Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Tα σακιά - της Ιωάννας Καρυστιάνη



                                    Tα σακιά
                                           της
                              Ιωάννας Καρυστιάνη
                                    γεν. 1952 - Χανιά

Η Ιωάννα Καρυστιάνη είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Έχει βραβευθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος δύο φορές, το 1998 και το 2007, και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 2000.
 Βιβλία της: 
-Μικρά Αγγλία:  Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1998, υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και το βραβείο Balkanika.
-Κουστούμι στο χώμα:   Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού “Διαβάζω” 2001 και Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών.
-Ο Άγιος της μοναξιάς.
- Σουέλ: Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2007.
-Τα σακιά: Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού “Διαβάζω” 2011.
                                                ***

Άργησα να διαβάσω «τα σακιά», ήξερα την υπόθεση (κακό αυτό), όμως δεν σας κρύβω ότι το βιβλίο είναι βαρύ σαν ένα τσουβάλι πέτρες ή σαν φισκαρισμένος ντενεκές τσιμέντου στην πλάτη κάποιου παλιού, ισχνού εργάτη που ανεβαίνει  αγκομαχώντας την ξύλινη σκάλα σε τριώροφη οικοδομή, είναι, αν θέλετε, το άχθος που ο καθένας μας κουβαλάει από την ώρα που γεννιέται..

Η υπόθεση  γροθιά στο στομάχι, και οικογενειακή, και πολιτική,  και  κοινωνική, και ταξική, και  φεμινιστική, και αλήθειες και ψέματα, και.. και..  Αλλά δεν είναι μόνο η υπόθεση,  εκείνο που σε γοητεύει είναι η λογομαστόρισσα συγγραφέας που σε κάνει να μην αφήνεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Η γραφή στιβαρή, καταγγελτική, με πινελιές πικρού χιούμορ στη δραματική και ταραγμένη ζωή των ηρώων, που είναι χτισμένη με σαθρά υλικά και η καταστροφή αναπότρεπτη.

Δεν γνωρίζω την ψυχοσύνθεση ενός ορφανού παιδιού, που μεγαλώνει μετά τον θάνατο ενός μέθυσου πατέρα και μιας μάνας που κουβαλάει παιδιόθεν μοναξιά, φτώχια, ανδροκρατούμενες, χωριάτικες νοοτροπίες, νεκρικές σιωπές,  που  επιβραβεύονται από συγγενείς και συντοπίτες, μια και ένα ήσυχο αμίλητο παιδί δεν ενοχλεί.... Δεν ξέρω αν και το αμίλητο παιδί της, που του επιβλήθηκε  η απόλυτη ησυχία, για να μην ενοχλεί τους επίσης αμίλητους γονείς, που μόνο ο θυμός στα στήθη τους βροντάει το σπίτι, αυτό το ξανθόμαλλο, σαν αγγελούδι αγόρι, που στα οχτώ του χρόνια παρών στην κηδεία του αγαπημένου του πατέρα μετράει τις φτυαριές των νεκροθαφτών μέχρι ν’  ανοίξουν, σε παγωμένο  χώμα, τον τάφο, μπορεί να μεταλλαχθεί στα είκοσί του σε μισητό εγκληματία..

Ήρωες του βιβλίου η μάνα Βιβή Χολέβα, το παιδί της, ο Λίνος,  που μεγάλωσε χωρίς ταχταρίσματα σαν ήταν μωρό και σαν ήταν παιδί μεγάλωνε χωρίς συντροφιές, παιχνίδια, γέλια και  φωνές.... Παραπλήσιες  παιδικές ζωές μάνας και γιου.

Θολό,  έρημο, περικλεισμένο οικογενειακό τοπίο, στο σπίτι τους στην Αθήνα, με ανάσες κάποιες επισκέψεις στο χωριό και τέλος μια και μοναδική ανάσα το νερό και συγκεκριμένα η θάλασσα, που παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο.


Ημερολογιακή, τριτοπρόσωπη γραφή, σε πέντε περιόδους, με εσωτερικούς μονολόγους της μάνας, που εύκολα μπαίνει κανείς στα παπούτσια της και μόνο προς το τέλος της ιστορίας, ακούμε το ψιθύρισμα του νεαρού εγκληματία, μπρος στο εικόνισμα  της Παναγίας, και κάποια κενά μας, εξηγούνται στην πλοκή της ιστορίας..

Ο γιος-δράστης σε ισόβια κάθειρξη για τρεις βιασμούς και ένα φόνο, λιώνει στο κελί του στον Κορυδαλλό, καταδιωγμένος τύψεων.   Η μάνα -ηθική αυτουργός- λιώνει από ενοχές έξω, φυλακισμένη στο δυαράκι της, στην Κυψέλη εργάζεται σκληρά, ως νοσοκόμα γερόντων, υποσιτίζεται στην κυριολεξία, αποταμιεύοντας  και τη δεκάρα ακόμα για το μέλλον, αν υπάρχει, του γιου της.

 Εγκλήματα ασυγχώρητα με ευθύνη του δράστη και όχι μόνο   ευθύνη των γονιών, και στο μυθιστόρημα ιδιαίτερα της μάνας, είτε για παραμέληση, είτε για κακή ανατροφή. Ευθύνη και στην ξεχαρβαλωμένη κοινωνία.  Ευθύνη όλων μας.

Κάποιες σελίδες τις διάβασα «χιαστή», πολλές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, ειδικά στις αναφορές με τους πελάτες της Βιβής, τους  άρρωστους γέροντες, και λοιπές περιγραφές...   Σημασία έχει ότι απόλαυσα διάβασμα, θαύμασα τη δομή  του κειμένου και την επιλογή ενός πολύ σκληρού θέματος.

Διανθίσματα:
-οδηγώντας το μπλε Φιατάκι, η Βιβή έφερε στο νου τη γριά της αγκαλιά με το πολυτιμότερο αντικείμενο του σπιτιού των παιδικών της χρόνων, τον κουβά. Μ’ αυτόν έβγαζε νερό από το πηγάδι, σ’ αυτό έβαζε τα πράσα που ξεπάτωνε από το κηπάκι, αυτό γέμιζε στα χωράφια με αγριοράδικα, αυτόν χρησιμοποιούσε σαν σκαλοπάτι για να φτάσει το λιβάνι στο ράφι με τα εικονίσματα, αυτόν αναποδογύριζε στην αυλή για να καθίσει τ’ απόγεμα να πιει τον καφέ της.
-ο Φώτης πέθανε και τη φέσωσε με πένθος, τύψεις, μοναξιά και πάνω από ένα εκατομμύριο απλήρωτα γραμμάτια και φόρους, τα είχε πιει.
Το σακί της βαρύ, Αλλά βαρύ για παιδικούς ώμους και το σακί του Λίνου, που ορφάνεψε μόλις στα οχτώ του.
-η Βιβή κοιτούσε τον χαζό Χαρίδημο και δεν τον χόρταινε....... –καλύτερα να είχα εσένα γιο, ψιθύρισε, ένας ακόμη στίχος από τον ποίημα της ζωής της που έπρεπε να το πει λίγο λίγο ως το τέλος, θα είχε πολλές στροφές, το σακί της βαρύ. Βαρύ και ασήκωτο, γιατί το σακί της ήταν ο ίδιος ο γιος της.
-Στο στρατοδικείο της δικής του εφηβείας ο Λίνος δε κατάφερε να συγκρουστεί με κανέναν, η Βιβή δεν καθόταν, οι συγγενείς τον είχαν ταμπελώσει με την ορφάνια του απρόθυμοι να του παραχωρήσουν άλλα δικαιώματα και ο πατέρας του τον είχε χρεώσει μ’ ένα κενό, απτό και στέρεο, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να το γεμίσει, κανένας άλλος δεν γινόταν να παίξει το ρόλο εκείνου, καλός, κακός, λίγος, ένας είναι ο μπαμπάς κι αν ο πούστης πεθάνει νωρίς νωρίς, το πένθος πετά μπόι παρέα με το παιδί, ζωντανό όσο βαστάει η θύμηση, ο αφόρητος θυμός και ο αφόρητος πόνος.
-πρώτα συγχωρούμε κάποιον και μετά τον αγαπούμε ή πρώτα τον αγαπούμε και ακολουθεί η συγχώρεση; Η Βιβή το συλλογίστηκε αυτό για εκατοστή φορά, ερώτημα που τη γέμιζε όλο και περισσότερο ντροπή, γιατί δεν αφορούσε σε κάποιους αγνώστους γενικώς και αορίστως αλλά στο ίδιο της το παιδί, το ένα και μοναδικό, ό,τι κι αν ήταν. Η τρομερή της μοίρα ήταν ν’ αγωνιστεί ν’ αγαπήσει αυτόν που σιχαίνονταν όλοι οι υπόλοιποι......

Ευγενία Μακαριάδη





Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Ἀρ­χαῖ­οι ἄν­θρω­ποι τῆς Ἀ­να­το­λῆς- του Φώτη Κόντογλου



 (μεταφέρθηκε από το περιοδικό Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι)

                    ρ­χα­οι ν­θρω­ποι τς ­να­το­λς
                                 του Φώτη Κόντογλου
ΠΡΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ­κό­μα μπο­ρο­σες ν βρες ­κε μέ­σα ­π κεί­νη τ γε­νε­ τν ρ­χαί­ων ν­θρώ­πων, πο δν ­πάρ­χου­νε σ λ­λα μέ­ρη, σν κι α­τος πο δι­α­βά­ζου­με στς ­στο­ρί­ες τν πα­λαι­ν λ­λή­νων, κα πο τς συν­ται­ρι­ά­ξα­νε γε­ρο-­μη­ρος, ­σί­ο­δος, ­ρό­δο­τος, Θεό­κρι­τος, κα­θς κα στν Πα­λαι­ Δι­α­θή­κη. ­τα­νε ρ­χα­οι λ­λη­νες μα­ζ κι ­να­το­λί­τες χρι­στια­νοί, πρά­οι κι ­θ­οι ν­θρω­ποι. Σ ν τος ­πό­κλει­σε φύ­ση σ κε­νο τ βλο­γη­μέ­νο στε­νο­θά­λασ­σο, κι ­πο­μεί­να­νε ­πως βρε­θή­κα­νε πρν ­π χι­λιά­δες χρό­νια, ­διοι κι ­πα­ράλ­λα­χτοι, ­π τό­τες πο ­τα­νε ε­δω­λο­λά­τρες κα πι­στεύ­α­νε στ ξύ­λα, στ’ ­στρα κα στ δέν­τρα.
       Μ τ πα­ρά­δο­ξο ε­ναι πς δν ­τα­νε ­γριοι, πο­νη­ρο κα μο­βό­ροι, μα­χαι­ρο­βγάλ­τες κι ­κοι­νώ­νη­τοι. Σν παι­δι ­γα­πού­σα­νε τς ­στο­ρί­ες, ­λα τα πι­στεύ­α­νε, κα­λο­σύ­νη ε­χα­νε στν καρ­διά τους. Βα­στού­σα­νε στ χω­ρι σπί­τια μ’ ­λη τν τά­ξη. Κλέ­φτες δν ­τα­νε, ψέ­μα­τα δ λέ­γα­νε, τ δου­λει τν ­γα­πού­σα­νε, τν ξέ­νο σν ­δερ­φό τους τν ε­χα­νε. Κα το­το, ­πει­δ ζού­σα­νε μ με­γά­λη ­πλό­τη­τα κ’ ­τα­νε φχα­ρι­στη­μέ­νοι μ λί­γα πρά­μα­τα, κα δ χρει­α­ζόν­τα­νε μη­δ τ ψέ­μα, μη­δ τν κλε­ψιά, μη­δ τ σκο­τω­μό, γι ν πλη­θύ­νου­νε τν κα­λο­πέ­ρα­σή τους. Τν πεί­να ­μως δν τν ξέ­ρα­νε, για­τί με­γά­λη στε­ριά, πο τος γέν­νη­σε, δν ­φη­νε κα­νέ­να νη­στι­κν κα πα­ρα­πο­νε­μέ­νον, βλο­γη­μέ­νη ­να­το­λή, πο βγά­ζει πο­λ κα γλυ­κ ψω­μί, κα κά­θε λο­γς πρά­μα, μέ­λι, γά­λα, λά­δι κι ,τι λ­λο χρει­ά­ζε­ται γι ζω­ο­θρο­φί­α το ν­θρώ­που, δί­χως μά­ται­α πρά­μα­τα. ­πως γς ­θρε­φε κά­θε λο­γς προ­κομ­μέ­νο δέν­τρο, θά­λασ­σα ­θρε­φε ψά­ρια πού ‘­χα­νε τν ­δι­αί­τε­ρη νο­στι­μά­δα π­χει κά­θε τ πο βγά­ζει κεί­νη βλο­γη­μέ­νη πλά­ση, ­γρια κα ­με­ρα.
       λ­λ κ’ ο ν­θρω­ποι δν ­τα­νε πλε­ο­νέ­χτες, πλού­σιος ­δι­νε στν πι φτω­χό, κι φτω­χς πά­λε δν ­θε­λε σώ­νει κα κα­λ ν’ ­νε­βε ­πά­νου ­π τν λ­λον, δ λί­μα­ζε, δν τν ­τρω­γε ζη­λο­φθο­νί­α, ο­τε νος του ­τα­νε ­λο στ κέρ­δος, μό­νο πέρ­να­γε ζω­ή τους μ ε­ρή­νη βα­θιά, κι Θε­ς τος βλο­γο­σε ­π πά­νου.
       Φαί­νε­ται πς τέ­τοι­οι πρω­τι­νο ν­θρω­ποι ­πήρ­χα­νε πάν­τα ­δ στν ­να­το­λή· κα τό­τες πο λ­λα­ξε θρη­σκεί­α κα γι­νή­κα­νε χρι­στια­νοί, ­πο­μεί­να­νε ο ­διοι, για­τί και­νούρ­για θρη­σκεί­α ­τα­νε ποι­η­τι­κ κα ­πλ σν τν πα­λι βά­λε κα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Το­τοι βα­στού­σα­νε ­π ν­θρώ­πους πο ζή­σα­νε κα κε­νοι κρυ­φ ­π τν Θε­ό, τν και­ρ πο κυ­βερ­νού­σα­νε τν κό­σμο ο Ρω­μα­οι. ­στε­ρα, σ γί­νη­κε χρι­στι­α­νι­κ βα­σί­λει­ο Κω­σταν­τι­νού­πο­λη, κα τ μέ­ρη το­τα ­τα­νε ­λό­τε­λα ξε­χα­σμέ­να κι ­πό­με­ρα, κα δν πή­γαι­νε πο­τς ν­θρω­πος ­π λ­λη χώ­ρα ­κε πέ­ρα, γι­νή­κα­νε πι ­πλοί, ν­τ ν ξυ­πνή­σου­νε κα ν πο­νη­ρέ­ψου­νε. Σ λ­λα μέ­ρη χα­λο­σε κό­σμος ­π τος πο­λέ­μους, ­μέ­τρη­τοι ν­θρω­ποι σφα­ζόν­τα­νε στ τέσ­σε­ρα πέ­ρα­τα τς σφαί­ρας, ­δ ­μως βα­σί­λευ­ε ε­ρή­νη.
       Γι το­το ν­θρω­πος, μα­κρι ­π τς ­κα­τα­στα­σί­ες, «ζ­ον ε­δαι­μον ­γέ­νε­το», ­πως λέ­γει ­νας ρ­χα­ος λ­λη­νας, δη­λα­δ ­ζο­σε σν κα­νέ­να ε­τυ­χι­σμέ­νο ζ στν γ­κα­λι τς φύ­σης, πο τν γλυ­κο­να­νού­ρι­ζε. Σ νά ‘­βγαι­νε ­π τ γς κα πά­λε ν γύ­ρι­ζε στ γς, δί­χως θλί­ψη, δί­χως ν γευ­τε θά­να­το, ­πως τ κε­ρα­μί­δι πο κά­νει κε­ρα­μι­δά­ρης ­π τ χ­μα, σ γε­ρά­σει, λι­ώ­νει σι­γ-σι­γ κα τ γλεί­φει τ κύ­μα στν ­κρο­για­λι κα γυ­ρί­ζει πά­λε ­συ­χα στ γς. Σν τ α­γ π’ ­φή­νει τ γι­α­λο­πού­λι ­πά­νου στν μ­μο, κον­τ στν ρ­μυ­ρή­θρα, ­τσι ­τα­νε κε­νοι ο ν­θρω­ποι.
        ο­ρα­νς στε­κό­τα­νε ­δια κα­μά­ρα ­π πά­νου τους, γύ­ρι­ζε μ τν ­λιο, μ τ φεγ­γά­ρι κα μ τ’ ­στρα, κα­θς κι γύ­ρος το χρό­νου με­ταλ­λά­ζουν­ταν ­π μέ­ρα σ νύ­χτα κι ­π κα­λο­καί­ρι σ χει­μώ­να, κι ­λα το­τα τ ζού­σα­νε στν κά­θε στιγ­μή, ­ν ­μες ο ν­θρω­ποι τς πο­λι­τεί­ας δν προ­φταί­νου­με ν τ κοι­τά­ξου­με, για­τί ζο­με μα­κρι κα σν ­ξω ­π τν πλά­ση, φορ­τω­μέ­νοι μ μά­ται­ες ­γνοι­ες.
       Τ ρο­χα τους, που­κά­μι­σα κα βρα­κι φαρ­διά, ­λα ­τα­νε φαν­τ στν κρε­βα­τή, ­π μαλ­λ πρό­βιο πο τ λα­να­ρί­ζα­νε κα τ γνέ­θα­νε ο γυ­να­κες. Τ χει­μώ­να πρό­βι­ες γο­νες φο­ρού­σα­νε, για­τ πολ­λς φο­ρς πέ­τρω­νε γς ­π τ κρύ­ο. Σι­δε­ρέ­νια πρά­μα­τα λι­γο­στ ε­χα­νε, μό­νο βο­λευ­όν­τα­νε μ κα­βί­λι­ες ν­τς καρ­φιά, πα­λού­κια, ξυ­λο­κο­πες, δι­χά­λια. Κα στ σπί­τια τος ­λα τα χρει­α­ζού­με­να ξυ­λέ­νια ­τα­νε. Πολ­λς φο­ρς βά­ζα­νε ­να ξύ­λο ν­τς γι κουμ­πί. Ο τσομ­πά­νη­δες φο­ρού­σα­νε τ χει­μώ­να προ­βις μ τ μαλ­λ ­π μέ­σα.
       ν κ’ ­τα­νε ν­θρω­ποι παν­τρε­μέ­νοι μ ­μορ­φες κα γε­ρς γυ­να­κες, κ’ ε­χα­νε θυ­γα­τέ­ρες μ κορ­μι ­ρω­τι­κ σν τ νι­ο­γέν­νη­τα φο­ρά­δια, ­στό­σο φαι­νόν­τα­νε κα σν ­σκη­τές. Τ κρύ­ο κα τ ζέ­στη δν τ φο­βόν­τα­νε, για­τί ­τα­νε σν τ πρι­νό­δεν­τρο, μα­θη­μέ­νοι ­π μι­κροί.
       Ζού­σα­νε ­να­πα­μέ­νοι μέ­σα στ γλυ­κι γ­κα­λι τς φύ­σης, σ ν μ φύ­γα­νε ο παπ­πο­δες τους ­π τ κα­τα­ρα­μέ­νο δέν­τρο. Μ τ τί­πο­τα ζού­σα­νε κα τί­πο­τα δν τος ­λει­πε. «Τίς ­στιν πλού­σιος; ν τ ­λί­γ ­να­παυ­ό­με­νος.»
       ­χι πλα­τσο­μύ­τες ­ρα­πά­δες, ­πως ο φυ­σι­κο ν­θρω­ποι στν ­φρι­κ κα στν ­κε­α­νό, λ­λ λε­πτο­κα­νω­μέ­να χα­ρά­κτη­ρι­στι­κά, ρ­χα­α λ­λη­νι­κ κα βυ­ζαν­τι­νά, ­βλε­πες σ’ α­τος τος βου­νί­σιους ν­θρώ­πους. Ο νιο ­τα­νε σν τν ­χιλ­λέ­α, σν τν Πά­τρο­κλο, ε­τε κα σν τν Με­γ’-­λέ­ξαν­τρο.
       Πολ­λοί τους ­τα­νε σγου­ρο­μάλ­λη­δες κ’ ­λι­ο­κα­μέ­νοι, συ­χν ξαν­θό­τρι­χοι, ­χι μ κε­νο τ χρ­μα πο μοιά­ζει σ λι­νά­ρι, μ ­διο μ το ξε­ράγ­κα­θου, π’ ­νε­μί­ζε­ται στς χέρ­σες ­κρο­γι­α­λι­ς μ τ πρ­το χνού­δι πο ­δρω­νε ­λα­φρ στ μου­στά­κι κα στ μά­γου­λα, συ­νέ­χεια μ τ τσου­λού­φια τους, ­λι­σα­χνι­α­σμέ­νο ­π τ θά­λασ­σα. Ο γέ­ροι πά­λε μοι­ά­ζα­νε, λ­λος σν Πο­σει­δώ­νας μ στρι­φτ γέ­νια ­π τν ρ­μύ­ρα, λ­λος σν ­μη­ρος ­πα­ράλ­λα­χτος, λ­λος σν ­γιος Νι­κό­λας, λ­λος σν τ’ ­γαλ­μα το Λα­ο­κό­ον­τα, λ­λος σν τν μάν­τη Τει­ρε­σί­α, λ­λος σ Σκεν­τέρ­μπε­ης, τέ­τοι­α σκέ­δια. Ο με­σό­κο­ποι πά­λε πα­ρο­μοι­ά­ζα­νε μ τν Χρι­στό, ­πως ε­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νος στ πα­λι τ κο­νί­σμα­τά μας, μ τν ­η-Γιά­ννη τν Πρό­δρο­μο, μ τν ν­τρε­ο Λε­ω­νί­δα, μ τν Θε­μι­στο­κλ, τν ­πα­μει­νών­δα, κι ­σοι ξου­ρί­ζα­νε τ γέ­νια τος ­τα­νε ­διοι μ τν Μάρ­κο Μπό­τσα­ρη, μ τν Νι­κη­τα­ρά, μ τν Μι­α­ού­λη, κα μ τος λ­λους κα­πε­τα­νέ­ους. λ­λ κα τ ­νό­μα­τά τους ­τα­νε ρ­χαα: Μιλ­τιά­δης, Δυσ­σέ­ας, Ξε­νο­φός, Λε­γω­νί­δας, ­λέ­ξαν­τρος, ­γα­μέ­μνο­νας, Δη­μο­σθέ­νης, ­μη­ρος, ­γη­σί­λα­ος, Πα­μει­νών­τας, Τέρ­παν­τρος, Πυ­θα­γό­ρας, ­χτο­ρας, Πο­σει­δώ­νας, Μι­στο­κλής, ­χιλ­λέ­ας, Πά­τρο­κλος, ­ρι­στεί­δης, Σο­φο­κλς, Βρι­πί­δης, Κλε­άν­θης, Τι­μο­λέ­ον­τας, Θρα­σύ­βου­λος, Φι­λο­χτή­της, κα πα­λι χρι­στι­α­νι­κά: Σί­δω­ρος, ­κίν­τυ­νος, ­νί­κη­τος, Φί­λιπ­πας, Νι­κά­νο­ρας, Πα­λου­λό­γος, Στέρ­γιος, ν­δρό­νι­κος, Δού­κας, Ρή­γας, Φω­κς.
       λ­λ κα τς γυ­να­κες, πο κα κε­νες ­τα­νε σν ρ­χα­ες στ πα­ρου­σι­α­στι­κό, τς κρά­ζα­νε μ ρ­χα­α ­νό­μα­τα: ­φρο­δί­τη, ­σπα­σώ, Πο­λυ­ξέ­νη, Μυρ­σί­νη, Θε­α­νώ, Κλε­ο­πά­τρα, Καλ­λι­ό­πη, ­σμή­νη, ν­τρο­μά­χη, Κλε­ο­νί­κη, ­λέ­νη, Κασ­σάν­τρα, λ­πι­νί­κη, Βρύ­κλεια, ­γα­θό­κλεια, ­θη­ν, Χα­ρι­κλει­ώ, Ε­θα­λί­α, ­γλα­ΐ­α, Νε­φέ­λη, Ε­ρυ­δί­κη, ­ρώ, Πο­λυ­μνί­α, ­ριά­δνη, ν­τι­ό­πη, Πη­νε­λό­πη, Δή­μη­τρα, ρ­σι­νό­η, Θε­ώ­νη, Ρο­δό­πη, κα πα­λι χρι­στι­α­νι­κά: Ε­ρή­νη, Ε­αν­θί­α, Φε­βρω­νί­α, Ζα­χα­ρώ, Ζω­ή, Μα­γδα­λη­νή, ­πα­παν­τή, ν­τω­νί­α, Βα­σι­λο­πού­λα, Ε­φη­μί­α, Ρο­δού­λα, Χρυ­σάν­θη, ­ξι­ο­θέ­α, Γρη­γο­ρί­α, Θε­ο­κτί­στη, Ρή­γαι­να, Δο­μνί­α, Με­λαν­θί­α, Πα­λου­γού, Κα­τα­κου­ζ’­νή, Με­λισ­σι­νή, Ζω­γρα­φιά, Μα­λα­μα­τέ­νια, Βλωτ­τί­α, Στρα­τη­γού­λα, Πρε­σβεί­α, Μιλ­τώ, ν­τρο­νί­κη, Βα­γι­ώ, ­ξν ­π τ συ­νη­θι­σμέ­να.
       Τ παλ­λη­κά­ρια βο­η­θού­σα­νε τος πα­τε­ρά­δες τους, ­πο­τα­χτι­κά, κα­λ παι­διά, κα δ λέ­γα­νε πολ­λ λό­για. Πρ­τα μι­λού­σα­νε πάν­τα ο γέ­ροι, κ’ ­στε­ρα ο νιοί. Ο γέ­ροι σι­γο­μι­λού­σα­νε, κου­βεν­τι­ά­ζα­νε ­λο μ πα­ροι­μί­ες· για­τί ο κο­λα­σμέ­νοι κ’ ο κα­τα­ρα­μέ­νοι βι­ά­ζουν­ται. χαι­ρε­τι­σμός τους ­τα­νε: «­ρα κα­λή!» – «Πολ­λ τ ­τη!» – «Χαι­ρε­τί­σμα­τα!» «Προ­σκυ­νή­μα­τα!» – «Με­τ χα­ρς!»
       Ε­χα­νε κ’ ­να δι­κα­στή­ριο ­να­με­τα­ξύ τους· ,τι δι­α­φο­ρ ε­χα­νε ο νιό­τε­ροι, τν κρί­να­νε ο γέ­ροι, συμ­βου­λεύ­ον­τάς τους κα τα­χτο­ποι­ών­τας τους μ τν ρ­μή­νεια, ­συ­χα, δί­χως ­χλο­βο­ή.
       Ξέ­ρα­νε τν ­στο­ρί­α τ’ ­χιλ­λέ­α, το Με­γ’-­λέ­ξαν­τρου, το Πα­λαι­ο­λό­γου, το Σκεν­τέρ­μπε­η· πολ­λς φο­ρς ε­χα­νε τν ­δέ­α πς τ πι ρ­χα­α γι­νή­κα­νε ­στε­ρ’ ­π τν Χρι­στό. Τν ­λ Πα­σά, τος Σου­λι­­τες, τν Μάρ­κο Μπό­τσα­ρη, τν Θα­νά­ση Διά­κο, τν Κο­λο­κο­τρώ­νη, κα τος λ­λους κα­πε­τα­ναί­ους, τος φέρ­να­νε πάν­τα στν κου­βέν­τα τους· ­π τος ση­με­ρι­νος τν Πα­να­γ τν Κου­τα­λια­νό, κ’ ο πι και­νούρ­γιοι τν Ντα­βέ­λη κα τν Πα­λο Με­λά. ­π τος ξέ­νους δν ξέ­ρα­νε μη­δ τν Μέ­γα Να­πο­λέ­ον­τα, μο­νά­χα τν τσά­ρο ξέ­ρα­νε, κα τν πό­λε­μο τς Κρι­μαί­γιας, πο τν ­κα­νε «Μέ­γας Κα­τε­ρί­νης». ­π τ’ λ­λα τ ­θνη γνω­ρί­ζα­νε τος γ­γλέ­ζους, τος Ρού­σους κα τ Μι­σί­ρι, λ­λ γι χρι­στια­νος ε­χα­νε μο­νά­χα τος Ρού­σους. ρ­χαί­α πο­λι­τεί­α ­τα­νε γι’ α­τος Τρω­ά­δα κ’ Πέρ­γα­μο, κι ­γι­α­σμέ­να μέ­ρη Γε­ρου­σα­λμ κα τ’ ­γιον ­ρος.
       Τ χρώ­μα­τα, ­ξν ­π τ κόκ­κι­νο, τ μα­βί, τ πρά­σι­νο κα τ κί­τρι­νο, τ’ λ­λα τ βγά­ζα­νε ­π φυ­σι­κ πρά­μα­τα, λα­δί, θα­λασ­σί, χρυ­σα­φί, λε­μο­νί, πορ­το­κα­λί, λα­χα­νί, τσα­γα­λ (­μυ­γδα­λί), ξυ­δί, κρα­σου­λί, ζα­χα­ρί, κα­φε­δί, στα­χτί, με­λί, κα­στα­νό, ­χυ­ρί, κε­ρα­μι­δί, ψα­ρί, με­λι­τζα­νί, τρι­αν­τα­φυλ­λί, γε­ρα­νί, ρο­δί, τς σκου­ρις τ χρ­μα, τς φω­τις τ χρ­μα.
       Λί­γο ς πο­λύ, ­λοι τους ­μορ­φα κι ­συ­νή­θι­στα μι­λού­σα­νε, σ ζω­γρα­φι­ς ­τα­νε τ λό­για τους, μ ­τα­νε κα κά­τι γέ­ροι ­νά­με­σά τους, πο ­μι­λί­α ­βγαι­νε ­π τ στό­μα τους κι ­π τ μέ­λι γλυ­κύ­τε­ρη, ­πως λέ­γει γε­ρο-­μη­ρος. Α­το στα­θή­κα­νε ο δά­σκα­λοί μου.
       ­π τ’ ρ­χαα λό­για πο ­κου­σα ν λέ­νε κα πο δν τ συ­νη­θί­ζου­με πι ­μες, θυ­μ­μαι γι τν ­ρα το­τα: ­ρη (βου­νά), σκό­λη (σχο­λή, ρ­γί­α), πα­δος, θυ­γα­τέ­ρα, Νε­κτε­να­βός, χα­μέ­νο ρη­γά­το, ποι­γη­τής, πα­λια­ύι (πλα­γί­αυ­λος), ­θαρ­μος (ν­θερ­μος), χω­ρύ­γι (­σβέ­στης), πρς νε­ρο, τούμ­πα (τύμ­βος), πυ­θεύ­ω, κρο­τ κρό­τη­σε τ μω­ρό), λα­τρεύ­ω, ­γα­θός, πα­νά­γα­θος, ­λε­γος, πον­τί­ζω, κι ­σα βά­ζω συ­χν μέ­σα στ γρά­ψι­μό μου. Ο θα­λασ­σι­νο λέ­γα­νε σω­τρό­πι, πο­δό­στα­μο, δοιά­κι, πε­ζό­βο­λας, ­θε­ρί­να, θα­λά­μι, κι λ­λα πολ­λά. Πα­ρά­ξε­να λό­για πο δν τ’ ­κου­σα σ’ λ­λο λ­λη­νι­κ μέ­ρος, λέ­γα­νε το­τα: σκούρ­κα (βρά­χος), κά­κνα (γα­λο­πού­λα), μπιζ­νέ­ρα (τσέ­πη).
