Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Νόμος περί Τέκνων του Ίαν Ράσελ ΜακΓιούαν


Νόμος περί Τέκνων
        του  Ίαν Ράσελ ΜακΓιούαν

Ο Ίαν Ράσελ ΜακΓιούαν γεννήθηκε το 1948 στο Άλντερσοτ της Αγγλίας. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ.
Είναι Βρετανός συγγραφέας και σεναριογράφος. Τιμήθηκε με το Βραβείο Μπούκερ για τη νουβέλα του Άμστερνταμ. Έχει βραβευτεί και με άλλα σημαντικά βιβλία, ενώ μυθιστορήματά του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Έχει γράψει διηγήματα (First love, last Rites, In Between the sheets) και μυθιστορήματα: Ο τσιμεντόκηπος, Ξένοι στη Βενετία, Ο αθώος, Έμμονη αγάπη, Άμστερνταμ, Σάββατο, Εξιλέωση, Στην ακτή.,  κ.α..

Πυκνή και ψυχρή, θα έλεγα, στο βιβλίο αυτό, η γραφή του πολυβραβευμένου – σπουδαίου συγγραφέα Ίαν Μακ Γιούαν. Θίγει θέματα κοινωνιολογικά, ως οι επαγγελματικές  και ερασιτεχνικές απασχολήσεις, οι δικαστικές αποφάσεις - άλλες σωστές, άλλες επικίνδυνα λαθεμένες- οι μακροχρόνιες συζυγικές σχέσεις με βασικό κορμό τη συνήθεια, όπως οι ηλικιωμένοι ήρωες του βιβλίου,  η εκτροπή της συνήθειας αυτής,   από την υποβόσκουσα ερωτική ορμή των νιάτων και τέλος οι αποφάσεις, στο ατομικό ζύγι του καθενός, άλλες σωστές και άλλες λαθεμένες μέχρι θανάτου.
Όπως τα περισσότερα έργα του συγγραφέα οι σκηνές κυλούν κινηματογραφικά. Στο «Νόμος περί Τέκνων», μας μεταφέρει σε περιβάλλον αστικό, ανθρώπων επιστημόνων, με οικονομική επιφάνεια και καριερίστικη αντίληψη. Οπωσδήποτε με χόμπι όπως το πιάνο και η κλασική μουσική για την 59χρονη δικαστίνα Φιόνα Μέι, ηρωίδα του έργου και τον σύζυγό της Τζακ, καθηγητή πανεπιστημίου, αφοσιωμένο στις γεωπολιτικές του διαλέξεις και στην αγάπη του για την τζαζ μουσική.
Η Φιόνα στο Ανώτατο δικαστήριο – τμήμα Οικογενειακών Υποθέσεων- είναι καθημερινά απασχολημένη και σε ετοιμότητα, καθ’ υπέρβαση,  με την απαιτητικότητα της δουλειάς της,  χρειάζεται την άμεση επίλυση σοβαρών υποθέσεων με λεπτό και ευκταίο τρόπο. Η οδύνη των υποθέσεων, γάμοι διαλύονται, καυγάδες συζύγων για τα  παιδιά, θρησκείες αντιδρούν με φανατισμό στον ορθό λόγο, παίζοντας τη ζωή 17χρονου παιδιού με τον   θάνατο, εξιτάρουν και εντυπωσιάζουν την Φιόνα, της οποίας το όνομα είναι στο επίκεντρο των αξιέπαινων δικαστών.
Έχει  στα χέρια της  την υπόθεση του 17χρονου Άνταμ, πάσχει από λευχαιμία, αλλά αρνείται πεισματικά, όπως και οι γονείς του,  στην μετάγγιση αίματος, που θα του σώσει τη ζωή του, για θρησκευτικούς λόγους.
Πριν βγάλει απόφαση,  η Φιόνα ζητάει να δει τον νεαρό Άνταμ, σε λίγους μήνες ενηλικιώνεται και δεν θα έχει καμιά  δικαιοδοσία επάνω του.
Μια συνάντηση, μια κουβέντα μ’ ένα άρρωστο παιδί. Ένα παιδί συγκροτημένο, με ιδέες, έγνοιες και ανησυχίες ενηλίκου. Μια συζήτηση μαζί του φέρνει την καθαρή εικόνα του προγενέστερα καλού γάμου της. Γάμος με έρωτα, γάμος χωρίς παιδιά, με την καριέρα αμφοτέρων να υπερτερεί. Γάμος  που φθείρεται με την κακή χρήση του χρόνου. Οι νόμοι είναι ορθοί, την καλύπτουν στις αποφάσεις της, έναντι εκείνων των συναισθημάτων, πίστεως και ηθικής του κάθε ανθρώπου.
Η Φιόνα με ένα βλέμμα, λίγα λόγια και σύμμαχο τον Νόμο σώζει το παιδί. Πρωτόγνωρα συναισθήματα διακατέχουν τον νεαρό και πέφτει με ορμή ταύρου για τα μάτια της Φιόνας, για τον έρωτα, για την αγάπη, για τη φιλία, για τη ματιά της μάνας, όπως εκείνος ήθελε.
Η Φιόνα τον τράβηξε πίσω στη ζωή, εκείνος  την ευχαριστεί με ένα ερωτικό φιλί  στο στόμα κι εκείνη ανταποδίδει με αίσθημα ενοχής και δεν αργεί να επανέλθει στις συμβατικές της υποχρεώσεις και στην κοινωνική ηθική, αναφορικά με τον έρωτα. Ο νεαρός της γράφει ποιητικές επιστολές σε αχνογάλαζες σελίδες, που εκείνη καταχωνιάζει κυρίως από τον εαυτό της. Μέχρι που τ’ αγόρι  αγνά και άδολα της επιστρέφει τη ζωή που του χάρισε.

**Βάδισε αργά στην οδό Θίομπαλντ συνεχίζοντας να αναβάλλει τη στιγμή της επιστροφής. Αναρωτιόταν ξανά μήπως η αγάπη που είχε χάσει ήταν γι’ αυτή μια σύγχρονη μορφή ευυποληψίας, μήπως αυτό που φοβόταν δεν ήταν η περιφρόνηση  και ο εξοστρακισμός, όπως στα μυθιστορήματα του
Φλωμπέρ και του Τολστόι, αλλά οίκτος. Η μετατροπή της σε αντικείμενο γενικευμένου οίκτου ήταν επίσης μια μορφή κοινωνικού θανάτου. Ο δέκατος ένατος αιώνας βρισκόταν πιο κοντά απ’ όσο πίστευαν οι περισσότερες γυναίκες. Το να την πιάσουν στα πράσα να παίζει τον ρόλο της σ’ ένα στερεότυπο φανέρωνε μάλλον κακό γούστο παρά ηθικό παράπτωμα. Ανήσυχος σύζυγος  στην τελευταία του ζαριά, γενναία συμβία που διατηρεί την αξιοπρέπειά της, νεότερη γυναίκα απόμακρη και ανεπίληπτη. Κι εκείνη που είχε νομίσει ότι οι μέρες που υποδυόταν το οτιδήποτε είχαν τελειώσει πάνω στο καλοκαιρινό γρασίδι,  ακριβώς πριν ερωτευεί.**




Δεν υπάρχουν σχόλια: