Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

MANEKEN

Μέρος πρώτο.

Γύρισα από τη δουλειά άρρωστη, πονόλαιμος, βήχας, τα συνηθισμένα συμπτώματα ίωσης, που με επισκέπτονται τουλάχιστον ανά δυο μήνες κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Είχα τηλεφωνήσει, εντωμεταξύ, της μάνας μου για την αρρώστια και με το που μπήκα με πήρε η μυρωδιά της κρεατόσουπας. Ήρθες Αναστασία μου, κάνε ένα ζεστό μπάνιο, έχω ανάψει το θερμοσίφωνο από ώρα, έλα μετά να φας ζεστή-ζεστή τη σούπα και κουκουλώσου στο κρεβάτι μόλις ιδρώσεις θα σου περάσει. Θα σου βάλω στο στήθος μια πετσέτα ποτισμένη με τσικουδιά να δεις για πότε θα σταματήσει ο βήχας, φώναξε η μάνα μου, ενώ ο πατέρας μου πρόσθεσε, εγώ θα στύψω δυο πορτοκάλια να πιεις, πριν φας, είναι το καλλίτερο φάρμακο για τη γρίππη.

Αυτοί οι γονείς μου είναι να τους χαίρεσαι, τριάντα χρόνια μαζί, αγαπημένοι, στοργικοί, προστατευτικοί σε μένα. Δάσκαλοι και οι δυο και τα τελευταία τρία χρόνια συνταξιούχοι, ξοδεύουν τη μισή μέρα στο να ψωνίζουν τρόφιμα να μαγειρεύουν ό,τι πιο νόστιμο μπορεί κανείς να φανταστεί έτσι έχουμε καθημερινά ένα στρωμένο τραπέζι μ’ όλα τα καλά και οπωσδήποτε το κόκκινο κρασάκι, που κάνει καλό σε μένα, γιατί δήθεν είμαι αναιμική. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν στα δέκα μου χρόνια και τώρα είμαι είκοσι πέντε, εγώ βέβαια γκρινιάζω ότι όλα αυτά παχαίνουν, όμως με παίρνει η μυρωδιά και δεν αντιστέκομαι στη νοστιμάδα των κεφτέδων, του στιφάδου, του φρικασέ, των ντολμάδων και τόσων άλλων, που έχω φτάσει τα εξήντα πέντε κιλά και το ύψος μου δεν ξεπερνάει το ένα πενήντα πέντε. όταν παραπονιέμαι στη μάνα ότι είμαστε όλοι παχουλοί, εκείνη σίγουρη για την ωραία εικόνα της οικογένειάς μας επιμένει ότι είμαστε όπως πρέπει και μάλιστα γεροί όμως εμένα το πάχος που έχει συσσωρευτεί στα κωλομέρια μου με ενοχλεί και παρ’ όλο που κάνω γυμναστική δυο, τρεις φορές την εβδομάδα δε λέει να φύγει. Η μάνα μου βέβαια επιμένει και επαναλαμβάνει, γυναίκα χωρίς πιασίματα παιδί μου δεν είναι γυναίκα και είσαι μια χαρά, έτσι είναι το σχήμα του γυναικείου σώματος, σαν αχλάδι, εγώ όμως δεν είμαι σαν αχλάδι, μάλλον προς αχλάδα φέρνω. Είναι η δεύτερη μέρα που βρίσκομαι στο κρεβάτι κι έχω μάθει απέξω κι ανακατωτά όλα τα προγράμματα της πρωινής ζώνης των καναλιών· αυτό το μανεκέν, η Μπέλλα, θεέ και κύριε τι πλάσμα, ψηλόλιγνη, όμορφη, παθαίνω ταράκουλο να την κοιτάζω, δεν σκιάζομαι που οι γονείς μου την ψέγουν για τα ελληνικά της, άκου να λέει στις μιάμιση, άκου της συνεχής πορείας, εγώ εκείνο που βλέπω είναι μια καλλονή, μια σαγηνευτική γυναίκα, που όπως λέει τα χρωστάει όλα στις ασκήσεις γυμναστικής όπως αναφέρονται στο πρώτο της βιβλίο, «γυμναστική ίσον ομορφιά», επίσης στο δεύτερό της βιβλίο με συνταγές μαγειρικής «πως να μην παχύνετε ποτέ», όμως τα υλικά που βάζει κάπως παράξενα για τις συνήθειες της μάνας μου, που είναι φανατική της ελληνικής κουζίνας, άκου φιστικέλαιο, ακου γάλα καρύδας, άκου μάνγκο, άκου ένα κουταλάκι ρας ελ χανούθ και νουόκ-μαμ, μαζί με κλωνάρι σιτρονέλας, τα ακούει η μάνα μου και βγάζει σπυράκια. Τι ωραία θα ήταν κάποιος να μου τα μαγείρευε όλα αυτά, όμως το τρίτο της βιβλίο με τον τίτλο «πως να κατακτήσετε ένα πλούσιο και διάσημο άντρα», είναι αυτό που σίγουρα μόλις γίνω καλά θα πάω να το αγοράσω, η αλήθεια είναι ότι το πλούσιος και διάσημος καθόλου δεν με συγκινεί, απλά να μάθω τον τρόπο βρε παιδί πώς να κατακτήσω έναν άντρα, είκοσι πέντε έγινα κι ακόμα ούτε με κατάκτησαν ούτε κατάκτησα... τελείωσε η εκπομπή όμως η μορφή αυτής της ομορφογυναίκας κόλλησε στα μάτια μου, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Ο διευθυντής μου, μου έδωσε μια πρόσκληση για την πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, θα πάω οπωσδήποτε λατρεύω τους ηθοποιούς που παίζουν σ’ αυτό το έργο, δε θα το χάσω με τίποτα.

Έφτασε η μέρα και πήγα μισή ώρα νωρίτερα, όλος ο γνωστός κόσμος του θεάτρου, της τηλεόρασης και της πολιτικής ήταν εκεί, όμως σάστισα όταν είδα και την Μπέλλα, θεέ μου αυτή ήταν ακόμα πιο όμορφη απ’ ό,τι φαινόταν στο γυαλί.

Χτύπησε το δεύτερο κουδούνι, όταν με ευχαρίστηση διαπίστωσα ότι η Μπέλλα καθόταν ακριβώς δίπλα μου σκέφτηκα μήπως βρω την ευκαιρία να ανταλλάξω δυο κουβέντες μαζί της, θα μου’ δινε μεγάλη χαρά.

Ήμουνα προσηλωμένη και με διέτρεχε ρίγος συγκίνησης στην τραγική εκείνη σκηνή που ο μικρός αδελφός γρονθοκοπεί τον μεγάλο που είναι μεθυσμένος και πέφτει κλαίγοντας κάτω στα πόδια του απελπισμένου τους πατέρα, όταν ένας ενοχλητικός θόρυβος στ’ αυτιά μου και μια μυρωδιά ξινίλας με αηδίασε, συνάμα με εκνεύρισε γιατί διέκοπτε την προσοχή μου στο καλλίτερο μέρος του έργου γύρισα το κεφάλι θυμωμένη στο πλάι και αυτό που είδα με τάραξε, το μανεκέν είχε γείρει το κεφάλι στον ώμο της και κοιμόταν του καλού καιρού, ο θόρυβος ήταν το ρουθουνητό της, η αηδιαστική μυρωδιά ερχόταν από το μισάνοιχτο στόμα της με το κάτω χείλος κρεμασμένο σχεδόν στο πηγούνι, μια ελεεινή φιγούρα, που με τσάτισε ακόμα πιο πολύ όταν στο τέλος του έργου ξύπνησε και χειροκροτούσε επιδεικτικά, φωνάζοντας ‘’μπράβο’’.

Έφυγα απογοητευμένη από το θέατρο δεν ευχαριστήθηκα την παράσταση, παρηγορήθηκα με τη σκέψη να πάω να ξαναδώ το έργο με την ησυχία μου όμως έτριψα τα χέρια μου από ικανοποίηση που δεν ξοδεύτηκα να αγοράσω τα βιβλία αυτής της ασήμαντης και ήσσονος γυναίκας, όπως πολύ σωστά θα έλεγαν και οι γονείς μου.


Μέρος δεύτερο.

Γύρισα κουρασμένη από το studio έκανα απανωτά γυρίσματα, που θα μεταδοθούν τηλεοπτικά την μεθεπόμενη βδομάδα ήμουνα εκεί από το πρωί και έχει πάει η ώρα έξι τ’ απόγευμα και ίσα που προλαβαίνω να κάνω μπάνιο, να μακιγιαριστώ και να φύγω έχω στο μυαλό να κάνω τόσα πράγματα και ιδιαίτερα να γράψω άλλο ένα βιβλίο, αυτό θα με ικανοποιούσε απ’ όλα πιο πολύ.

Ήπια ένα χυμό, έφαγα μια σαλάτα και κείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο ήταν η μητέρα μου από τη Ν. Υόρκη μιλήσαμε για λίγα λεπτά, μια και πάντα με βρίσκει βιαστική και πολυάσχολη, της υποσχέθηκα ότι μετά το τέλος της σεζόν θα πάω να τους δω. Με ρώτησε πώς πάω με τη γλώσσα κι ενθουσιάστηκε που της είπα ότι γράφω βιβλία και δεν κρύβομαι να λέω ότι η κάθε μου μέρα είναι σπουδή στα ελληνικά αφού μεγάλωσα και σπούδασα στην Ν. Υόρκη από ΄Ελληνες γονείς, που πήγαν στην Αμερική τη δεκαετία του ’60, όμως τα καλοκαίρια επισκεπτόμουν την Ελλάδα και λάτρεψα τα νησιά της, το φως της και τους ανθρώπους της. Οπότε ήρθα και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα και καθόλου δεν το έχω μετανιώσει.

Σήμερα έδειχνα τουλάχιστον επί είκοσι λεπτά ασκήσεις γυμναστικής τόσο απλές που ακόμα κι ένα μικρό παιδί μπορεί να τις κάνει κι αν κανείς διαθέσει τουλάχιστον δέκα πέντε λεπτά την ημέρα είναι σίγουρο ότι θα καταναλώσει τις παραπανίσιες θερμίδες.

Στη συνέχεια πρότεινα διαιτολόγιο πλούσιο σε βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία για σωστή διατροφή έδωσα και πολλές συμβουλές για την επιδερμίδα του προσώπου γυναικών και αντρών επιμένοντας στην καθημερινή ενυδάτωση, καθώς και στην αντηλιακή της προστασία, χειμώνα καλοκαίρι.

Μετά πασαρέλα για φωτογράφηση και video σε ρούχα υψηλής ραπτικής, για σώματα υψηλής αισθητικής, όπως διαφημίζει το περιοδικό μόδας που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες λικνιζόμουν όπως ακριβώς μου ζητούσε ο φωτογράφος και ο μόδιστρος, έπρεπε να εκπέμπω αισθησιασμό και σαγήνη. Έμειναν όλοι ευχαριστημένοι καθώς κι εγώ από την αμοιβή.

Είμαι έτοιμη κάπνισα ένα τσιγάρο, με ξεκουράζει το άτιμο, μάλιστα τώρα τελευταία το’χω παρακάνει τελειώνει το πακέτο μέχρι το μεσημέρι και πολλές φορές και μισό από το δεύτερο.. θα δούμε τι μπορώ να κάνω και γι’ αυτό. Μου λείπει ύπνος, δυο μέρες τώρα μια με τα γυρίσματα, μια με την πασαρέλα και τις διαφημίσεις, δεν έχω κοιμηθεί. Τελευταία ματιά στον καθρέφτη και δρόμο για το θέατρο, ο πρωταγωνιστής του έργου, είναι θαυμαστής μου και μου πρότεινε μετά την πρεμιέρα να φάμε μαζί, δεν αρνήθηκα, αν και πολύ θα ήθελα να γυρίσω νωρίς στο σπίτι, να κοιμηθώ. Με το τσιγάρο στο στόμα έφυγα βιαστική για το θέατρο.

Πολλοί γνωστοί και άγνωστοι με χαιρετούσαν με κολακευτικά λόγια και σχεδόν σε όλων τα μάτια έβλεπα θαυμασμό για την καλλιγραμμία του σώματός μου κι εγώ σκεφτόμουν τι άνετα μπορεί κανείς να γίνει καλλίσωμος διαβάζοντας τα βιβλία μου.

Κάθισα στη θέση μου και σχεδόν από την πρώτη σκηνή ένιωσα να χαλαρώνω από την κούραση της μέρας. δίπλα μου ένα κορίτσι με κοιτούσε με θαυμασμό κι εγώ της χαμογέλασα. Με ξύπνησαν τα χειροκροτήματα του κόσμου ένιωσα ένα φαρμακερό βλέμμα από το κορίτσι δίπλα μου, ίσως ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω της και ενοχλήθηκε δεν ξέρω, λυπήθηκα γι αυτό, όμως χειροκρότησα με θέρμη τον Κωστή, όπως έκαναν όλοι, πρέπει να ήταν σπουδαίος στο ρόλο του.

Ευτυχώς ξεκουράστηκα θα είμαι στο ραντεβού σε καλή φόρμα και ότι ήθελε προκύψει....

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

όνειρο!!!! χμμμ χίμαιρα...

Φαντάστηκα λέει τα τανκς άροτρα, τα όπλα αξίνες, τους στρατιώτες Οικοδόμους, Αγρότες, τις μάχες Πανηγύρια και Γιορτές, τα στρατόπεδα Κατασκηνώσεις! τις χειροβομβίδες, τις σφαίρες, τις οβίδες, Βεγγαλικά! Τα ναρκοπέδια Εύφορα Χωράφια! Τα ναρκωτικά Ζαχαρωτά! Τις φυλακές Νοσοκομεία, Ξενοδοχεία! Τους αστυνόμους, τους παπάδες, τους δικαστές Θεατρίνους στη σκηνή! Τους ανθρώπους Εραστές της Φύσης της Ζωής. Ζωή χωρίς βία, μπαρούτι, με Τραγούδι, με Έρωτα, με δουλειά, όχι δουλεία.
Φαντάσου πόρτες ανοιχτές, καρδιές ξεκλείδωτες!!
Αντέχεις τόση χαρά, τόση ελευθερία, τόση ευτυχία;
Ουτοπία μου φωνάζουν, αφήστε με ουρλιάζω στο όνειρο , ευτυχώς δεν το απαγόρεψαν ακόμα....

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Kάτι λίγα από τα πολλά.. του Γιάννη Ξανθούλη.

Τι ευχάριστο μαντάτο, θα μας επισκεφτεί; Αναφώνησα, ενώ ένα σμάρι αναγνωστριών κελάρυζε σαν το νερό στο ρυάκι ανθολογώντας κείμενα από το τελευταίο του βιβλίο.

Σκέφτηκα να κάνω αυτό που μπορούσα κι ήταν ένα μικρό «μενού» μέσα από τα πολλά που κατά καιρούς ο ίδιος μυθολογούσε και είπα δεν μπορεί κάτι θα τσιμπήσει. Το παραθέτω και σε σας ευχόμενη καλή όρεξη στις σκέψεις, στις αναπολήσεις, στα ταξίδια φαντασίας, καλωσορίζοντας τον καλεσμένο μας με τη γλώσσα που μαθαίνει τελευταία και λιπαίνει το μνημονικό του, όπως ο ίδιος ομολογεί...

Xοσ Γκελντιν. Γεμεκλεριμιζί ινσαλλαχ μπεγενίρσινιζ.



Τι να πρωτοπεί κανείς για να περιγράψει αυτήντην ακούραστη πνευματική μηχανή ή καλύτερα αυτό το καθαρόαιμο άλογο καταπληκτικής σβελτάδας γραφής και λόγου· λέγοντας καθαρόαιμος μήπως εννοούμε τον elit συγγραφέα; ή την αφρόκρεμα της ελληνικής λογοτεχνίας; Κάθε άλλο θα λέγαμε διαβάζοντάς τον, ίσα, ίσα που τον βρίσκουμε φλεγματικό στο χιούμορ, σαρκαστικό, ρεαλιστή, ειρωνικό, αθυρόστομο, συναισθηματικό, ερωτικό, ασίκη και ένα σωρό άλλα επίθετα που θα του πήγαιναν γάντι μια και έχουμε την ακτινογραφία του σε δεκάδες βιβλία εκατοντάδων σελίδων όπου μας κλείνει το μάτι, παραδεχόμενος ναι είμαι αυτός, κι αυτός, κι αυτός, κι αυτός. …

Τι κάνει αυτός ο μεγάλος παραμυθάς; «Μπιρντέν-μπιρέ» μας μαγεύει, μας τσιγκλίζει από τη νωχελική μας σιέστα του καυτού καλοκαιριού, από τη μάζωξη στη θαλπωρή του σπιτιού μας τις χειμωνιάτικες νύχτες, ξύνει πληγές ζωής, στιγμές που έχουμε περάσει και αποξεχνώντας τις πετάξαμε, όμως εκείνος μας τις φέρνει στο πιάτο και λεει:

* *
«ξέρετε εκεί το ’62 θάταν, γύρω στα 16 μας, θυμάστε εκεί στην πλατεία με συμμαθητές και συμμαθήτριες κατηφορίσαμε προς τον κεντρικό δρόμο εκεί που η πολιτεία μας τα χρόνια εκείνα είχε τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα καλά εστιατόρια, όπου έβρισκες πάντα ψάρι φρέσκο και σπεσιαλιτέ σουτζουκάκια με πικάντικους πολίτικους μεζέδες, ρετσίνα «Μαλαματίνα» και μπίρα ποτήρι. Στρωθήκαμε με πορτοκαλάδες, παγωτά και σοκολατίνες στο «Ελβετικό» σαν ένα πολύβουο χαρούμενο μελίσσι. Ανάψαμε οι πιο τολμηροί τσιγάρα, τράβηξαν κάνα δυο ρουφηξιές και οι μαθήτριες, έριξα και μια πονηρή ματιά στην υπέροχη Μαίρη που βολτάριζε τώρα με το χρυσοστολισμένο αντισυνταγματάρχη μπαμπά της και η ζωή συνεχιζόταν επαρχιακή, μεσημεριάτικη, εφηβική……
«το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα. 1984»


* *
Όμως η μηχανή του χρόνου μάς πάει ακόμα πιο παλιά φωνάζει: κοίταξε είσαι μόλις δέκα χρονώ και….


«Δεν ξέρω αν όλα τα παιδιά στα δέκα τους χρόνια έχουν τη στύση που είχαμε εγώ και ο δίδυμος αδελφός μου ο Φώτης. Είχαμε θάλεγα και λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό γιατί πολύ αργότερα όταν θα προσπαθούσα να θυμηθώ την αίσθηση εκείνης της εποχής, που κράτησε όσο η εποχή των ρομαντικών παγετώνων και των άλλων προσώπων της γης, τότε που τα μαμούθ ερωτεύονταν δεινοσαύρους ή άλλα, τέλος πάντων αξιέραστα τέρατα που δεν ξέρω να σας πω τα ονόματά τους, η αίσθηση λοιπόν αυτή, θα ήταν ίδια σαν όλες τις φορές που, κατόπιν, γέρος και ακόλαστος ή καθαγιασμένος ή στερημένος ή ερωτευμένος με τα φαντάσματά μου, θα αναρωτιόμουν πόσο διαφορετικά ήταν τότε απ’ το μετά και το τώρα….»
"πεθαμένο λικέρ. 1987."


* *

Τον είπαμε μάγο και δεν πέσαμε καθόλου έξω, ας αφήσουμε τον μικρό Ηλία να μας τα πει πρώτο χέρι:

«Σταμάτησε ν’ ανασάνει, να ηρεμήσει την καρδιά του, να κόψει την τρεμούλα που, απ’ τη ραχοκοκαλιά, έστελνε ριπές ρίγους στην κάτω σιαγόνα. Αφουγκράστηκε το τίποτα της νύχτας. Η νύχτα μονίμως αχνή, μονίμως ν’ αναδεικνύει τη σιωπή με τους φανταστικούς της ήχους.
Δεν ήταν κουτός ούτε κουβαλούσε τις συνηθισμένες φοβίες των παιδιών. Καμιά φορά καμάρωνε την αντοχή του στη μοναξιά. Σε λίγο η ορφάνια θα του γινόταν παράσημο, θα ψηνόταν στη ζωή, όπως τόσα και τόσα παλικαρόπουλα ορφανά της παγκόσμιας ιστορίας.

Του ήταν δύσκολο να καταλάβει πώς μπέρδεψε την κατεύθυνση, εκτός κι αν ηθελημένα είχε βρεθεί εκεί. «Δηλαδή εδώ. Δηλαδή πουθενά».
Νόμισε πως άκουσε τη φωνή να εξηγεί το ανεξήγητο και να ομολογεί πως Δε βρισκόταν πουθενά, κι ας έμοιαζαν όλα γνώριμα μες στη σιωπηλή κίτρινη ανησυχία της βεράντας. ΄Επειτα κάρφωσε το βλέμμα του στο σκοτεινό τζάμι της πόρτας που οδηγούσε στην κουζίνα. Και ήταν εκεί.
Ήταν εκεί και τον κοίταζε με τα γλυκά καστανά του μάτια να λάμπουν, όπως λάμπουν τα μάτια που είναι στολισμένα με δάκρυα, ακόμα κι όταν δεν κλαίνε. Το παιδί εκείνο, που η ανάσα του θάμπωνε το τ
ζάμι, επαναλάμβανε το όνομά του «Μεχμέτ». Και μιλούσε τη γλώσσα του πανικού. Δεν άκουγε ο Ηλίας τον ήχο των λέξεων μα ένιωθε ότι στο μυαλό του ανοίγονταν χάρτες γεμάτοι κόκκινες ενδείξεις, που τον ταξίδευαν προς το Βορά με ανατολικό έρεισμα…..»
''Τούρκος στον κήπο 2001''.


* *
Θυμάστε να είπαμε ότι αθυροστομεί; ή είναι η ιδέα μας;


Μόνο στο δωμάτιό του είχε μια γκραβούρα με φιγούρες γυναικών ξεβράκωτων, καπακωμένων από άγριους πολεμιστές ή θηρευτές κωλοτρυπίδων. Κατά τα άλλα, το μπροκάρ, τα βελούδα, τα χαλιά και τα κρόσσια ήταν τόσα, που άνετα θα έντυναν τουλάχιστον είκοσι πορνεία πολυτελείας. Χώρια τα πέντε τομάρια ζέμπρας και το ένα λιονταριού, με κεφάλι κατά τι μικρότερο από τη βάλανο του Εφραίμ!


Κι ακόμα…..

«έχεις μουνάκι κάθετο
παρθένο κι αδιάθετο»

''Θείος Τάκης. 2005.''


* *


Άραγε τον είπαμε στοχαστή; Μήπως ποιητή; Σημειώστε αυτή τη φράση:

Πόσος μόχθος χρειάζεται για να ενηλικιωθείς!!!!!

* *

Τον είπαμε ερωτικό δεν είναι; Ακούστε τον λοιπόν:

«Την τράβηξε βίαια, γεμίζοντας το λαιμό της φιλιά και δάκρυα. Του αρκούσε που ξανάβρισκε το δέρμα της, που ξυπνούσαν ο πόθος και τα μανιτάρια μια γλυκιάς απόγνωσης, που τα χέρια του ταξίδευσαν σε μυστικές κοιλότητες με σιγουριά ώριμου άντρα που οι χυμοί του ανάβλυζαν πρόθυμα από παντού, που κατάπινε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της, που ανάσαινε τη γαλακτερή ευωδιά του στήθους της…»



Αχ αυτή η μνήμη πόσο μας τρομάζει όταν ολοένα απομακρύνεται μέχρι που άκαρδα μας εγκαταλείπει… και να πώς άηχα ο ήρωάς του Ξανθούλη τα λεει σταράτα στους νεαρούς που φιλιούνται και γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη μνημονική αρρώστια που μας υπονομεύει όσο περνούν τα χρόνια….

«Τους θαύμασε που δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι η μνήμη κατάφερνε ζηλευτά να εξαφανίζει πολλά απ’ αυτά που σ’ έκαναν να μετανιώνεις γιατί τα έζησες. Δεν ήξεραν πόσο προσωρινά ύπουλα παραμερίζονταν, για να επιστρέψουν κάποτε, ακολουθώντας το ρυθμό μιας πένθιμης μπάντας που θα έπαιζε οδυνηρά εμβατήρια ιδιωτικών Μεγάλων Παρασκευών»
''του φιδιού το γάλα .2007''


* *

Ταξιδευτής, ο περι ου ο λόγος, οδοιπορεί και μας παρασύρει σε μέρη που περάσαμε και δεν προσέξαμε, νοστιμιές που στερηθήκαμε, γιατί δεν εκτιμήσαμε ως οφείλαμε, οσμές και χρώματα. Ζηλέψαμε σώματα αχνιστά, τριζάτα από καθαριότητα, μαλάκωμα μυών, γαλήνεμα και κάθαρση ψυχής και σώματος, γιατί δεν τολμήσαμε το αιώνια κουκουλωμένο σώμα μας τσίτσιδο να εκθέσουμε σε Τούρκισσας χέρια.. Οδοιπορικό μαγικό, ταξίδι παραμυθένιο γεμάτο χρώματα, αρώματα, έρωτα, μαγεία, αλλά ας τον αφήσουμε να μας τα πει πρώτο χέρι…

Ας αρχίσουμε από το παραμύθι, τη μαγεία που λέγαμε.

«κι ένας στρογγυλός μεγάλος καθρέφτης, σαβανωμένος κι αυτός με τουλπάνι, που, όταν το άγγιξα, τα δάχτυλά μου γέμισαν σκόνη που μύριζε πούδρα με άρωμα δεντρολίβανου. Δεν δυσκολεύτηκα να λύσω έναν κόμπο που έμοιαζε κερωμένος απ’ το χρόνο. Το τουλπάνι άφησε ακάλυπτα τα τρία τέταρτα του καθρέφτη. Και, αν δεν πρόφταινα να κλείσω το στόμα με την παλάμη μου, σίγουρα οι κραυγές μου θα ακούγονταν στο σαλόνι, που τώρα ευτυχώς σειόταν από χειροκροτήματα. Στο βάθος του καθρέφτη, δυο κοριτσάκια με μακριά λευκά φορέματα και μαλλιά πλεγμένα με κορδέλες γελούσαν κοιτάζοντάς με κατάματα, με μάτια μεγάλα, στεφανωμένα από μαύρους κύκλους. Γέλιο χωρίς ήχο, γέλιο καταδίκη…΄Επειτα, σαν κάποιος αόρατος σε μένα να τα μάλωσε, τα κοριτσάκια σοβάρεψαν, ανοιγοκλείνοντας μόνο τα τεράστια μάτια τους- μάτια γεμάτα πίκρα για τον εγκλωβισμό τους στον καθρέφτη του διαδρόμου….»

Κάπου είπαμε ότι σαρκάζει ή καλύτερα έχει φλεγματικό χιούμορ, ας τον ακούσουμε:

«Ο Σελίμ γλύκαινε όταν επέστρεφε στις οικογενειακές του αναμνήσεις όπως αυτή του προπάππου του, που διετέλεσε πασάς στα χρόνια των τελευταίων ρωσο-τουρκικών πολέμων. Ο πατέρας μου τον θυμόταν σε ηλικία άνω των ενενήντα να σοκάρει τους συνομιλητές του λέγοντας πως απ’ την περιτομή, απ΄ το σουνέ του το έκανε ο εξειδικευμένος γιατρός, ο τζεράχ, έκοψε τόσο δέρμα, που έφτιαξε ένα παλτό και δυο ζευγάρια μπότες. – Φοβερή ιστορία, είπα χωρίς σχόλια… μ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθω τι απέγιναν οι μπότες του προπάππου πασά, αλλά έκρινα πως δεν με έπαιρνε να ρωτήσω…»
''Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων. 2008.''


Τελειώνοντας ας ευχηθούμε Σαμπάχ σερι φλερ χαγίρ ολσούν) κύριε Ξανθούλη.

Ευγενία Μακαριάδη.