Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

ΜΠΕΜΠΗΣ του ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ

                      ΜΠΕΜΠΗΣ του Θωμά Κοροβίνη

                                 Εκδόσεις ΑΓΡΑ 

Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Από το 1988 έως το 1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 1995 μέχρι και το 1999 εργάστηκε ως παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών στον 9,58 FM της Θεσσαλονίκης. Το 1995 βραβεύτηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του Ο γύρος του θανάτου, με θέμα την υπόθεση του «Δράκου του Σέιχ-Σου», Αριστείδη Παγκρατίδη. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.

                                             ...---…

Ευανάγνωστο βιβλίο, από έναν θα έλεγα όχι μόνο συγγραφέα φιλόλογο, αλλά λαϊκό καλλιτέχνη, που ό,τι έχει γράψει είναι βασισμένο σ’ αληθινά γεγονότα με μυθιστορηματική δεξιοτεχνία. Είναι βαθύς γνώστης και κυνηγός των λαϊκών βάρδων της Ελλάδας και όχι μόνο. Μέσα από την άδολη σκέψη του και γνήσιος, ως ο λαϊκός  μας  πολιτισμός, έχουμε κείμενα μαρτυρίες για φημισμένους τραγουδοποιούς και άλλα πρόσωπα που εγώ τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι όχι ως «παραμύθια» αλλά αληθινά γεγονότα τα οποία παρουσιάστηκαν κάποτε ή παρουσιάζονται ακόμα με υπονομευτική ενέργεια, όπως ο βασικός χαρακτήρας στο  βιβλίο του «Ο γύρος του θανάτου», του  δυστυχή Αριστείδη Παγκρατίδη.

Στο καινούργιο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, διαβάζουμε την βιογραφία του σολίστα στο μπουζούκι και κιθάρα Δημήτρη Στεργίου -γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και πέθανε το 1972, σε ηλικία σαράντα πέντε χρόνων. Μπουζουκίστας με μεγάλη φήμη, όσο ζούσε, αλλά και μετά τον θάνατό του, οι πενιές του στο σόλο μπουζούκι έχουν θρυλική μνεία. Δημήτρης Στεργίου γνωστός με το ψευδώνυμο «Μπέμπης», σκωπτικό παρανόμι όπως έδιναν σε πολλούς επώνυμους της εποχής για το νεαρό και τη φρεσκάδα της ηλικίας τους. Στο βιβλίο αφηγείται ο ίδιος τη ζωή του και την αυτοκαταστροφική του τάση στο ποτό. Μορφωμένος μουσικός για την εποχή του, μεγάλο ταλέντο, ιδιοφυής με αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα στα μουσικά όργανα. Ο Μπέμπης και ο Χιώτης. Δυο μεγάλοι καλλιτέχνες με άδοξο τέλος και σε ηλικία που θα μπορούσαν να δώσουν πολλά ακόμη. Ο συγγραφέας είναι ας πούμε ο φίλος που ακούει τον μονόλογο του πρωταγωνιστή-χαρακτήρα -αυτού του όμορφου αριστοκράτη μάγκα- για τη ζωή του, διανθισμένη με πολλές φράσεις σε γλώσσα αργκό, όπου σιγοντάρουν πενιές του και λαϊκά τραγούδια.

Ερωτικός με πάθος,  θαυμαστής του θηλυκού φύλου, όπως ακριβώς περιγράφει με έρωτα την ομορφιά της τραγουδίστριας Μπέμπας Μπλανς.

Το έργο του Κοροβίνη βρίθει λεπτομερειών για τραγουδιστές λαϊκής μουσικής, (που συνεργάστηκε ο Μπέμπης)  και στίχων τραγουδιών που μέχρι σήμερα έχουμε στα χείλη σε κάθε διασκέδασή και ιδίως στα μεράκια μας. Το τέλος είναι συγκλονιστικό και προκαλεί πολλά συναισθήματα.

Ιστορίες των δεκαετιών ’40, 60 και κατά τη διάρκεια της Χούντας, πολιτικές, καλλιτεχνικές, έρωτες, ανταγωνισμοί, μικρά πικάντικα μεταξύ των μουσικών, τραγουδιστών, κάτι σαν παλιός καλός κινηματογράφος, που σε χαροποιεί και σε συγκινεί.

Ο εξαιρετικός συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης, μας συστήνει να διαβάσουμε γιατί αξίζει το νέο του βιβλίο, που δεν είναι παρά ένα απάνθισμα, μια συμπυκνωμένη έκθεση της ιστορίας, της μουσικής και γλώσσας του λαϊκού πολιτισμού μας.

 

Απανθίσματα:

*Κάθε λαϊκό τραγούδι, ας είναι σύντομο, είναι ένα πλήρες έργο τέχνης, είναι μια ολόκληρη ταινία, ένα μυθιστόρημα, μια παράσταση στο θέατρο, κάθε λαϊκό τραγούδι φυλάει ένα κομμάτι παρμένο μέσα απ’ τη ζωή, το μπουζούκι, ο ήχος που βγάζει είναι τακίμι με τον ανθρώπινο πόνο, γι αυτό κολλάνε μαζί του εκείνοι που σηκώνουν κάποιο σταυρό, οι άλλοι, όσοι είναι αναίσθητοι κι όσοι κάθονται στα πουγκιά και δεν λογαριάζουν τους κολασμένους τι να νιώσουν….

 

**Σουρούπωνε στην ακτή Τζελέπη, έσκιζαν τ’ αυτιά μας οι μπουρούδες, σαλπάρανε γκαζάδικα και φορτηγά, για αγριεμένες θάλασσες, για σκοτεινά νερά, κι άλλα βαπόρια με σημαία ξένη, απ’ τα πέρατα του κόσμου, έδεναν τα ποστάλια, τα επιβατηγά της γραμμής, ξεφόρτωναν κόσμο κάθε λογής στην επιστροφή απ’ τα νησιά, ταξιδιάρικα πλεούμενα σαν τις ζωές μας, ο κάθε άνθρωπος μοιάζει με καράβι που θαλασσοδέρνεται βράδυ και πρωί ,  ανεμότρατες όργωναν στα βαθιά, αλαργεμένα ψαροκάικα έριχναν δίχτυα, βαρκούλες ξεμάκραιναν στ’ ανοιχτά για παραγάδι, αρμενάκι είμαι, κυρά μου, πάρε με, έλα πάρε με, ήμασταν στο ’43, είχα κλείσει τα δεκάξι, τα βρακιά μου έβραζαν, όρμα, ρε, βάλε ταχύτητα τώρα που μετράς, ποια μορφονιά να κάνει κόνξες σε τέτοιο ταυράκι, μου τα ‘λεγες, κι εγώ σχεδόν κοκκίνιζα σαν παρθενάκι, ήμουν βέρτζινος…

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: