Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΙ, του Θοδωρή Καλλιφατίδη



                                 ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΙ
                           του ΘΟΔΩΡΗ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗ
                              γεν. 1938 Μολάους Λακωνίας
Μυθιστοριογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
Σπούδασε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Σπούδασε επίσης από το 1969 ως το 1972 φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, όπου αργότερα έγινε καθηγητής.
«Ο Καλλιφατίδης συγκαταλέγεται σήμερα στους σημαντικότερους συγγραφείς της σουηδικής γλώσσας. Ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις της λογοτεχνικής διγλωσσίας. Γράφει στα σουηδικά και ύστερα μεταφράζει τα βιβλία στα ελληνικά. Γράφοντας, περισσότερο διερωτάται παρά καταφάσκει ή κρίνει.»
Έργα του:
Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που με κάνει να διαβάζω ξανά και ξανά ένα λιτό βιβλίο, (όπως τα περισσότερα του Καλλιφατίδη), που φαντάζει τόσο μεγάλο, τόσο σπουδαίο στα μάτια μου. Τα θέματά του: αυτοβιογραφικά,  η μετανάστευση, η ξενιτιά, η νοσταλγία για την πατρίδα, η καθημερινότητα, και σε πολλά να επαναλαμβάνει τις οικογενειακές-φιλικές του σχέσεις με ευαισθησία και χιούμορ... 
Θα πω με σιγουριά ότι είναι η τέχνη της γραφής, η τέχνη να παρατηρεί, με την ευαισθησία που διακρίνει τον συγγραφέα, να συγκινείται, να συγκινεί. Θα πω ότι είναι η μανία του βιβλιοσκώληκα να υποτάσσεται στα βιβλία, να αφουγκράζεται – αποτυπώνει, τις εκφράσεις του άλλου και να μπαίνει στα άδυτα της ψυχής του, έτσι που με μια λέξη, έναν μορφασμό να γράφει μυθιστόρημα.. Γράφοντας  μου ‘ρχεται στο νου μια λέξη, μια λέξη που αόρατα περιτυλίγει τις ιστορίες του. είναι η λέξη τρυφερότητα. Η τρυφερότητα που σου απλώνει το χέρι και χαϊδεύει το κεφάλι σου. Μπορεί να είναι το χέρι της μάνας που έχεις χάσει, του πατέρα, του αγαπημένου. Η τρυφερότητα λοιπόν που διατρέχει τα κείμενά του και χωρίς  τραγικότητα των γεγονότων να δακρύζεις από μια λέξη, μια κίνηση. Ακόμα ακόμα να υπογραμμίζεις στοχαστικές φράσεις με φιλοσοφικό βάθος.
Ο ξενιτεμένος στη Σουηδία γιος, που τηλεφωνεί στην Αθήνα κάθε Σάββατο να μιλήσει με τη μάνα του την ίδια ώρα που πίνουν και οι δυο τον πρωινό καφέ τους. Ο ηλικιωμένος γιος που επισκέπτεται την υπερήλικη μάνα μια φορά το χρόνο για εφτά μέρες. Η κάθε μέρα μια ιστορία παράλληλη με ένα γράμμα-κληροδότημα αυτοβιογραφίας, του μακαρίτη πατέρα του- διωγμένου το ’22 από τον Πόντο. Μια διαδρομή της οικογένειάς του μέσα από την κάπνα της πολεμικής απόγνωσης των διωγμών, τους σκληρούς κόπους για επιβίωση και προκοπή, μετά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο τρομακτικότερος στη συνέχεια εμφύλιος..  Στα κενά της γραφής του μακαρίτη πατέρα, η ζωντανή μνήμη της ενενήντα δυο χρονών μητέρας του.
Σελ. 7: όταν ήμουν παιδί πίστευα ότι θα πέθαινα πριν από τη μητέρα μου, σύμφωνα με την αρχή ότι το δέντρο επιβιώνει του καρπού του. Με τον καιρό κατάλαβα την ορθή ή τουλάχιστον τη φυσική σειρά των πραγμάτων, οπότε απέκτησα ένα νέο πρόβλημα: πώς θα μπορούσα να της δώσω μια τέτοια λύπη σαν το θάνατό μου;
Σελ. 9: έχουμε γεράσει κι οι δυο κι είναι ώρα να κάνω αυτό που πάντα ήθελα: να γράψω κάτι για κείνη. Δεν ήθελα να το κάνω όσο ζούσε. Τώρα όμως μου φαίνεται πως δεν έχω άλλη επιλογή. Ο θάνατος μας πλησιάζει και τους δυο.
Σελ. 19 & 20: Τα περασμένα είναι το μόνο που έχουμε. Πώς μπορεί κανείς να ζήσει μια αυθεντική ζωή χωρίς να έχει τη σκιά της ανθρωπότητας πίσω του;
Σελ. 70. Καμιά φορά έχω την εντύπωση ότι δε διαλέγουμε τις μνήμες μας αλλά μας διαλέγουν.
Σελ. 195: Με ένα αίσθημα ότι είχα αγγίξει μια λύπη που παραήταν μεγάλη και απομακρυσμένη για να χωρέσει στην ψυχή μου συνέχισα το διάβασμα..
Σελ. 214: -εσύ μαμά, θα γίνεις εκατό, της φώναξα. – Γιατί μόνο εκατό, παρακαλώ; Πες μου πως θα ‘ρχεσαι να με βλέπεις και δε θα πεθάνω ποτέ.
Σελ. 259: οι γονείς μου πέρασαν πολλές δύσκολες στιγμές. Ίσως να έκαναν πράγματα για τα οποία δεν ήταν περήφανοι. Ίσως να είχαν μυστικά. Δε μ’ ενδιαφέρουν τα μυστικά, δεν είμαι της Ασφάλειας. Ένα μοναδικό φως στο σκοτάδι μου αρκεί. Ο πατέρας ήταν ένα τέτοιο φως κι η μαμά είναι ακόμα.
                       


Δεν υπάρχουν σχόλια: