νη­ρευ­τοι ­π’ ­νά­με­σά τους δν ­τα­νε πα­γαι­μέ­νοι ­π πολ­λ χρό­νια στν πο­λι­τεί­α. Κα­μι φο­ρ πο μ ρω­τού­σα­νε τί γί­νε­ται κό­σμος, θυ­μό­μου­να τν ­στο­ρί­α τ’ ­γιου Μάρ­κου, π’ ­σκή­τευ­ε σ’ ­ναν ­ρη­μον τό­πο κα π­γε ν τν ε­ρει ­νας κα­λό­γε­ρος καί, σν τν η­ρε κα μι­λή­σα­νε γι πολ­λά, τν ρώ­τη­ξε β­βς: «­στα­ται κό­σμος κα θάλ­λει κα­τ τ ρ­χα­ον;» Κα κε­νος τ’ ­πο­κρί­θη­κε: «Ναί, πά­τερ, χά­ρι­τι Χρι­στο, κα ­πρ τ ρ­χα­ον θάλ­λει πλε­ον κό­σμος ­ως τν σή­με­ρον!» ­τσι ρω­τού­σα­νε κα μέ­να κε­νοι ο ν­θρω­ποι.
       ­λος κό­σμος, ο­ρα­νός, στε­ριά, θά­λασ­σα, ­τα­νε γε­μά­τος ­π στοι­χει κι ­π πνέ­μα­τα. Τε­λώ­νια βρι­σκόν­τα­νε στ σύν­νε­φα κα στν πά­το τς θά­λασ­σας, «νυ­κτο­λά­λα, ­στρο­μα­γι­κά, ε­τε ν λ­σοις, ε­τε ν κα­λά­μοις, ε­τε ν δι­ό­δοις, ε­τε ν πο­τα­μος πα­ρα­τρέ­χον­τα». ε­δω­λο­λα­τρί­α κι χρι­στι­α­νι­σμς ­τα­νε ­να­κα­τε­μέ­να στ φαν­τα­σί­α τους, γι το­το τό ‘χα­νε γι ­να πρά­μα χρι­στια­νς κα λ­λη­νας. Πολ­λ ε­δω­λο­λα­τρι­κ πρά­μα­τα λέ­γα­νε πς τά ‘­πε Χρι­στός, πς ε­ναι γραμ­μέ­να στ Βαγ­γέ­λιο.
       Ο ­γε­ρη­δες, πρ πάν­των βο­ρις κ’ νο­τιά, ­τα­νε στ πνέ­μα τους σν ν­θρω­ποι, ­λιος, τ φε­γά­ρι τ ­διο. Τ φί­δια ­τα­νε στοι­χει­ω­μέ­να. ­πάρ­χα­νε δέν­τρα κα πη­γά­δια κα πέ­τρες πο τά ‘­χα­νε γι ­ε­ρά. θά­λασ­σα ­τα­νε ­γι­α­σμέ­νη. Τ ψω­μ ­τα­νε ­γι­α­σμέ­νο, δν πα­τού­σα­νε πο­τς ­πά­νου στ ψί­χου­λα, κι ν ­πε­φτε χά­μου κα­νέ­να κομ­μά­τι ψω­μί, τ’ ­νε­σπα­ζόν­τα­νε κα τ προ­σκυ­νού­σα­νε κολ­λών­τας το στ μέ­τω­πό τους. ­πο­τε πί­να­νε κρα­σί, χύ­να­νε λί­γο στ χ­μα, σ ν κά­να­νε σπον­δή. Χαι­ρε­τού­σα­νε βά­ζον­τας τ δε­ξ χέ­ρι στ στ­θος κα γέρ­νον­τας ­λα­φρ τ κορ­μί τους.
       Ο τσομ­πά­νη­δες βλέ­πα­νε πολ­λς φο­ρς ­ναν τρα­γο­πό­δη στ μαν­τριά, ­νά­με­σα στ γί­δια κα στ πρό­βα­τα. ­μα ρ­ρω­στού­σα­νε τ πρό­βα­τα, κά­να­νε ξόρ­κια πα­ρά­ξε­να· ­μα τε­λεί­ω­νε τ’ ρ­μεγ­μα, βου­το­σε τσομ­πά­νης τ χέ­ρι του στ’ ­φρι­σμέ­νο γά­λα κα ράν­τι­ζε τ πρό­βα­τα, μουρ­μου­ρί­ζον­τας μυ­στι­κ λό­για. Κον­τ σ’ α­τά, τ θυ­μι­ά­ζα­νε μ χρι­στο­λού­λου­δο, κά­να­νε ­για­σμ μέ­σα στ μαν­τρ μ τ κο­πά­δι ­λό­γυ­ρα, κα κρε­μά­ζα­νε φυ­λα­χτ στ λαι­μό τους. Τ κου­δού­νια δν τ βά­ζα­νε μό­νο γι ν χτυ­πο­νε, λ­λ κα γι τ μά­τι, ­πως τς χάν­τρες. Γη­τει­ές, δη­λα­δ μά­για, πο στν ρ­χαί­α γλώσ­σα λέ­γον­ται γο­η­τε­ες, κά­να­νε πολ­λς ο Λη­μιοί, πόρ­χουν­ταν ­π τ Λ­μνο σ το­τα τ μέ­ρη ξο­χά­ρη­δες· ­χω δι­α­βα­σμέ­να πς α­το ­π τ’ ρ­χα­α τ χρό­νια κά­να­νε πολ­λ μα­γι­κά.
       Τ βό­δι κα τ πρό­βα­το τά ‘­χα­νε γι βλο­γη­μέ­να, για­τ ζε­στά­να­νε τν Χρι­στ μ τν ­να­σα­μιά τους τό­τες πο γεν­νή­θη­κε μέ­σα στ πα­χνί· τ γί­δι ­μως τό ‘­χα­νε γι κα­τα­ρα­μέ­νο. Τ γά­δα­ρο βλο­γη­μέ­νον, για­τ σή­κω­σε τν Χρι­στό, κα τ’ ­λο­γο βλο­γη­μέ­νο, για­τ τ κα­βα­λί­κε­ψε ­η-Γι­ώρ­γης. ­π τ δέν­τρα τ πι βλο­γη­μέ­νο ­τα­νε ­λιά, τς Πα­να­γις τ δέν­τρο. δάφ­νη, μυρ­σί­νη, βα­σι­λι­κός, τ δεν­τρο­λί­βα­νο, α­βα­για­νός, ­τα­νε ­γι­α­σμέ­να. συ­κι κα­τα­ρα­μέ­νη ­π τν Χρι­στό.
       Ο θα­λασ­σι­νο πά­λε ε­χα­νε γι στοι­χει­ω­μέ­να κά­τι βρά­χους, πέ­τρες, ξέ­ρες κα σπη­λι­ές. θά­λασ­σα ­για­σε ­π τν Χρι­στ κι ­π τος Δώ­δε­κα ­πό­στο­λους, πο ­τα­νε θα­λασ­σι­νο ν­θρω­ποι, βλο­γη­μέ­να κα τ ρ­γα­λε­α τους, τ δί­χτυ­α κα τ πα­ρα­γά­δια· τ δί­χτυ­α ­μως ­τα­νε πι βλο­γη­μέ­να, για­τ σκε­δι­ά­ζου­νε σταυ­ρό, ­τσι πού ‘­ναι μπλεγ­μέ­να. Τ τε­τρά­γω­νο πα­ν πο βά­ζα­νε στς βάρ­κες τς ­να­το­λς, τ λε­γό­με­νο τέν­τα φού­σκα σα­κο­λε­βί­σο, τ πρω­το­η­ρε ­η-Νι­κό­λας, γι ν μν πνί­γουν­ται ο ν­θρω­ποι, για­τί ε­ναι χα­μη­λ κα φου­σκω­τ κα ξε­θυ­μαί­νει ­γέ­ρας. ­η-Νι­κό­λας η­ρε κα τ τι­μό­νι μ τ βε­λό­νια, για­τ πρν ο ν­θρω­ποι ε­χα­νε γι τι­μό­νι ­να κου­πί, κα γι το­το δν τα­ξι­δεύ­α­νε μ τ πα­νι στ ρ­τσα, δη­λα­δ κα­τα­πά­νου στν ­γέ­ρα, λ­λ μο­νά­χα πρί­μα κα δευ­τε­ρο­πρί­μα.Τς κου­ρί­τες πά­λε, μ’ λ­λα λό­για τ ρη­χ τ πε­ρά­μα­τα, πο ‘­ναι ­δια μο­νό­ξυ­λα, ­σια ­π κά­του δί­χως κα­ρί­να, τ η­ρε Χρι­στός, γι ν πλεύ­ου­νε στ ­με­ρα κα στ ρη­χ τ νε­ρά, κι ­π πά­ν’ ­π τ δί­χτυ­α, ­πει­δ δν πι­ά­νου­νε πο­λ νε­ρό.
       Πολ­λς φο­ρς μο λέ­γα­νε πς ε­δα­νε γορ­γό­νες ν λι­ά­ζουν­ται γι ν βου­τ­νε στ’ ­νοι­χτ δί­πλα στ βάρ­κα, κα λ­λα στοι­χει ν φτερ­νί­ζουν­ται μέ­σα στς σπη­λι­ές, κά­τι λ­λα στοι­χει πά­λε κα­βα­λι­κε­μέ­να ­πά­νου σ σκυ­λό­ψα­ρα, ­χι ­μως σ δερ­φί­νια, για­τ μέ­σα στ μπου­γά­ζι δν ε­χε δερ­φί­νια, σπά­νια νά ‘­χα­νε κα­νέ­να τ νε­ρά του κα νά ‘μ­παι­νε μέ­σα. Μο λέ­γα­νε κα γι κά­ποι­ο στοι­χει­ μ γέ­νια μα­ρα, ­με­ρο, π’ ­γα­π τος ν­θρώ­πους, Κουν­τεν­τς λε­γό­με­νος· πολ­λς φο­ρς κα­θό­τα­νε στ βρά­χια κα δ μι­λο­σε. ­ποι­οι λά­χαι­νε ν τν δο­νε, λ­λά­ζα­νε δρό­μο γι ν μν τν στε­νο­χω­ρέ­σου­νε. ­σως νά ‘­τα­νε ρ­χα­ος Τρί­τω­νας.
       Στε­ρια­νο κα θα­λασ­σι­νοί, ε­χα­νε τν ­να­το­λ γι βλο­γη­μέ­νη, για­τί ­κε γεν­νή­θη­κε Χρι­στός, κι ­π κε βγαί­νει ­λιος, κι ­σοι ν­θρω­ποι γεν­νι­ον­ται στν ­να­το­λή, ε­ναι βλο­γη­μέ­νοι, λ­λη­νες κα Τορ­κοι.

Πηγή: Τ ­ϊ­βα­λί, πα­τρί­δα μου (κδ. γκυρα, 2014).

Φώ­της Κόν­το­γλου (λο­γο­τε­χνι­κ ψευ­δώ­νυ­μο το Φώ­τιου ­πο­στολ­λέ­λη, ­ϊ­βα­λί, 1895-­θή­να, 1965). Πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μιο, ζω­γρα­φι­κή. ­να­ζή­τη­σε τν α­θεν­τι­κό­τη­τα στν κ­φρα­ση μέ­σ τς ­πι­στρο­φς στν λ­λη­νι­κ πα­ρά­δο­ση, τό­σο στ λο­γο­τε­χνι­κ ­σο κα στ ζω­γρα­φι­κό του ρ­γο. Ε­χε ση­μαν­τι­κό­τα­τη συμ­βο­λ στν χ­ρο τς βυ­ζαν­τι­νς ε­κο­νο­γρα­φί­ας. Θε­ω­ρε­ται ς ­νας ­π τος κυ­ρι­ό­τε­ρους κ­προ­σώ­πους τς «Γε­νις το Τριά­ντα». Μα­θη­τές του ­πρ­ξαν Γιά­ννης Τσα­ρού­χης, Νί­κος γ­γο­νό­που­λος, Κώ­στας Ξυ­νό­που­λος κα πολ­λο λ­λοι. Πρ­το του βι­βλί­ο: Pedro Cazas (­ϊ­βα­λί, τυπ. Α­ο­λι­κς ­στήρ, 1918).  Κυ­κλο­φο­ρον ν­τε­κα τό­μοι ­π τ ρ­γο του ­π τς κ­δό­σεις «­στήρ» (1962 κ..).


Δεν υπάρχουν σχόλια: