Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Γραφικός χαρακτήρας του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Γραφικός χαρακτήρας 
                 του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1963 στην Αθήνα. Σπούδασε τεχνολόγος μηχανικός, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά από το 1991 στράφηκε στο σενάριο και στην πεζογραφία.
Βιβλία του:
-Η ενοχή των υλικών (1997, βραβείο Μ. Ράλλη)
και τα μυθιστορήματα
-Ο Ζίγκι απ’ τον Μάρφαν (1998),
-Το γονίδιο της αμφιβολίας (1999)
-Αγιογραφία (2003
-Τα παιδιά του Κάιν (2011, βραβείο Ιδρύματος Π.Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών.     

Εξήντα εφτά διηγήματα, που όπως αναφέρει στον επίλογό του ο συγγραφέας οι ιστορίες τους είναι αυτοβιογραφικές και  πέρα για πέρα αληθινές.   Τώρα είναι δεν είναι αληθινές,  καλέ μου συγγραφέα,  δεν είναι εκείνο που θα με κάνει να αλλάξω γνώμη γι αυτά τα «μπονσάι» διηγήματα, που είναι όλα σαν να έχεις στην τσέπη σου ένα μπουκαλάκι παλιού αγαπημένου αρώματος που ναι μεν τελείωσε, αλλά κρατάει γερά η μυρουδιά του. Ευκολοδιάβαστο βιβλίο, η γλώσσα ρέει καθώς και οι ιστορίες,  που όπως πολύ καλά επισημαίνει ο συγγραφέας «είναι ιστορίες μιας ανάσας οι περισσότερες από τις οποίες θα μπορούσαν να διαβαστούν άνετα ακόμα κι ανάμεσα σε δυο σταθμούς του αθηναϊκού μετρό».  Οι γειτονιές της Αθήνας εδώ και πενήντα χρόνια. Οι οικογένειες, οι γονείς, τ’ αδέλφια, οι θείες, οι θείοι, ο νονός, το καφενείο, η ταβέρνα, το κουρείο, το τηλέφωνο, που για να το ‘χεις στο σπίτι σου περίμενες δυο και τρία χρόνια να σου το συνδέσει ο ΟΤΕ, οι αδελφικοί τσακωμοί, τα παιδικάτα, το ξύλο που έπεφτε από τη μάνα και πού και πού από τον πατέρα, η εφηβεία, ο καυγάς με τον πατέρα νεαρός πλέον το μεγάλο παιδί που θυμώνει και δεν μιλιέται μαζί του, αλλά ευτυχώς πάντοτε μια μάνα βρίσκει τη χρυσή τομή, έστω και μ’ ένα ‘’αληθινό’’  ψέμα, η συνειδητοποίηση όταν γονιός είναι στην εντατική και  «πως δεν ενηλικιώνεσαι οριστικά παρά τη στιγμή που, θες δεν θες, είτε είσαι έτοιμος είτε όχι, αναλαμβάνεις τη φροντίδα των γονιών σου».
Η ανάμνηση των σπασμένων δοντιών πού πάνω στο παιχνίδι έσπρωξε ο ξάδελφος την πόρτα και η μπετούγια σου καρφώθηκε στο στόμα,  ο φόβος για τον οδοντογιατρό που σε κατάφερε να ανοίξεις το στόμα και να τραβήξει το ένατο δόντι που κρεμόταν από ένα ματωμένο νηματάκι.   οι κυνόδοντες, ένα κενό και το σφύριγμα πότε πότε στο σίγμα, μέχρι σήμερα..
Το δώρο του πατέρα στο γιο ενός κουρδιστού ρολογιού venus, και ο γιος στον δικό του γιο αργότερα, «μια απτή υπενθύμιση της διαδοχής των γενεών, της υλικής υπόστασης του ξοδεμένου χρόνου».
Ο οδηγός του σχολικού να παίρνει το μέρος της μάνας που δεν ήπιες το γάλα σου και  τη αδεία του να μπαίνεις με την κούπα στο αυτοκίνητο, το γάλα να χύνεται πάνω σου από τα τραντάγματα του αυτοκινήτου στις λακκούβες του δρόμου, να γίνεσαι το επίκεντρο της χλεύης των συμμαθητών σου και συ, για την αξιοπρέπεια και μόνο να σηκώνεις το φουστάνι της Αννούλας, να φανεί το βρακί της με τα κόκκινα λουλουδάκια, και τέλος η τιμωρία  που δεν απέφυγες, αλλά και το «μαμμόθρεφτο» που γλίτωσες. Καταράστηκες τον οδηγό,   την επόμενη χρονιά έπαθε συμφόρηση και ‘συ να υποφέρεις κρυφά ότι η κατάρα έπιασε.
Να πετάς τα βραστά αυγά, που σου ‘βαζε η μάνα για το διάλειμμα, στο σωρό της χλόης δίπλα στην εξώπορτα,  να σε παίρνει το μάτι του γείτονα μπακάλη, να σε καρφώνει στη μάνα και συ να τον καταριέσαι. Για χρόνια να μην τον πιάνει η κατάρα, να ποδηλατοδρομεί σφυρίζοντας  μελωδίες μέχρι που έγινε το πρώτο σούπερ μάρκετ στη γειτονιά και του κόπηκε το σφύριγμα.
Να καταριέσαι τον μπακάλη που ‘χε δίπλα στο μαγαζί του δωματιάκι, όπου μαζεύονταν οι φανατικοί της ρετσίνας μαζί τους ο πατέρας και με τσιμπολογήματα στη σαρδέλα, στο τυρί, στην ελιά και στο μπόλικο ψωμί, να μιλάνε με τη γλώσσα του κρασιού, να βρίζουν να τσακώνονται και το χειρότερο να σου δίνουν τις σοφές δήθεν συμβουλές τους. Και μετά να παρακαλάς τον Θεό να μην πιάσει η κατάρα που τους έδινες για τον πατέρα.
Το πρώτο σου βιβλίο δώρο του πατέρα, όχι δεν είχε κάνει εκείνος την επιλογή, μήπως ήξερε να επιλέξει; Μάλλον ο δοσάς των βιβλίων τον καθοδήγησε, όμως εσύ διαβάζοντας τον κάπτεν Νέμο και τις είκοσι χιλ. λεύγες υπό την θάλασσα του Ιουλίου Βερν, σε έκαναν να  αφηγείσαι ιστορίες, έτσι ευγνωμονείς τον πατέρα και τον βιβλιοπώλη όταν πέφτοντας στον ωκεανό της πραγματικότητας, σου έστειλαν τον Νέμο με τον ναυτίλο του να σε σώσει.
Να παίζεις πόλεμο στο ρέμα για ώρες, μακριά από το σπίτι σου, να σε περιμένουν οι γονείς αλαφιασμένοι, να σε χτυπάει με το καλώδιο του σίδερου ο πατέρας και παρόλο που πόνεσες πολύ δεν κράτησες κακία, ίσως γιατί πίσω από τον θυμό αναγνώρισες έναν ανείπωτο φόβο.
Να τσακώνεσαι με τον μικρό  αδελφό για ένα μοτεράκι από ένα αυτοκινητάκι που ξεκοιλιάσατε, δεν του το έδινες, σου πέταξε πιρούνι σου καρφώθηκε  ψηλά στο μάγουλο κάτω από το μάτι.  έφαγε πολλές τα μπούτια του κοκκίνισαν και πρήστηκαν από τις ξυλιές, μέχρι κι εσύ τον λυπήθηκες.
Να κλαις κι ο μικρός μαζί, για το κούρεμα με την ψιλή και μια τούφα να πετάει πάνω από το κούτελό σας, αλλά τι να κάνεις ο κουρέας ήταν αδελφός της μάνας σου.
Να σου ρίχνει, ο μικρός ντε, ακρίδες στην πλάτη, ήξερε πόσο τις φοβόσουν κι εσύ να τον κυνηγάς με ένα σκουριασμένο κάγκελο, του ‘ριξες κάνα δυο μέχρι να σας πάρει είδηση η μάνα∙  από τα πιο ωραία παιχνίδια ήταν που όλο και βρίσκατε .
Μια παλιά κιτρινισμένη απόδειξη εγγραφής σε καλό σχολείο, που είχε κρύψει ο πατέρας στα λιγοστά του χαρτιά και ανακάλυψες πριν πεθάνει, εσύ όμως είχες περάσει σε καλό δημόσιο σχολείο… είπαμε ο πατέρας φύλαγε τα ρούχα του για να έχει στην κυριολεξία τα μισά.
Το στήθος της Μαριάν του Ντελακρουά, οι οδαλίσκες  μισόγυμνες του Ασσουρμπανιπάλ.. τα πιο αισθησιακά θεάματα των παιδικάτων σου.
Στην οικοδομή όπου ο μικρός αδελφός κάπνιζε κρυφά μαζί με ένα μικρότερο ξάδελφο, τους έπιασες στα πράσα όμως έκανες  τον άντρα,  δήθεν ότι είχες ξανακαπνίσει και πνίγηκες από την ξινίλα του πρώτου σου Καρέλια.
Να χαλάνε τα δόντια του πατέρα, να φαφουτιάζει, να ασκημαίνει, να χαίρεται που επιτέλους φόρεσε μασέλα και να σκέπτεσαι ότι τώρα χειρότερα άσκημος κι από φαφούτης, αν και ήξερες ότι κατά βάθος η ζωή τον είχε ξεδοντιάσει.
«Τους αληθινά μεγάλους  φόβους δεν τους μοιράζεσαι… τους μεγάλους φόβους τους έχουμε ανάγκη , κατά κάποιον τρόπο μας θυμίζουν  πως είμαστε ζωντανοί».  Η φωτογραφία που σε τρόμαζε αναρτημένη στην ταβέρνα του μπάρμπα Γιάννη και όχι άδικα, κάποτε έμαθες ότι  αυτός και ο μεγάλος του γιος βασανιστές ενός στρατιώτη τα χρόνια της χούντας.

Ο πατέρας σου που σου ιστορούσε για το γουρουνόπουλο που ο δικός του πατέρας δεν ήθελε να τον υστερήσει έναντι το άλλων συγχωριανών και του ‘δωσε μαχαίρι να το σφάξει και πώς εκείνο στρίγκλισε, τσίνησε και ξέφυγε πληγωμένο.
Ο πόνος της γιαγιάς που ποτέ δεν μολογούσε μπας και μείνει πίσω η δουλειά της.
Ο σεισμός της Αθήνας και ο φόβος του παππού, που το ‘σκασε από το νοσοκομείο με τις πυτζάμες του κρατώντας το σταντ με τον ορρό.
Τον χώρο του ιδρύματος που παίζατε μπάλα μαζί με τα παιδιά του ιδρύματος, τα περισσότερα παιδιά ήταν λιγομίλητα, εκτός ενός κοντόσωμου μαυριδερού, που τον λέγατε ο βραζιλιάνος και κοκορευόταν ότι στα δέκα οχτώ του θα πάει στον πλούσιο πατέρα του στη Βραζιλία με βίλα, πισίνα, κήπο, με εξωτικά φρούτα και παπαγάλους. Τον περιγελούσατε αν κι εσύ προσευχόσουν για χάρη του στον θεό των παραμυθάδων
Ο πλούσιος γείτονας που δώρισε μια κόκκινη ΒΜW στο μοναχογιό του που πέρασε στην οδοντιατρική, ο γιος του πέθανε από ανακοπή καθώς κολυμπούσε. Μετά την κηδεία ο γείτονας έβαλε το πιστόλι κάτω από το σαγόνι. Η σφαίρα του τρύπησε τον ουρανίσκο.
Η κυρία Πίτσα "η γαλλικού", που αφού είδε και απόειδε ότι δεν θα μαθαίνατε με τίποτα τα γαλλικά, σας σύστησε τον Καμύ, τον Μπρασενς, τον Ζενέ, την Μποβουάρ, τον Σαρτρ.,  όταν στις πανελλήνιες της είπε ότι δεν έγραψες μαθηματικά σε αγκάλιασε και σου δώρισε ένα βιβλίο «η ζωή είναι αλλού» του Κούντερα, χρόνια αργότερα της χάρισες το βιβλίο σου μεταφρασμένο στα γαλλικά, το ήξερα σου είπε, δακρύζοντας.
Ήθελες να σκοτώσεις τον πατέρα σου που έσπασε την κιθάρα σου γιατί πήρες κακούς βαθμούς στις εξετάσεις.
Διεκδικητικός σαν ο πιο καλός μαθητής να κρατήσεις εσύ τη σημαία και όχι ο συμμαθητής σου που είχε μάνα δασκάλα και θείο επιθεωρητή, ο δάσκαλος σε χαστούκισε , αλλά όμως το τέλος ήταν να μαθευτεί, έτσι κρατήσατε τέσσερις, από τις τέσσερις γωνίες,  τη σημαία,  διορθώθηκε η αδικία και διεσώθη το κύρος του δασκάλου.
Η μάνα φύλαγε τις ζωγραφιές σου του νηπιαγωγείου και συ αναρωτιέσαι αν ανταποδίδεις με το να φυλάς τη στεφανιογραφία της στο ράφι με τα ντιβιντί.
Καθάριζε ο εργάτης με τα κίτρινα γάντια τα οστά του πατέρα σου, όταν κράτησε χαμογελώντας κάτι στη χούφτα του,  σας το  έδειξε, δουλεύει ακόμα, είπε και το απόθεσε σε  μια γωνιά με σεβασμό. Τι είπε ρώτησε η μάνα σου, την έσφιξες πάνω σου χωρίς να απαντήσεις σκεπτόμενος ότι  χρυσό είχε πληρώσει το ταμείο τον βηματοδότη, προφανώς άξιζε τα λεφτά του.
Ο γραφικός χαρακτήρας του πατέρα σου που έχεις την εντύπωση ότι στη ζωή  σου  πάντα προσπαθούσες να γράψεις τόσο ωραία όσο εκείνος, που δεν είχε καταφέρει να τελειώσει το σχολείο.

Νομίζω ότι έγραψα πιο πολλά απ’ ό, τι είχα σκεφτεί να γράψω στην εισήγησή μου, λίγα διηγήματα άφησα απέξω γιατί σκεφτόμουνα ότι αξίζουν οι εκπλήξεις.  Το βιβλίο θυμίζει 
τα παιδικά χρόνια των περισσοτέρων παιδιών του τόπου μας, τις γειτονιές μας, την νοοτροπία των γονιών, των γιαγιάδων και παππούδων μας.   Είμαι σίγουρη ότι θα τυλίγει μια γλυκιά νοσταλγία  τον κάθε αναγνώστη για τα παλιά, που έζησε ή άκουσε   καθώς και νέους και παιδιά, που αγαπούν να μαθαίνουν  παλιές ιστορίες  αγαπημένων συγγενών και φίλων,  να γελούν  με τις  παιδικές σκανταλιές  τους,  που εδώ που τα λέμε δεν διαφέρουν πολύ από τις  δικές τους.
                                    ----------














                                                                                                                                                                      



Δεν υπάρχουν σχόλια: