Κυριακή 14 Απριλίου 2019

"Καληνύχτα καλούδια μου" του Νικήτα Παπακώστα



Καληνύχτα καλούδια μου
   του Νικήτα Παπακώστα

Ο Νικήτας Παπακώστα γεννήθηκε το 1977 στο Δάρα Αρκαδίας. Ζει στο Λονδίνο.
Το «Καληνύχτα καλούδια μου» είναι το πρώτο του βιβλίο.



Μια παράδοξη νουβέλα. Θα μπορούσε να είναι δημοτικό τραγούδι, ποίημα, όπου αναφέρονται δαιμόνια αιμοσταγή, παιδοκτονίες, εγκληματικές εκδικήσεις, σταυροί, εκκλησίες, καμπάνες, σεισμοί, καταποντισμοί. Ακόμα, ό,τι πρωτόγονο υπάρχει στο όνειρο ή φυτεμένο στο υποσυνείδητό μας. Μαγείες, μαγγανείες, φόβητρο δυστοπικών κοινωνιών, όπως ο συγγραφέας, με γκροτέσκο γραφή, ως το παραμύθι απαιτεί, μας παρουσιάζει.

Πρωταγωνιστεί η μικρή Μαρία∙  στα δεκαπέντε της την παντρεύουν και φτάνει στην εκκλησιά με ματωμένο νυφικό. Ένα παιδί ανήλιαγο που με μεγάλη ευκολία πνίγει τα νεογνά γατάκια, αφού παραμόνευε για ώρες, μέχρι να φύγει η μάνα-γάτα να βρει κάτι να φάει, για να κάνει γάλα.

<<Κλειδαμπάρωσε τις πόρτες… τα μικρά ήταν ζεστά και μαλακά.. Έσφιξε τον κόμπο καλά. Έβαλε διπλή και τριπλή σακούλα, έκανε και άλλους κόμπους, να μη μπορέσουν να το σκάσουν… κατέβηκε στο ρέμα κι από ψηλά πέταξε τις σακούλες ανάμεσα στις ακακίες. Η μια πιάστηκε στα κλαδιά, η άλλη έπεσε στα βάθη και κυλιότανε σαν μπάλα, γιατί οι πέντε ψυχές δεν είχαν γωνίες>>.

Χαρακτήρες, η φύση- η ασέβεια των ανθρώπων, στην ιερότητά της-,  το άνυδρο τοπίο, τα ζώα, οι βράχοι, το αίμα, το λιγοστό νερό, η ύβρις, η αλαζονεία έναντι διαφορετικών πλασμάτων, η απόρριψη σ’ ό,τι δεν καταλαβαίνουμε, σ’ ό,τι δεν μας είναι αρεστό, σ’ ό,τι μας κάνει να ντρεπόμαστε. Τα κακά δαιμόνια του μυαλού μας, τα καλά και άγια για τον εξορκισμό τους.

Φόνισσα, παιδοκτόνος τριών μωρών της η Μαρία, ψάχνει τον Θεό της στον θάνατο. Όμως η φύση εκδικείται την καταστροφή της. Έτσι, θα εκδικηθεί και όσους έχουν έστω και μικρό μερίδιο ευθύνης, τον παπά-Φώτη σύζυγο της Μαρίας, τους συγχωριανούς της, ολόκληρο το χωριό, σε γκρεμίσματα, ρημάδια και λείψανα. Το χωριό, που πισωδρομεί, αδιαφορεί, θα έλεγα, στο καταφανές της ηθικής επιταγής και άμετρα ξοδεύει ζωές ψάχνοντας Θεό και δαίμονα.

<<Άλλοι βρίσκουν τον Θεό κι άλλοι τον χάνουν. Η Μαριώ τον βρήκε και τον μέτρησε στο πρόσωπο του θανάτου. Της φάνηκε η ζωή σαν τις σπηλιές στις πλαγιές. Μαύρες τρύπες απάτητες, μυστικές και λαβυρινθώδεις. Εκεί μπαίνει η φωνή και βγαίνει ο αντίλαλος. Σκορπά στο μαύρο και σωπαίνει μετά. Το φως σπανίως φτάνει ως εκεί.>>  

<<Έσκυψε. Έβαλε το αυτί της στο χώμα. Άκουσε τα μωρά της ν’ αναπνέουν. Ήρεμα. Ηρέμησε. Ημέρωσε. Λουλούδια ήταν τα παιδιά της που μεγάλωναν μες την ησυχία και το σκοτάδι. Όλη μέρα οι νεκροί κρατάνε την ανάσα τους. Τη νύχτα που δεν τους ακούει κανείς, αναπνέουν κι αγαλλίασε η καρδιά της.
Καληνύχτα καλούδια μου, τους είπε» Έσκαψε μικρές τρυπούλες με τα δάχτυλά της κι έχωσε φιλιά και κάτι νυχτολούλουδα που είχε κόψει κατεβαίνοντας από μια μάντρα. Καληνύχτα και γι’ απόψε.








Δεν υπάρχουν σχόλια: