Σάββατο 25 Απριλίου 2009

"Ελευθερία"

Mια φορά στην εποχή της μπατσιάς ήτανε η Ελευθερία, μαύρη στο χρώμα, λεπτή, μικρόσωμη, με μάτια φωτεινά σε ρετσινάτο χρώμα, γλυκά σαν μέλι.

Δεξιά και αριστερά της πλάτης τα φτερωτά της κόκαλα ήταν παραμορφωμένα, δεν ήταν πλατιά και χωμένα στο κρέας, αλλά διογκωμένα και γυρισμένα προς τα έξω και πάνω, τόσο έντονα, που φαίνονταν σαν μικροί λοφίσκοι σε λάθος τόπο.

Της φορούσαν χοντρά ρούχα για να καλύψουν τα εκτρωματικά εξογκώματα, εκείνη όμως τά’βγαζε και έμενε γυμνή ουρλιάζοντας πως την πονούσαν.
Το μόνο που άντεχε, χωρίς πόνους στην πλάτη, ήταν ένα λεπτό, υφαντό, μαύρο φουστάνι, που βρέθηκε σε μια παλιά κασέλα κι αυτό δεν το’ βγάζε ποτέ από πάνω της.

«Καμπουρίτσα» ήταν το παρατσούκλι της, αλλά ποτέ δε γυρνούσε το κεφάλι σαν την καλούσαν με το παρατσούκλι, μόνο με το «Ελευθερία» καταδεχόταν να σου απαντήσει. Το λάτρευε το όνομά της κι αλίμονο σε όποιον δεν το σεβόταν.

Από τα μικρά της χρόνια, ένιωσε να τη διαπερνά το βλέμμα το περίεργο, το κακεντρεχές, θα έλεγα, των άλλων και το βλέμμα εκείνο των δικών της το γεμάτο ντροπή για το τερατώδες δημιούργημά τους. Κρυβόταν, λοιπόν, στα πιο σκοτεινά μέρη και μόνο τα μάτια της φωσφορίζοντα τη μαρτυρούσαν σαν τα’ κλεινε όμως γινόταν αόρατη, ένα με το σκοτάδι.

Πολύ γρήγορα έμαθε να μη βρίσκεται σε κοινή θέα, ούτε μπροστά στους δικούς της ανθρώπους που με το παραμικρό την έβριζαν και την μπάτσιζαν.

Την μπάτσιζαν γιατί της άρεσαν τα λεμόνια και τα’τρωγε λαίμαργα. της φώναζαν βρίζοντας «στροβόξυλο, παλιοκαμπούρα, δε βλέπεις τα χάλια σου, μού θες και ξινά, θα ασπρίσει μωρή η παρθενιά σου και τότε είναι που θα μας μείνεις αμανάτι». «Δηλαδή αν δεν τρώω λεμόνια, θα’χω παρθενιά και θα με παντρευτούν;» απορώντας ρωτούσε. Η απάντηση ήταν πάντα ένας δυνατός μπάτσος, που ο πόνος την πήγαινε στην πατρίδα των αναστεναγμών, στην πατρίδα των πεταμένων.

Ήταν ευκίνητη, ευλύγιστη, κατάφερνε να κάνει ακροβατικά και να ανοίγει με δύναμη τα πόδια παράλληλα με το πάτωμα, σαν τις μπαλαρίνες όμως κι αυτή η ικανότητά της ήταν λόγος για μπάτσους, γιατί αυτά επιτρέπονταν σε θεατρίνες, χορεύτριες και πουτάνες και όχι σε ένα παρθένο θηλυκό, ως ελόγου της, που είθισται να ξεφορτώνονται με ένα γάμο.

Την μπάτσιζαν γιατί αρνιόταν να κάνει τη δούλα στους άλλους, «ή όλοι μαζί τις δουλειές ή τίποτα» φώναζε., μέχρι που την πέταξαν στο υπόγειο, να μην την βλέπουν, να μην ακούγονται οι στριγκλιές της στη γειτονιά, να μη ρεζιλεύονται, γενικά να μην την βλέπει κανείς και το καλλίτερο να μην τους βλέπει εκείνη.

Η ζωή της είναι η νύχτα, το σκοτάδι. Η Ελευθερία κινείται ελεύθερα, χωρίς κανείς να τη βλέπει, χωρίς κανέναν περιορισμό. Πετάει, είναι ευμετάβλητη, γίνεται διάβολος και άγγελος, κολυμπάει στα μαύρα κύματα του χρόνου, χτυπιέται στην ανεμοτάραξη της φτιαχτής ζωής.


-Τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..

Μεσάνυχτα, καθισμένη ανακούρκουδα σε μια σκοτεινή γωνιά της Τοσίτσα θαυμάζει τις ζωγραφιές του Σωτήρη στην άσφαλτο, στους τοίχους, στα σώματα, κάτι φράγκα μαζεύει για να πάρει τα χάπια του.

Ο Σωτήρης έχει φύγει από το σπίτι του πολλά χρόνια τώρα.
Ήταν φοιτητής στο πολυτεχνείο της Αθήνας, είχαν μαζευτεί όλοι σε μια γκαρσονιέρα που νοίκιαζε, σε μια παλιά πολυκατοικία στα Εξάρχεια, στην οδό Σολωμού, γιόρταζαν τα γενέθλιά του, τα είκοσί του χρόνια. Η φίλη του, η Άσπα, έφερε ποτά, γλυκά και ένα μικρό κουτί με χάπια, ‘’για να τη βρούνε’’ όπως είπε. Γελούσαν μέχρις δακρύων, φώναζαν, χόρευαν, δεν καταλάβαινε, δε θυμόταν. Ξύπνησε στο κρατητήριο τους έπιασαν για χρήση ναρκωτικών. Η ΄Ασπα δεν ξύπνησε ποτέ.

Οι γονείς του ήρθαν οργισμένοι από το νησί, τον έφτυσαν, είπαν στους αστυνομικούς ότι δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτόν τον αλήτη, έχουν ένα καλό όνομα στον τόπο τους και δε θα το κηλιδώσουν με τίποτα, γιατί έχουν κορίτσια για παντρειά. Την ίδια μέρα πήγαν σε συμβολαιογράφο για τα σχετικά περί αποκηρύξεως τέκνου.

«Είμαι αφορισμένος Ελευθερία μου, όπως καταλαβαίνεις, αυτό μας βόλεψε όλους, τους γονείς μου για να παντρέψουν τις κόρες τους πιο εύκολα, γιατί η προίκα τους θα αυξάνονταν από το δικό μου μερίδιο, επίσης θα λιγόστευαν τα έξοδά τους από το να τρέφουν ένα φοιτητή με όλα τα συμπαρομαρτούντα, στέγη, βιβλία, συγγράμματα και τόσα άλλα.. βόλεψε κι εμένα να μην έχω υποχρέωση για το γαμημένο, «σε γέννησα, σε μεγάλωσα, σε σπούδασα.»
‘Ίσως τα κατάφερνα να τελειώσω τη σχολή, όμως, το καθίκι, ο Χρήστου ο καθηγητής με έκοβε συνέχεια, έμαθα ότι τά’ πιανε, όμως εγώ ήμουν ταπί, που να τα’βρω.

Ο τότε φίλος μου και συμφοιτητής μου, ο Κλήμης, τα κατάφερε και το πέρασε το μάθημα του Χρήστου, όταν τον ρώτησα που βρήκε τα λεφτά, μου’ πε ότι η κόρη του Χρήστου μεσολάβησε. Να σου πω πώς Ελευθερία; Να σου πω; Λοιπόν, η Λουκία Χρήστου, του καθηγητή ντε, σπούδαζε στη Γαλλία κοινωνιολογία. Εκεί έμενε στο σπίτι μιας φίλης της που ήταν αρραβωνιασμένη με έναν επιμελητή του Πανεπιστημίου τον Κάρολο Μπενουά. Απ’ αυτούς έμαθε πολύ καλά το πρακτικό μέρος της κοινωνιολογίας.. «Τι δηλαδή Ελευθερίτσα;» Να αυτό εμείς εδώ το λέμε παρτούζα. Ο Κλήμης τα κατάφερε. Η Χρήστου είναι παντρεμένη με τον Μπενουά σήμερα, ναι ακριβώς της φίλης της τον αρραβωνιαστικό κι αυτός έχει έδρα σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο όμως το βίτσιο, βίτσιο. Θέλεις δίπλωμα; Τότε λεφτά, πολλά λεφτά. Δεν έχεις λεφτά; Τότε παρτούζα. Διάλεξε και πάρε. Ο Κλήμης έχει δίπλωμα, δουλειά, λεφτά είναι ένας ευυπόληπτος πολίτης, επιστήμων μάλιστα, ενώ εγώ εδώ στο πεζοδρόμιο, εξαρτημένος, ρεμάλι γι αυτούς τους καθωσπρέπει.

Είμαι γι αυτούς λοιπόν ένα ρεμάλι, εσύ τι λες Ελευθερία; Εσύ τις λες τι είμαι;
«Είσαι όμορφος, ζωγραφίζεις ωραία, οι ζωγραφιές σου μιλάνε, είσαι κοντά μου, είσαι αλήθεια κι αυτή πονάει, είσαι ζωή κι αυτή λαβώνει, χρειάζεσαι ασπίδα και θα σου φτιάξω μια, θα δεις θα σου φτιάξω μια, δε θ’αφήσω να σε φάνε. Αυτός που μας πλησιάζει ποιος είναι; Τι θέλει;

«Μη μιλάς Ελευθερία, κρύψου μη σε δει.» Η Ελευθερία έκλεισε τα μάτια, έγινε ένα με το σκοτάδι, ο ξένος έφυγε.

’’Ελευθερία μου αυτός μου δίνει εκείνο που λες ότι θα μου φτιάξεις, χα, χα, αυτός είναι μπάτσος μαζεύει λεφτά, πολλά λεφτά, αυτός στηρίζει την ύπαρξή του στα λεφτά, στα βρώμικα λεφτά, αλλά τι λέω, τα λεφτά ήταν είναι και θα είναι πάντα βρώμικα, φονικά, εγκληματικά, αλήτικα.. Ω! Ελευθερία.... σ’ αγαπώ, όχι δε θα σκοτώσω τον μπάτσο τον χρειάζομαι, γιατί φοβάμαι το τίποτα, γιατί γενικά φοβάμαι, πονάω, δεν κάνω καμιά κίνηση από το τρέμουλο, ενώ τώρα αυτός ξέρει, μ’ έχει στο χέρι. Αυτός ξέρει, αν ζωγραφίζω, αν περπατάω, αν μιλάω το οφείλω στα μικρά πακετάκια που μου πουλάει. Αυτός ξέρει, πόσο αδύναμος και χέστης είμαι. Ο μπάτσος ξέρει καλά Ελευθερίτσα μου, ξέρει πολύ καλά.

Τι είπες; δουλειά; πού να τη βρεις τη δουλειά Ελευθερία μου, πού να τη βρεις να φανταστείς ότι δεν εύρισκα πουθενά δουλειά, γιατί είχα τατουάζ στο μάγουλο δεν έβγαινε βλέπεις με διαλυτικά και άλλα τέτοια που προσπάθησα κι εγώ το’βγαλα με το μαχαίρι, όμως πάλι σιχαίνονταν την ουλή μου και με απέρριπταν, ως μη ευπαρουσίαστο. Τι είπες; να πατάξουμε τους παγαπόντες; Ποιους όλους; Τι; Όλους που μετράνε την εμφάνιση σύμφωνα με τα γούστα της μόδας; χα-χα-χα.. έχεις πλάκα Ελευθερία, δηλαδή τι θα κάνω; Κάθε μέρα θα σκοτώνω ανθρώπους; Να γίνω φονιάς; Αυτό μου λες; Εντάξει το παλεύει κανείς, το πολεμάει, ναι με τα χάπια, εγώ τουλάχιστον, με τι άλλο;

Τι είπες; να τους σκοτώνουμε κάθε μέρα; χα, χα, πλάκα έχεις Ελευθερία. Δεν ξέρεις ότι το απαγορεύει η θρησκεία μας; οι παπάδες μας; «ου φονεύσεις» Ελευθερία μου, «ου φονεύσεις».

Τι είπες; Να τα βάλουμε με τους παπάδες; Γιατί έχουμε πολλούς λόγους; Δηλαδή; Γιατί ψάλλανε την πεθαμένη Φρειδερίκη, που ξέρανε καλά ότι είχε γίνει ινδουίστρια – γκουρού και τα τοιαύτα; Έχεις πλάκα Ελευθερία, έχεις πλάκα. Τι είπες; να σκοτώσουμε τους παπάδες; Την πίστη μας; Τι είπες; επειδή δεν ψέλνουν τους αυτόχειρες και τα αβάφτιστα μωρά; και λοιπόν σωστό δεν είναι; Σκοτώνουν το δημιούργημα του Θεού; Με ποιο δικαίωμα; Α! τώρα μάλιστα γιατί ψάλλανε τον πλούσιο έμπορο, που αυτοκτόνησε. Ε’ τι να σου πω Ελευθερίτσα μου; Τι να σου πω; τον λυπηθήκανε. Πάντως να ξέρεις πως εγώ χωρίς μπάτσο και παπά δεν μπορώ να ζήσω. Ο μπάτσος και ο παπάς είναι η παράδοσή μας, ο τόπος μας, από τη γέννησή μας μέχρι συνοδεία στο ικρίωμα άμα λάχει. Άμα λάχει Ελευθερία μου.

Να το ξέρεις δεν μπορώ χωρίς παπά, χωρίς τους γλυκούς ήχους της καμπάνας, χωρίς τον παπά-Χρήστο τον κωδωνοκρούστη και το γέρο-Μουεζίνη δεν αντέχω να πεθάνω χωρίς να’χω εξομολογηθεί, χωρίς νά’χω κοινωνήσει, τους έχω ανάγκη, ίσως από αγάπη, αδυναμία, φόβο δεν ξέρω.

Ξέρω όμως τον παπά Χρήστο του αϊ Γιώργη, το γέρο Μουεζίνη του τζαμιού απέναντι από την εκκλησιά μας. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να σκέφτομαι τον παπά-Χρήστο να χτυπάει με μανία την καμπάνα της εκκλησιάς μας όσο πιο δυνατά μπορούσε, ενώ ο γέρο –Μουεζίνης καλούσε τους πιστούς φωνάζοντας, - εσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ αλάχ εσσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ ρεσούλ αλάχ , αλάχ ου εκμπέρ»

Και ένα πρωινό που ο παπά Χρήστος αρρώστησε, ο γέρο μουεζίνης μια χτυπούσε την καμπάνα της εκκλησιάς μας, μια ανέβαινε στο μιναρέ και φώναζε με όση δύναμη είχε «αλάχ ουεκμπέρ-αλάχ ουεκμπέρ Αλάχ ου εκμπέρ- εσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ αλάχ εσσεντουλάχ ι ιλλαχί ιλ ρεσούλ αλάχ , αλάχ ου εκμπέρ».

Δεν αντέχεται η ζωή χωρίς τον παπά μου Ελευθερίτσα μου.

Ο παπά Χρήστος οστεώδης, με άσπρα μαλλιά και γένια, κοιμόταν στα σκαλιά της εκκλησιάς του αϊ Γιώργη στο νησί απέναντι από το Τζαμί. Χρόνια πολλά έκανε τον παπά, τον καντηλανάφτη, τον κωδωνοκρούστη, μεγάλη η χάρη του άγιου, ποτέ του δεν πήρε ούτε μια δραχμή. Χτυπούσε μ’ όλη του τη δύναμη την καμπάνα, τόσο δυνατά που η φωνή του μουεζίνη ίσα που ακούγονταν
«αλάχ ουεκμπέρ-αλάχ ουεκμπέρ Αλάχ ου εκμπέρ» Γέρασε όμως, άχρηστος για την εκκλησιά μας.

Η εκκλησιά μας, τώρα, έχει νέο παπά και νέο κορίτσι για τις δουλειές του ναού κι όσο για την καμπάνα χτυπάει αυτόματα, είναι ηλεκτρονική και εύηχη.

Πέθανε και ο μουεζίνης, ο φίλος και ανταγωνιστής του τώρα τίποτα Ελευθερία μου, απολύτως τίποτα.

-Τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..
Η γριούλα ξεψυχάει στο πεζοδρόμιο της μεγάλης τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά, μόλις την πάτησε το ειδικό αυτοκίνητο της αστυνομίας, μόλις την πάτησε μια «αύρα». Είναι μικρόσωμη, καχεκτική. Μα δε φαινόταν άνθρωπος μάλλον για σακούλα σκουπιδιών την πέρασαν. Η γριούλα πεθαίνει γιατί κάτι παιδιά φώναζαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..

-τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..
Τα φωσφορίζοντα μάτια μαζεύουν οχτακόσια τόσα εκατομμύρια οστεωμένα ανάπηρα παιδιά, μαύρα, άσπρα, κίτρινα, με μάτια μεγαλύτερα του σώματός τους. Παιδιά πεθαμένα από πολεμοποιούς ταγούχους, πεθαμένα από πεινητικές αρρώστιες, από ναρκωτισμούς.

Τα φωσφορίζοντα μάτια μαζεύουν ζωντανούς-νεκρούς, ομοφυλόφιλους, επιληπτικούς, άντρες τιμωρημένους με κόψιμο των όρχεών τους, γυναίκες με αφαίρεση των ωοθηκών και της κλειτορίδας τους.
-τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..

Γη άγονη, διψασμένη, καμένη γη, μαύρη, σπαρμένη από απανθρακωμένους στρατιώτες-παιδιά, γη πνιγηρή, νοσηρή, σε πυκνό σύννεφο σκόνης τυλιγμένη από αναθυμιάσεις μπαρουτίλας, από βρώμα ουρανίου, πλουτωνίου γη μας τόπος γέννησης και γενιααάς μας, ξεφώνισε και ξεφωνίζει η Ελευθερία.

Όμως κανείς δεν άκουγε, κανείς δεν ακούει. Κούφωμα ανθρωποειδών λάλων με την πολυθρόνα στον κώλο, αποχαυνωμένοι από άνεση τεχνολογίας, πλουτηρή σκέψη, χωρίς οσμή, χωρίς γεύση, χωρίς όραση. Αισθήσεις που λειτουργούν μόνο για τη χρυσή ουρά του βασιλιά και των βαστάζων του. Αισθήσεις που λειτουργούν για τους μηρούς και τα βιζούνια νεανίδων. Αισθήσεις που λειτουργούν για τα πανάκριβα φουστάνια γυναικών ονομαστών του πλούτου. Ονομαστών πελατών πανάκριβων ραφτάδων-προσκυνητών της εκάστοτε θεάς της μόδας, της θεάς της έπαρσης και αλαζονείας.

Στο υπόγειο της Ελευθερίας κοιμάται ο παπά-Χρήστος, παρέα με το γέρο-μουεζίνη.

Στο υπόγειο της Ελευθερίας βρήκε μια γωνιά για ύπνο ο Σωτήρης, ο ζωγράφος.

Οχτακόσια τόσα εκατομμύρια σκελετωμένα παιδάκια στο υπόγειο της Ελευθερίας και μια γριούλα που τη σκότωσαν γιατί άκουγε φωνές ‘ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ’

Μπρούτζινο άγαλμα-πεσμένο καταγής, σκεπασμένο με μαύρο υφαντό ύφασμα, μέσα σε μια υπόγεια αποθήκη λεμονιών, λίγο παραπέρα φτερά κομματισμένα, πελώρια, αγγελικά.

Ήταν λεει δημιούργημα ενός παλιού γλύπτη και ήταν να στηθεί στην πλατεία της πόλης για προσκύνημα στις εθνικές επετείους, ήταν το άγαλμα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Όμως δεν άρεσε, γιατί η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ έγερνε από το βάρος των φτερών της προς τα εμπρός κι έδειχνε καμπούρα. Ο γλύπτης έτσι την ήθελε αδύνατη, μαύρη, κυφωτική από το βάρος της δουλείας. Δεν άρεσε, πετάχτηκε σπασμένη στο υπόγειο.

Άλλοι είπαν ότι δεν ήταν άγαλμα μα ένα μικρό κορίτσι, που πέθανε, κλεισμένο από γεννησιμιού του στο υπόγειο, γιατί ήταν τέρας δε βλεπόταν, και όσο έζησε-έζησε τρώγοντας σάπια λεμόνια.

Υπήρχαν κι ανθρώπινοι σκελετοί εκεί κάτω, η μπόχα έκανε τη γειτονιά να φωνάξει την αστυνομία, να καθαρίσει τη βρωμιά.

-τρέχει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ..
Μάνες ξεχτένιστες όρμησαν έξω. Το ούρλιασμα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, η μπόχα των νεκρών παιδιών τους ήταν το κάλεσμα. Έκαναν ένα κύκλο κι έκλεισαν τη γη που τις γέννησε και γέννησαν κι ορκίστηκαν στο όνομα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ πως κανένας ποτέ δε θα τον σπάσει. Ο κύκλος μεγάλωσε από τους πατεράδες, τις αδελφές, τις γυναίκες, τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Ο κύκλος μεγαλώνει, θεριεύει, γιατί η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ουρλιάζει. Σκοτώνει την αταραξία, την απάθεια, γιατί της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ η ωμοπλάτη σκίζεται αιώνες τώρα για να βγάλει φτερά.. ίσως πετάξει μια μέρα..

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

ΟΙ ΝΕΕΣ ΛΙΜΟΥΖΙΝΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ

Τύψεις φαίνεται ότι διακατείχαν μέχρι πρότινος πολλούς βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου επειδή τα ακριβά δίλιτρα αυτοκίνητά τους ρύπαιναν την ατμόσφαιρα.
Μαζεύτηκαν λοιπόν μια νύχτα στην βουλή και ψήφισαν ένα νόμο που τους επιτρέπει να αντικαθιστούν τα αυτοκίνητά τους και με υβριδικά οχήματα ανεξαρτήτως κυβικών και μάρκας. Και φυσικά άδραξαν την ευκαιρία… κλπ..

***

Τζένη μου, πολύ καλό το σχόλιο που μου έστειλες. Δεν με ξένισε, ωστόσο καθόλου. Αντικαθιστώντας με ευκολία τους ‘Κλαζομένιους’ με τους (περισσότερους) από τους ‘βολευτές’ μας -όπως τους αποκαλούσε ο Καραμανλής με την ιδιότυπη προφορά του- θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη λακωνική ρήση: «Έξεστι τοις βουλευταίς ασχημονείν»… Και ‘αισχυμονείν’ το δίχως άλλο.
Αποφάσισαν, λέει, παμψηφεί την αντικατάσταση των βουλευτικών του αυτοκινήτων με άλλα που έχουν υβριδικό κινητήρα υψηλού κυβισμού και πολυτελούς κατασκευής; Πάρτο συμβολικά, επειδή μάλλον θα θέλουν να επισημάνουν, σε όσους δεν το κατάλαβαν, ότι η εν γένει πολιτεία τους συνιστά τον ορισμό της Ύβρεως.
Ύβρις στα δημόσια πράγματα δεν είναι, όμως, μόνο η αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά, αλλά και η προκλητική υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών (βλέπε δικαιολογίες κτήσης των αυτοκινήτων). Ωστόσο, λόγω της αποδεδειγμένα περιορισμένης νοημοσύνης των υβριστών, διαφεύγει της προσοχής τους, ότι η ύβρις (1) είναι το πρώτο σκέλος ενός αδιάσπαστου τριπτύχου. Νομοτελειακά ενεργοποιήθηκαν και τα άλλα δυο αναπόσπαστα σκέλη: η νέμεσις(2) και η τήσις(3). Δυστυχώς, όμως για το σύνολο των υβριστών (ή υβριδιστών, αν θέλεις) δεν θα λειτουργήσουν με τους όρους της κάθαρσης, σύμφωνα με τις επιταγές μιας αρχαίας τραγωδίας. Οι υβριστές αυτοί δεν θα αναγκαστούν να υποστούν την ατιμωτική έκθεσή τους εις τον ‘ύβρεως λίθον’. Και τούτο, επειδή δεν υποτιμούν άδικα την νοημοσύνη των πολιτών-ψηφοφόρων, αφού κάποιους θα τους ξαναψηφίσουν, ή θα ψηφίσουν νέους επίδοξους υβριστές της νοημοσύνης τους(*).

(1) ύβρις [ανάμεσα στα άλλα]: αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά, καθώς και περιφρόνηση των νόμων της ηθικής, του ‘δεόντως πράττειν’. «υβρις τόδ' εστί, κρείσσω δαιμόνων ειναι θέλειν», Ευρ.)·
(2) νέμεσις: α) νομοτελειακή απονομή δίκαιης τιμωρίας για αξιόποινη πράξη, ποινή. β) η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη. Αλλά: «νέμεσις δέ μοι εξ ανθρώπων ἔσσεται», Ομήρου Οδ.)·
(3) τίσις: ανταπόδοση, εκδίκηση «τίσιν δίδωμί τινος»= τιμωρούμαι για κάτι που έχω κάνει.

Φιλιά
Γιώργος Βλάχος.

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Χάδι-ξόρκισμα του πόνου της μάνας του Βασίλη Κουφωλιά.

Μάνα νοερά το χέρι μου χαϊδεύει την κυρτή, από το βάρος του θανάτου, πλάτη σου.

Στον ποταμό των δακρύων σου πλεει και το δικό μου.

Αγιασμένα τα χώματα της Λ' Ακουιλα, βαμμένα άλικα θα λάμψουν με το φως της γης και ανεξίτηλα.

Η ομορφιά, δε χάνεται, σμιλεύει, γλυκαίνει με αγάπη αιμοστατική το μάτωμα της καρδιάς.

Είθε η θλίψη μου, η σκέψη μου, να' ναι παρηγορητική στο πένθος σου.