Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας της Έμμα Ρέγιες

                             Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας
                                  της Έμμα Ρέγιες (1919-2003)
                                       εκδόσεις Ίκαρος
Η Emma Reyes  γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας το 1919. Ήταν καλλιτέχνις και διακρίθηκε ως ζωγράφος και σκιτσογράφος. Έζησε στο Μπουένος Άιρες, στο Μοντεβιδέο, στην Ιερουσαλήμ, στην Ουάσιγκτον και στη Ρώμη, πριν εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1960. Το 2003, τη χρονιά που πέθανε, η Γαλλική κυβέρνηση την τίμησε με τα διάσημα του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών. Σπουδαία έργα της βρίσκονται στην Ισπανία, Κολομβία, Γαλλία. Εργάστηκε πλάι στον Ντιέγκο Ριβέρα και την Φρίντα Κάλο.
Στο «Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας», αναφέρονται είκοσι τρεις επιστολές, που έστειλε η  διάσημη ζωγράφος Έμμα Ρέγιες,  στον διανοούμενο  φίλο της  Χερμάν Αρσινιέγας. Οι επιστολές της Ρέγιες είναι αυτοβιογραφικές  της παιδικής ηλικίας της.


Το διάβασα μέσα σ’ ένα απόγευμα. Καθώς το διάβαζα, είχα την εικόνα του εαυτού μου μαθήτρια στο δημοτικό να διαβάζει με μανία ιστορίες του Ντίκενς, στα κλασικά εικονογραφημένα. Με βλέπω να πνίγομαι στο κλάμα και στην αγανάκτηση με τον Όλιβερ Τουίστ, με τον Πιπ στις Μεγάλες προσδοκίες και με τη δίψα που είχα, να ρουφώ (αυτή η λέξη στην κυριολεξία μου πηγαίνει) μέχρι τέλους  τα έργα.
Η αυτοβιογραφία των παιδικών χρόνων της Έμμα Ρέγιες, σε γεμίζει αγανάκτηση, συγκίνηση και προπάντων αισιοδοξία.
Αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον μου είναι πώς κατορθώνει ένα παιδί που ποτέ δεν είδε, δεν έζησε και δεν ξέρει τι θα πει κόσμος, αφού είναι κλεισμένο σ’ ένα μοναστήρι-φυλακή, να απελευθερωθεί και να εξελιχθεί σε σπουδαία καλλιτέχνιδα και άνθρωπο με ανώτερη σκέψη. Η ρήση του Καζαντζάκη «Σε κάθε είδους σκλαβιά απαντάμε με ελευθερία», ήταν, ως φαίνεται, γραμμένη στο γενετικό της κύτταρο.


            Ας δούμε την ιστορία της πεντάχρονης ΄Εμμα.  Ζούσε με την λίγο μεγαλύτερη αδελφή της, ένα μικρό αγόρι και μια πολύ νέα κυρία, τη Μαρία. Τα μαύρα μαλλιά της κυρίας Μαρίας την κάλυπταν ολόκληρη, κι όταν τ’ άφηνε ελεύθερα ήταν σαν ένας θάμνος που την αγρίευε και η Έμμα κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι τρομαγμένη. Το πολύ μικρό σπίτι τους, είχε ένα μόνο δωμάτιο χωρίς παράθυρα και μια πόρτα που έβγαζε στο δρόμο. Δεν είχε ηλεκτρικό ούτε τουαλέτα. Άδειαζε καθημερινά σε ένα σκουπιδότοπο το ουροδοχείο τους και το σκούπιζε με παλιόχαρτα. Εκεί παίζανε με τα παιδιά της γειτονιάς. Μέσα στον σκουπιδότοπο περνούσε η ζωή τους. Μια μέρα πήρε το μικρό αγόρι κι έφυγε η κυρία Μαρία, αφού κλείδωσε τα κοριτσάκια στη μικρή κάμαρα για μέρες, βρόμικα, πεινασμένα, να κλαίνε και να περπατούν στα αποπατήματά τους. Από τα κακά στα χειρότερα όταν την έκλεισαν με την αδελφή της σε μοναστήρι, σχεδόν για δεκαπέντε χρόνια. Να εργάζεται σκληρά, κάθε μέρα, όχι σαν εργάτης, αλλά σαν δούλος, για ένα πιάτο χυλό. Παιδιά θύματα θρησκευτικών μηχανορραφιών, εργασιακής εκμετάλλευσης, εξουσίας και απανθρωπιάς  από την ιεραρχία των καλογριών του μοναστηριού της Παναγίας της Βοήθειας.