       Μα­κά­ριοι ν­θρω­ποι, σν τος λε­γό­με­νους Λω­το­φά­γους, δν τος μό­λε­ψε πλε­ο­νε­ξί­α κ’ πε­ρη­φά­νεια. Γι το­το θ μπο­ρού­σα­νε ν δα­νεί­σου­νε ε­τυ­χί­α σ βα­σι­λιά­δες, σ βε­ζι­ρά­δες κα σ ν­θρώ­πους πο τος τρέ­μει κό­σμος.
       ­λοι-­λοι κα­μι κα­το­στ ν­θρω­ποι ζού­σα­νε ­να γύ­ρο σ τού­τη τ θα­λασ­σι­ν λί­μνη: τσομ­πά­νη­δες, ψα­ρά­δες, γι­α­λι­κά­ρη­δες κα κε­ρα­μι­δα­ρα­οι. Μα­κρι ­π τν πο­λι­τεί­α, πο ­τα­νε χτι­σμέ­νη στ πα­ρα­έ­ξω μέ­ρος το μπου­γα­ζιο, κι ­π τ Γε­νι­τσα­ρο­χώ­ρι, πό­πε­φτε κα­τ τ μέ­σα μπου­γά­ζι, λ­λ μα­κρι ­μως ­π τ θά­λασ­σα, δί­χως ν φαί­νε­ται.
       ­πο­τε κο­νο­μή­σω λί­γον και­ρό, λο­γα­ριά­ζω ν στο­ρή­σω σ’ λ­λη φυλ­λά­δα, ­ναν-­ναν, κεί­νους πο στα­θή­κα­νε ο πι σπου­δα­οι κ’ ο πι ­συ­νή­θι­στοι ­νά­με­σά τους.
       Πολ­λος ­π’ α­του­νος δν τος ­φτα­ξα, λ­λ ­κου­σα τν ­στο­ρί­α τους ­π’ λ­λο στό­μα. πι πα­λαι­ς ­π’ ­σους ξέ­ρω στά­θη­κε Γιά­ννης Βλο­γη­μέ­νος. ­π’ ­σους ­φτα­ξα πι σπου­δα­ος ­τα­νε μπάρ­μπα-Μα­νώ­λης Βα­σι­λς(1), τ στοι­χει­ τς θά­λασ­σας. ­στε­ρα ρ­χόν­τα­νε μ τ σει­ρ Λι­βα­νής, Ψύλ­λος, Μπι­λά­λης, Λα­σπί­της, Ξε­ρο­τρό­χα­λος, Μπάμ­που­ρας, Μπαρ­μπά­κος, Ζα­φεί­ρης, Ντάν­τι­νας, ρ­να­ού­της, πα­λα­βο-Πα­ρα­σκευ­άς, Γρί­τσας κι λ­λοι πολ­λοί.
       λ­λοι ­τα­νε στε­ρια­νοί, λ­λοι θα­λασ­σι­νοί, μ κ’ ο πι πολ­λο ο στε­ρια­νο ξέ­ρα­νε ­π θά­λασ­σα, κ’ ­να-δυ­ θα­λασ­σι­νο νο­γού­σα­νε ­π ξο­χα­ρι­κ κα ξέ­ρα­νε ν’ ρ­μέ­ξου­νε. Πο­λυ­τε­χνί­της ­τα­νε Σίλ­βε­στρος, κα­λο­γε­ρό­δια­κος πού ‘­ξε­ρε τ στε­ρι κα τ θά­λασ­σα κα­λά, κ’ ­τα­νε ψάλ­της, θα­λασ­σι­νός, ξο­χά­ρης, τσομ­πά­νης κα κα­ρα­βο­μα­ραγ­κός· λ­λ α­τς ­τα­νε τα­ξι­δε­μέ­νος, ­σκή­τε­ψε κα στ’ ­γιον ­ρος, κα δ λο­γα­ρι­ά­ζε­ται μ τος πρω­τι­νούς, πο τος λέ­γα­νε ο Τορ­κοι «λι­μν μπα­λούκ», δη­λα­δ ψά­ρια το λι­μα­νιο.
       Ο πι ­πο­νη­ρευ­τοι ­π’ ­νά­με­σά τους δν ­τα­νε πα­γαι­μέ­νοι ­π πολ­λ χρό­νια στν πο­λι­τεί­α. Κα­μι φο­ρ πο μ ρω­τού­σα­νε τί γί­νε­ται κό­σμος, θυ­μό­μου­να τν ­στο­ρί­α τ’ ­γιου Μάρ­κου, π’ ­σκή­τευ­ε σ’ ­ναν ­ρη­μον τό­πο κα π­γε ν τν ε­ρει ­νας κα­λό­γε­ρος καί, σν τν η­ρε κα μι­λή­σα­νε γι πολ­λά, τν ρώ­τη­ξε β­βς: «­στα­ται κό­σμος κα θάλ­λει κα­τ τ ρ­χα­ον;» Κα κε­νος τ’ ­πο­κρί­θη­κε: «Ναί, πά­τερ, χά­ρι­τι Χρι­στο, κα ­πρ τ ρ­χα­ον θάλ­λει πλε­ον κό­σμος ­ως τν σή­με­ρον!» ­τσι ρω­τού­σα­νε κα μέ­να κε­νοι ο ν­θρω­ποι.
       ­λος κό­σμος, ο­ρα­νός, στε­ριά, θά­λασ­σα, ­τα­νε γε­μά­τος ­π στοι­χει κι ­π πνέ­μα­τα. Τε­λώ­νια βρι­σκόν­τα­νε στ σύν­νε­φα κα στν πά­το τς θά­λασ­σας, «νυ­κτο­λά­λα, ­στρο­μα­γι­κά, ε­τε ν λ­σοις, ε­τε ν κα­λά­μοις, ε­τε ν δι­ό­δοις, ε­τε ν πο­τα­μος πα­ρα­τρέ­χον­τα». ε­δω­λο­λα­τρί­α κι χρι­στι­α­νι­σμς ­τα­νε ­να­κα­τε­μέ­να στ φαν­τα­σί­α τους, γι το­το τό ‘χα­νε γι ­να πρά­μα χρι­στια­νς κα λ­λη­νας. Πολ­λ ε­δω­λο­λα­τρι­κ πρά­μα­τα λέ­γα­νε πς τά ‘­πε Χρι­στός, πς ε­ναι γραμ­μέ­να στ Βαγ­γέ­λιο.
       Ο ­γε­ρη­δες, πρ πάν­των βο­ρις κ’ νο­τιά, ­τα­νε στ πνέ­μα τους σν ν­θρω­ποι, ­λιος, τ φε­γά­ρι τ ­διο. Τ φί­δια ­τα­νε στοι­χει­ω­μέ­να. ­πάρ­χα­νε δέν­τρα κα πη­γά­δια κα πέ­τρες πο τά ‘­χα­νε γι ­ε­ρά. θά­λασ­σα ­τα­νε ­γι­α­σμέ­νη. Τ ψω­μ ­τα­νε ­γι­α­σμέ­νο, δν πα­τού­σα­νε πο­τς ­πά­νου στ ψί­χου­λα, κι ν ­πε­φτε χά­μου κα­νέ­να κομ­μά­τι ψω­μί, τ’ ­νε­σπα­ζόν­τα­νε κα τ προ­σκυ­νού­σα­νε κολ­λών­τας το στ μέ­τω­πό τους. ­πο­τε πί­να­νε κρα­σί, χύ­να­νε λί­γο στ χ­μα, σ ν κά­να­νε σπον­δή. Χαι­ρε­τού­σα­νε βά­ζον­τας τ δε­ξ χέ­ρι στ στ­θος κα γέρ­νον­τας ­λα­φρ τ κορ­μί τους.
       Ο τσομ­πά­νη­δες βλέ­πα­νε πολ­λς φο­ρς ­ναν τρα­γο­πό­δη στ μαν­τριά, ­νά­με­σα στ γί­δια κα στ πρό­βα­τα. ­μα ρ­ρω­στού­σα­νε τ πρό­βα­τα, κά­να­νε ξόρ­κια πα­ρά­ξε­να· ­μα τε­λεί­ω­νε τ’ ρ­μεγ­μα, βου­το­σε τσομ­πά­νης τ χέ­ρι του στ’ ­φρι­σμέ­νο γά­λα κα ράν­τι­ζε τ πρό­βα­τα, μουρ­μου­ρί­ζον­τας μυ­στι­κ λό­για. Κον­τ σ’ α­τά, τ θυ­μι­ά­ζα­νε μ χρι­στο­λού­λου­δο, κά­να­νε ­για­σμ μέ­σα στ μαν­τρ μ τ κο­πά­δι ­λό­γυ­ρα, κα κρε­μά­ζα­νε φυ­λα­χτ στ λαι­μό τους. Τ κου­δού­νια δν τ βά­ζα­νε μό­νο γι ν χτυ­πο­νε, λ­λ κα γι τ μά­τι, ­πως τς χάν­τρες. Γη­τει­ές, δη­λα­δ μά­για, πο στν ρ­χαί­α γλώσ­σα λέ­γον­ται γο­η­τε­ες, κά­να­νε πολ­λς ο Λη­μιοί, πόρ­χουν­ταν ­π τ Λ­μνο σ το­τα τ μέ­ρη ξο­χά­ρη­δες· ­χω δι­α­βα­σμέ­να πς α­το ­π τ’ ρ­χα­α τ χρό­νια κά­να­νε πολ­λ μα­γι­κά.
       Τ βό­δι κα τ πρό­βα­το τά ‘­χα­νε γι βλο­γη­μέ­να, για­τ ζε­στά­να­νε τν Χρι­στ μ τν ­να­σα­μιά τους τό­τες πο γεν­νή­θη­κε μέ­σα στ πα­χνί· τ γί­δι ­μως τό ‘­χα­νε γι κα­τα­ρα­μέ­νο. Τ γά­δα­ρο βλο­γη­μέ­νον, για­τ σή­κω­σε τν Χρι­στό, κα τ’ ­λο­γο βλο­γη­μέ­νο, για­τ τ κα­βα­λί­κε­ψε ­η-Γι­ώρ­γης. ­π τ δέν­τρα τ πι βλο­γη­μέ­νο ­τα­νε ­λιά, τς Πα­να­γις τ δέν­τρο. δάφ­νη, μυρ­σί­νη, βα­σι­λι­κός, τ δεν­τρο­λί­βα­νο, α­βα­για­νός, ­τα­νε ­γι­α­σμέ­να. συ­κι κα­τα­ρα­μέ­νη ­π τν Χρι­στό.
       Ο θα­λασ­σι­νο πά­λε ε­χα­νε γι στοι­χει­ω­μέ­να κά­τι βρά­χους, πέ­τρες, ξέ­ρες κα σπη­λι­ές. θά­λασ­σα ­για­σε ­π τν Χρι­στ κι ­π τος Δώ­δε­κα ­πό­στο­λους, πο ­τα­νε θα­λασ­σι­νο ν­θρω­ποι, βλο­γη­μέ­να κα τ ρ­γα­λε­α τους, τ δί­χτυ­α κα τ πα­ρα­γά­δια· τ δί­χτυ­α ­μως ­τα­νε πι βλο­γη­μέ­να, για­τ σκε­δι­ά­ζου­νε σταυ­ρό, ­τσι πού ‘­ναι μπλεγ­μέ­να. Τ τε­τρά­γω­νο πα­ν πο βά­ζα­νε στς βάρ­κες τς ­να­το­λς, τ λε­γό­με­νο τέν­τα φού­σκα σα­κο­λε­βί­σο, τ πρω­το­η­ρε ­η-Νι­κό­λας, γι ν μν πνί­γουν­ται ο ν­θρω­ποι, για­τί ε­ναι χα­μη­λ κα φου­σκω­τ κα ξε­θυ­μαί­νει ­γέ­ρας. ­η-Νι­κό­λας η­ρε κα τ τι­μό­νι μ τ βε­λό­νια, για­τ πρν ο ν­θρω­ποι ε­χα­νε γι τι­μό­νι ­να κου­πί, κα γι το­το δν τα­ξι­δεύ­α­νε μ τ πα­νι στ ρ­τσα, δη­λα­δ κα­τα­πά­νου στν ­γέ­ρα, λ­λ μο­νά­χα πρί­μα κα δευ­τε­ρο­πρί­μα.Τς κου­ρί­τες πά­λε, μ’ λ­λα λό­για τ ρη­χ τ πε­ρά­μα­τα, πο ‘­ναι ­δια μο­νό­ξυ­λα, ­σια ­π κά­του δί­χως κα­ρί­να, τ η­ρε Χρι­στός, γι ν πλεύ­ου­νε στ ­με­ρα κα στ ρη­χ τ νε­ρά, κι ­π πά­ν’ ­π τ δί­χτυ­α, ­πει­δ δν πι­ά­νου­νε πο­λ νε­ρό.
       Πολ­λς φο­ρς μο λέ­γα­νε πς ε­δα­νε γορ­γό­νες ν λι­ά­ζουν­ται γι ν βου­τ­νε στ’ ­νοι­χτ δί­πλα στ βάρ­κα, κα λ­λα στοι­χει ν φτερ­νί­ζουν­ται μέ­σα στς σπη­λι­ές, κά­τι λ­λα στοι­χει πά­λε κα­βα­λι­κε­μέ­να ­πά­νου σ σκυ­λό­ψα­ρα, ­χι ­μως σ δερ­φί­νια, για­τ μέ­σα στ μπου­γά­ζι δν ε­χε δερ­φί­νια, σπά­νια νά ‘­χα­νε κα­νέ­να τ νε­ρά του κα νά ‘μ­παι­νε μέ­σα. Μο λέ­γα­νε κα γι κά­ποι­ο στοι­χει­ μ γέ­νια μα­ρα, ­με­ρο, π’ ­γα­π τος ν­θρώ­πους, Κουν­τεν­τς λε­γό­με­νος· πολ­λς φο­ρς κα­θό­τα­νε στ βρά­χια κα δ μι­λο­σε. ­ποι­οι λά­χαι­νε ν τν δο­νε, λ­λά­ζα­νε δρό­μο γι ν μν τν στε­νο­χω­ρέ­σου­νε. ­σως νά ‘­τα­νε ρ­χα­ος Τρί­τω­νας.
       Στε­ρια­νο κα θα­λασ­σι­νοί, ε­χα­νε τν ­να­το­λ γι βλο­γη­μέ­νη, για­τί ­κε γεν­νή­θη­κε Χρι­στός, κι ­π κε βγαί­νει ­λιος, κι ­σοι ν­θρω­ποι γεν­νι­ον­ται στν ­να­το­λή, ε­ναι βλο­γη­μέ­νοι, λ­λη­νες κα Τορ­κοι.

Πηγή: Τ ­ϊ­βα­λί, πα­τρί­δα μου (κδ. γκυρα, 2014).

Φώ­της Κόν­το­γλου (λο­γο­τε­χνι­κ ψευ­δώ­νυ­μο το Φώ­τιου ­πο­στολ­λέ­λη, ­ϊ­βα­λί, 1895-­θή­να, 1965). Πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μιο, ζω­γρα­φι­κή. ­να­ζή­τη­σε τν α­θεν­τι­κό­τη­τα στν κ­φρα­ση μέ­σ τς ­πι­στρο­φς στν λ­λη­νι­κ πα­ρά­δο­ση, τό­σο στ λο­γο­τε­χνι­κ ­σο κα στ ζω­γρα­φι­κό του ρ­γο. Ε­χε ση­μαν­τι­κό­τα­τη συμ­βο­λ στν χ­ρο τς βυ­ζαν­τι­νς ε­κο­νο­γρα­φί­ας. Θε­ω­ρε­ται ς ­νας ­π τος κυ­ρι­ό­τε­ρους κ­προ­σώ­πους τς «Γε­νις το Τριά­ντα». Μα­θη­τές του ­πρ­ξαν Γιά­ννης Τσα­ρού­χης, Νί­κος γ­γο­νό­που­λος, Κώ­στας Ξυ­νό­που­λος κα πολ­λο λ­λοι. Πρ­το του βι­βλί­ο: Pedro Cazas (­ϊ­βα­λί, τυπ. Α­ο­λι­κς ­στήρ, 1918).  Κυ­κλο­φο­ρον ν­τε­κα τό­μοι ­π τ ρ­γο του ­π τς κ­δό­σεις «­στήρ» (1962 κ..).