Μέχρι που το σκάει. Έτσι απλά το σκάει. Είναι περίπου δέκα οχτώ χρονών, ξέρει λίγα γράμματα, καλό κέντημα, έχει άδειες τσέπες και προχωράει. Θέλει να γνωρίσει τον κόσμο, τις φωνές των ανθρώπων, τα γράμματα, τα λουλούδια, τα χρώματα, όλα αυτά που σαν όνειρο επαναλαμβανόμενο την σπρώχνουν στην ελευθερία και η ελευθερία αφήνει να ξεχυθούν τα φυσικά της χαρίσματα στα μάτια του παγκόσμιου θαυμασμού της ζωγραφικής και πεζογραφίας.
---------……………….-----------


Δεν υπήρχε μέρα που να μην ήταν το δοχείο γεμάτο ως επάνω και οι μυρωδιές που έβγαιναν απ’ αυτό το δοχείο ήταν τόσο εμετικές που πολλές φορές εγώ ξερνούσα από πάνω….. Η μεταφορά του ξέχειλου δοχείου από το σπίτι στο σκουπιδότοπο ήταν η πιο πικρή στιγμή της ημέρας. Έπρεπε να περπατήσω χωρίς να παίρνω ανάσα σχεδόν με το βλέμμα καρφωμένο  στα κακά, ακολουθώντας το ρυθμό της κίνησής τους, κυριευμένη απ’ τον τρόμο μη μου χυθούν πριν φτάσω, πράγμα που σήμαινε φοβερή  τιμωρία.

Φοβόμασταν ότι θα μας εγκατέλειπαν γιατί είχαμε πέσει σε αμαρτία. Τι είναι η αμαρτία; Και ο διάβολος που παίρνει τα αμαρτωλά κορίτσια, ποιος να είναι αυτό ο διάβολος;
Να κάνουμε πιπί ήταν ένα tour de force. Όταν μας άνοιγαν τις πόρτες των κοιτώνων , βγαίναμε σαν αληθινές φοράδες, ολοταχώς για να φτάσουμε πρώτες στις μοναδικές πέντε τουαλέτες που υπήρχαν…. Ήταν σχεδόν κωμικό να βλέπεις ν’ αναπηδούν στο ένα πόδι , να κάνουν κουτσό, όπως λέγαμε για να συγκρατήσουν την ανάγκη τους … ασφαλώς εγώ δεν μπορούσα να περιμένω και κατέληγα να κάνω πιπί στο πάτωμα. Μ’ έλεγαν βρομιάρα, γουρούνα, πρωτόγονη Ινδιάνα.
 Ο ιερέας στεκόταν όρθιος… ξαφνικά ένιωσα το χέρι του ν’ αγκαλιάζει τη μέση μου και με το άλλο να σπρώχνει το κεφάλι πίσω και να μου δίνει ένα φιλί στο στόμα κι ύστερα κατέβασε τα χέρια του και μου ζούληξε τα στήθη…. Δεν ξέρω πως σκέφτηκα  να τραβήξω με το ένα μου πόδι το πόδι του τραπεζιού κι έριξα όλο το πρωινό στο πάτωμα. Ο θόρυβος που έκανε ο δίσκος, ήταν τόσο  δυνατός που τρόμαξε ακόμη κι ο ιερέας κι αφάγωτος έφυγε τρέχοντας αλλά πριν φύγει μου έδωσε μια σπρωξιά τόσο δυνατή που πήγα κι έσκασα με το κεφάλι πάνω στον Σαν Κριστόμπαλ.
Όταν έκλεισα πίσω μου τη χοντρή, βαριά πόρτα, ανάσανα έναν αέρα που δεν μύριζε μοναστήρι κι ο κρύος άνεμος μου έδωσε την εντύπωση πως είχε βγει πίσω από την πόρτα για να με τρομάξει, αλλά τώρα πια ήταν αργά για όλα. Ο δρόμος ήταν μακρύς κι ανηφορικός. Στο βάθος είδα ένα κομματάκι του καμπαναριού μιας εκκλησίας. Πριν ξεκινήσω για τον κόσμο, κατάλαβα πως είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που ήμουνα κοριτσάκι. Στο δρόμο δεν υπήρχε  κανένας, μόνο δυο κοκαλιάρικα σκυλιά που μύριζαν το ένα τον κώλο του άλλου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: