Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους, του Μίνωα Ευσταθιάδη. Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

31.05.25.

 

Εισήγηση, Ευγενίας Μακαριάδη, του βιβλίου «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», του Μίνωα Ευσταθιάδη, για την Λέσχη Ανάγνωσης Δημοτικής Βιβλιοθήκης Διονύσου.

 Μίνως Ευσταθιάδης (γεν. 1967) σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Ανόβερο. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Έξοδος (Ανατολικός, 2001), Χωρίς γλώσσα (Καστανιώτης, 2004) και Το δεύτερο μέρος της νύχτας (Ωκεανίδα, 2014) που εκδόθηκε στα γερμανικά (Acabus, 2014).

Το μυθιστόρημά του Ο Δύτης (Ίκαρος, 2018) εκδόθηκε στα γαλλικά (Actes Sud, 2020) και στα αραβικά (Al Arabi, 2023). Βρέθηκε στη βραχεία λίστα των βραβείων Athens Prize for Literature (Ελλάδα), Violeta Negra Occitanie (Γαλλία) και Prix du Livre Europeen (Ευρώπη). Το μυθιστόρημά του Κβάντι (Ίκαρος, 2020) εκδόθηκε στα γαλλικά (Actes Sud, 2023). Το μυθιστόρημά του Σχέδια του χάους (Ίκαρος, 2022) θα κυκλοφορήσει στα γαλλικά από τον Actes Sud το 2025 και έχει υπογραφεί Option για την τηλεοπτική του μεταφορά. Ζει κοντά στη θάλασσα.

********

Ένα συναρπαστικό βιβλίο θρίλερ, που δεν το αφήνεις απ’ τα χέρια σου (page-turner), με πολλά στοιχεία νουάρ λογοτεχνίας, είναι το έργο του Ευσταθιάδη με τον πετυχημένο-αληθινό τίτλο, που εκφέρεται από καταδικασμένο σε ισόβια κάθειρξη, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας  της πόλης Στράουμπινγκ Βαυαρίας, «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους».

Είχα γράψει ακριβώς τις ίδιες δυο πρώτες σειρές αρχίζοντας την εισήγησή μου, για το έργο του Ευσταθιάδη «Ο Δύτης». Ο τρόμος με συνεπήρε από τις πρώτες σελίδες, όμως η περιέργεια για το ότι δεν είναι κάτι παρά «μαγικός ρεαλισμός,» συνέχισα, ας πούμε, απτόητη, ενώ η ευαισθησία μου με κινητοποιούσε να μεγιστοποιώ την κάθε σκηνή του έργου. Έτσι, γίνομαι ο Δρ. Γουάτσον - βοηθός του συγγραφέα-, στην έρευνα για τον πραγματικό δράστη, μετρώντας τα κατά, τα υπέρ, τις αντιθέσεις, τις αμφιβολίες και τα παιδαριώδη επιχειρήματα της ανάκρισης. Ενόσω αθωώνω τους καταδικασμένους,  αναθεματίζω το κάθε νομοθετικό πλαίσιο -που ελαφρά τη καρδία- φυλακίζει τον οποιονδήποτε, χωρίς  να λαμβάνει υπόψη «το τεκμήριο αθωότητας» σύμφωνα με το οποίο κάθε άτομο που κατηγορείται για οποιοδήποτε έγκλημα θεωρείται αθώο, έως ότου αποδειχθεί η ενοχή του.

Ο Μίνωας Ευσταθιάδης, έγραψε ένα έργο βασισμένο σε αληθινά γεγονότα. Έγραψε μια μελέτη, μια σπουδή (αν θέλετε) σχετική με το νομοθετικό πλαίσιο της ισόβιας φυλάκισης στη Γερμανία, που επιβάλλεται για σοβαρά εγκλήματα, όπως δολοφονία ή άλλα εγκλήματα, που προβλέπονται από το ποινικό δίκαιο. Στην υπόθεση του βιβλίου, πρόκειται για δυο ειδεχθή εγκλήματα, με ένα κοινό ύποπτο αποτύπωμα, όπου έχουν φυλακιστεί ισοβίως δυο άνθρωποι, ως εγκληματίες, ο ένας από τους οποίους,  ο νεαρός Φρέντερικ Τάλερ, έδωσε συνέντευξη στον συγγραφέα.

Το πρώτο αποκρουστικό έγκλημα που περιγράφει το βιβλίο, συνέβη το 1981 με την εξαφάνιση της 10χρονης Ούρσουλα Χέρμαν, που τελικά βρέθηκε νεκρή,  θαμμένη στο δάσος, κλεισμένη σ’ ένα κιβώτιο. Οι αρχές συνέλαβαν τον Αρτούρο Ζαμιάτιν και τον καταδίκασαν. Το δεύτερο επίσης ειδεχθές έγκλημα έγινε το 2006 όταν δολοφονήθηκε η Σαρλότε Μπέρινγκερ μέσα στο σπίτι της με είκοσι και πλέον τσεκουριές. Καταδικάστηκε ο νεαρός Φρέντερικ Τάλας ανιψιός της πάμπλουτης Σαρλότε, παρκαδόρος στο πολυώροφο πάρκινγκ-επιχείρηση ιδιοκτησίας του θύματος. Ένας ολόκληρος όροφος πάνω από το πάρκινγκ είναι το σπίτι της Σαρλότε, μέσα στο οποίο έγινε το έγκλημα.  Οι αρχές χωρίς αδιάσειστα στοιχεία ενοχοποιούν τον νεαρό Τάλερ.       

Ο συγγραφέας, ως ντεντεκτιβ, ερευνά παράλληλα τα δυο αυτά εγκλήματα και με λεπτομερείς αναφορές στη ζωή των καταδικασμένων, δίνει τις δυο όψεις του νομίσματος· ναι μεν είναι ο κατηγορούμενος δολοφόνος, αλλά θέτει επί τάπητος ενδείξεις ενοχής,  χωρίς να πείθουν, παρά μόνο πώς να κλείσουν δυο σοβαρές δικαστικές υποθέσεις, ώστε να μη θιγεί το κύρος της δικαιοσύνης. Αποδείξεις απτές που να στοχεύουν τους εγκληματίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ο αναγνώστης μένει ενεός, εφ’ όσον μπορεί ο οποιοσδήποτε να φυλακιστεί σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, μπουντρούμια στη γλώσσα μας, όπως οι γερμανικές φυλακές, γιατί δεν δύνανται τα επιχειρήματά του να πείσουν το σύστημα των ανακρίσεων, που όπως φαίνεται γίνεται διάφορο και μόνο για την απολυταρχία του νομοθετικού συστήματος.     

Ευανάγνωστο, απολαύσιμο βιβλίο, με τη γνωστή γραφή του συγγραφέα που λέξη λέξη καλύπτει απ’ όλες τις μεριές και με λεπτομέρειες τους χώρους, τον χρόνο, τους βασικούς ήρωες των δυο φρικιαστικών εγκλημάτων, οπωσδήποτε και με τις υποστηρικτικές νομικές του σπουδές μας αφήνει με την ανέλπιδη πίκρα της δικαίωσης. Μόνο στο τέλος μετά από μακροχρόνια φυλάκιση του ενός των καταδικασμένων, αναφέρεται  ότι βρέθηκε ένας από τους βασικούς εκτελεστές του πρώτου εγκλήματος. Πολλά τα ψυχολογικά, κοινωνικά και ιστορικά ντοκουμέντα της χρονικής περιόδου των εγκλημάτων.

 

Απάνθισμα:
Διάφορα στοιχεία είχαν εμφανιστεί γύρω από την υπόθεση. Οι ανακριτικές αρχές, με την πεποίθηση ότι επρόκειτο για κάποιο είδος παζλ αποφάσισαν να συνταιριάξουν τα διάσπαρτα κομμάτια του. Μπορεί η προσπάθειά τους να ήταν κάπως βεβιασμένη στο τέλος όμως θα έπρεπε να σχηματιστεί το πρόσωπο του ανθρώπου με το σφυρί στο χέρι. Έτσι δεν γίνεται κατά κανόνα; Κανείς δεν μπορούσε και δεν ήθελε να διανοηθεί την ύπαρξη μιας ανωμαλίας, μια μαύρης τρύπας. Τα παζλ παραμένουν πάντα δημοφιλή, ακριβώς επειδή γεννούν την αίσθηση της ασφάλειας. Δεν λείπουν ούτε περισσεύουν κομμάτια.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

ΝΕΡΑΤΖΙΑ της ΤΖΟΧΑ ΑΛΧΑΡΘΙ

 

(15.05.2025)

 

Εισήγηση της Ευγενίας (Τζένης) Μακαριάδη,

για τη Δημοτική Λέσχη Διονύσου, του βιβλίου της Τζόχα Αλχάρθι, με τίτλο «ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ».  Η Τζόχα Αλχάρθι, (γεν.1978) είναι συγγραφέας και ακαδημαϊκός από το Ομάν, γνωστή  για το μυθιστόρημά της Celestial Bodies, όπου κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Man Booker το 2019.

 

Μικρές συγκινητικές ιστορίες της Τζόχα Αλχάρθι, ποιητικά-λυρικά γραμμένες.

Η αφηγήτρια Ζοχούρ από το Ομάν, φοιτήτρια στο Λονδίν, αναθυμάται τα ήθη και έθιμα της πατρίδας της, τα παιδικά της χρόνια, επικεντρωμένη ιδίως σ’ ένα σημαντικό και άξιο πρόσωπο της οικογένειάς της, την γιαγιά Μπιντ Αάμιρ. Ρέει η γραφή της συγγραφέα ευανάγνωστη, εικονοποιητική και συνειρμική.

 

Η Ζοχούρ νιώθει ενοχές εφόσον στα γεράματα της γιαγιάς Μπιν Αάμιρ, ήταν απόμακρη και ομολογεί πόσο πολύ την ενοχλούσαν οι γεροντικές οσμές της γιαγιάς καθώς και η δυσοσμία των ούρων της. Πλέκοντας πόντο πόντο τις ζωές των ανθρώπων φίλων και συγγενών του Ομάν και παράλληλα του φοιτητικού κόσμου του Λονδίνου που σπουδάζει, η αφηγήτρια μας επεξηγεί μέσα από αναμνήσεις και συναισθήματα το τότε και τώρα της ζωής της και τις διαφορές ανάμεσα στις κουλτούρες Δύσης και Ανατολής.

 

Όπως η γιαγιά Μπιντ Αάμιρ πολλές φορές ιστορούσε τη ζωή της σαν παραμύθι, η Ζοχούρ έτσι ακριβώς την εννοούσε, μια παραμυθητική σύνθεση. Τώρα, έχει τη ροπή  της ανασύνθεσης του ανήκειν, αλλά που τελικά με τον τρόπο της ομολογεί πως τελικά δεν ανήκει πουθενά.

 

Ο πατέρας της Μπιν Αάμιρ ήταν σπουδαίος καβαλάρης και εκπαιδευτής αλόγων. Όταν πέθανε η γυναίκα του έμεινε χήρος με δυο παιδιά, ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε και η μητριά τον κατάφερε να διώξουν τα δυο παιδιά του. Στη συνέχεια έκαναν δυο κόρες.  Διωγμένη η γιαγιά και μόνη, εφ’ όσον πέθανε από κακουχίες και ο αδελφός της. Η γιαγιά πέθανε χωρίς οικογένεια και με απραγματοποίητο το όνειρό της να έχει δικό της ένα χωράφι με οπορωφόρα δέντρα και μάλιστα νερατζιές. Η νερατζιά, το αγαπημένο της δέντρο, που όταν πέθανε εκείνη ξεράθηκε κι αυτή. Η Ζοχούρ παραλληλίζει τη ζωή της, ένα τρίγωνο με την συμφοιτήτριά της Κοχλ και τον σύντροφό της Ιμράν, ένα κρυφός έρωτας, ένα τρίγωνο, κάτι αντίστοιχο της γιαγιάς με τον Σαλμάν και την Αθοραγιά, που την μάζεψαν διωγμένη κι έγινε η γιαγιά με αγάπη για τα παιδιά-εγγόνια και για όλες τις ανάγκες της οικογένειας, όπως κάνουν οι περισσότερες γιαγιάδες του κόσμου.

 

Η αποθυμιά της γιαγιάς για κάποιον που ήθελε να την παντρευτεί και δεν την έδωσε ο πατέρας της. Η αποθυμιά να αποκτήσει μια χρωματιστή μαντίλα, μια μάσαρ,  όπως όλες οι νέες γυναίκες με δαχτυλίδια ολόγυρα και πώς την απόκτησε αγοράζοντάς την βερεσέ, από έναν αισχρό και φιλάργυρο έμπορο.

 

Το μοναδικό της ταξίδι στο νοσοκομείο Ράχμα και η απογοητευτική γνωμάτευση του γιατρού Τόμας, για την τυφλότητά της από το ένα μάτι, ότι δεν υπάρχει θεραπεία.

Η αποθυμιά για ένα ζευγάρι γυαλιά.

Η μεγάλη της ανάγκη για συντροφιά απ’ τα παιδιά που μεγάλωσε, τα παιδιά-εγγόνια των αγαπημένων της Σαλμάν και Αθοραγιά και οι φωνές της ως ερινύες στ’ αυτιά της Ζοχούρ.

«Ζοχούρ Ζοχούρ, μη φεύγεις. Μείνε λίγο μαζί μου, μη φεύγεις»

 

 

Σύμβολα ο χαρταετός ίσον η ελευθερία. Η νεραντζιά και το χωράφι που ποτέ η γιαγιά δεν είχε στην κυριότητά της και δεν είναι άλλο, παρά η επιβίωση των ανθρώπων της αγροτιάς.

Στο βιβλίο υπάρχουν πολιτικές αναφορές και ταξικές διαφορές όπως οι φοιτητές του Λονδίνου άλλοι της αστικής τάξης και οι άλλοι που προέρχονταν από την αγροτική - τάξη των φτωχών. Επίσης επισημαίνει τις γυναικείες ανισότητες στην κοινωνική ή επαγγελματική ζωή και τον γάμο ως ολοκλήρωση της γυναίκας στην Ανατολή.

 

Απανθίσματα:

Το πρόσωπο της γιαγιάς μου γέμισε το σκοτάδι φωτίζοντάς το με το αχνό του φως. Εκείνο το στόμα υπήρξε άραγε ποτέ νεανικό; Δεν την είχα ζήσει παρά μόνο όταν ήταν μεγάλη και κανείς δεν την είχε τραβήξει έστω μια φωτογραφία προτού εμφανιστούν οι πρώτες ρυτίδες. Όλες είχαν χαραχτεί, μία προς μία, γύρω από το στόμα της και ήταν αργασμένο από τον μόχθο της ζωής. Ρυτίδες που παρουσιάστηκαν προτού κάποιος άντρας περάσει τα δάχτυλά του από πάνω τους, προτού τα χείλη του αγγίξουν το δέρμα της νεαρής γυναίκας.

 

Κι εκείνο το στήθος που πάνω του όλοι μας κοιμηθήκαμε μέχρι να μεγαλώσουμε έθρεψε πράγματι τον πατέρα μου; Θήλασε απ’ αυτό; Είχε μόλις αρχίσει να φουσκώνει όταν εκείνος ο μαγαζάτορας το πρόσεξε τη δεκαετία του ’20, κι έφτασε σε πλήρη άνθιση για να γίνει το σπίτι του πατέρα μας και στη συνέχεια το δικό μας. Έπειτα κατέρρευσε, μαράζωσε χωρίς ούτε ένας άντρας να έχει καταφύγει στην αγνότητά του, χωρίς να έχει μείνει εκεί, χωρίς να έχει ζήσει μέσα στη ζεστασιά του.

 

Ένιωσα την ίδια ανησυχία που με είχε κατακλύσει όταν οι γυναίκες που έπλεναν του νεκρούς την περικύκλωσαν και της αφαίρεσαν τα ρούχα. –Μην  της τα βγάζετε! Αφήστε την να φορά ό,τι φορούσε όλη της τη ζωή! Φώναξα δυνατά.


Η αγωνία με κατέκλυσε εκ νέου και με τράβηξαν σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσα να παρακολουθώ το θέαμα από μακριά. Έβλεπα το σώμα της γιαγιάς μου κάτω απ’ το έλεος των ξένων χεριών· το σώμα εκείνο που σ’ όλο τον μακρόχρονο βίο της κανένα χέρι δεν το είχε αγγίξει. Κάποια γυναίκα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου λέγοντας: -Ησύχασε, Ζοχούρ! Θα τη σκεπάσουμε με το σάβανο, θα κρυφτεί κάτω από στρώσεις υφασμάτων.

 

Τους είδα να σκίζουν τη μάσαρ που σκέπαζε τα μαλλιά της. Τα κρατούσε καλυμμένα αλλά ξεχύθηκαν παντού σε άσπρα κύματα, τα μαλλιά που τα λούζαμε και τα’ αλείφαμε με λάδι όταν δεν μπορούσε πλέον να τα λούζει και να τα αρωματίζει μοναχή της. Τους έβαλαν οούντ και μόσχο και καμφορά. Μάαχ. Το έκαναν όπως ποτέ δεν είχες φανταστεί ότι μπορούσαμε εμείς να το κάνουμε τα τελευταία σου χρόνια πάνω στον μάταιο τούτο κόσμο. Ράντισαν με άρωμα τα άσπρα κυματιστά μαλλιά σου που κανένας σύζυγος δεν κατέφυγε στη σκιά τους. Ο γιος και τα παιδιά του μόνο αναζητούσαν εκεί σκιά.

                        ………….------------------------……………

 

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

«Το γέλιο των σκύλων» της Ευγενίας Μακαριάδη Διηγήματα - Εκδόσεις: Βακχικόν

 

10/04/2025

 

"Το γέλιο των σκύλων"

Πώς γράφω τις ιστορίες μου:

Οι σημειώσεις μου σε πρόχειρο τετράδιο, που υπάρχει από καιρό στο γραφείο μου, άπειρα χαρτάκια με φράσεις, λέξεις, συνομιλίες διάφορες σε τόπους και χρόνους της εποχής μας, τα όνειρά μου, μερικά από το κοσμικό διάστημα άλλα ατομικά ή συλλογικά, άλλα κοινότοπα, άλλοτε παράξενα, κάποιες φορές εφιαλτικά, άλλα σαν κινηματογραφική ταινία με ήρωες που ποτέ δεν γνώρισα, ή που άκουσα, όμως υπάρχουν σε κάποιο κλαδί του οικογενειακού δέντρου. Πρόγονοι και απόγονοι έρχονται με χαμόγελα, με λύπες, με απορίες, που πολλές φορές μπερδεύω τη δική μου αναφορά στο ιστορικό παρελθόν και να που φέγγω αμυδρά, σαν ένας μικρός βλαστός μπορεί και φυλλαράκι του δέντρου αυτού. Το δέντρο μου, που ανήκει στο συμπαντικό εκείνο της ανθρωπότητας κι εγώ μια κατεβαίνω, μια ανεβαίνω με στόχο την ανακάλυψη της αρχής, κι εκεί χαμένη στο άπειρο διάστημα, σαν μικρό αστέρι, βλέπω τη Φύση που ακατάπαυστα γεννά και δημιουργεί κι εγώ η ελαχιστότατη της πλάσης να αναζητώ μέσα από τη γραφή να μάθω, μέσα στο αχνές από ωκεάνιες λέξεις, να βρω το μυστήριο που κρύβεται βαθιά, πολύ βαθιά, στο μικρό μου σώμα και λέγεται ψυχή. Η ψυχή και οι ιδιότητές της, εάν υπάρχουν, εφ’ όσον είναι άυλη ουσία των ζωντανών, στην αναζήτηση μιας δημιουργίας, μιας απλής ιστορίας που ανέκαθεν συνέβαινε, συμβαίνει μέχρι σήμερα, με την ευχή να σταματήσει το βάσανο να γελούν τα ανθρώπινα όντα και να μιλούν σαν σκυλιά. Ίσως όλα ή μέρους τους να βοήθησαν να γραφούν τα διηγήματα του βιβλίου «Το γέλιο των σκύλων», αν και λατρεύω τα ζώα και μάλιστα τα σκυλιά, όπως αναφέρονται σε κάθε διήγημα του βιβλίου.

 

Οι ιστορίες συμβαίνουν ανάμεσα σε μέλη οικογενειών, φίλους, συγγενείς, σε χώρους εργασίας, σε γνωστούς και άγνωστους περαστικούς. Πολλές φορές η δράση μεταφέρεται στο όνειρο και συμπλέκεται με την πραγματικότητα. Όλα ξεκινούν από μια φράση, μια λέξη, ένα παράξενο ή τραγικό περιστατικό, ένα εφιαλτικό όνειρο, μια παρεξήγηση.

 

Το αυταρχικό εγώ είναι ο κεντρικό χαρακτήρας που δεν ονοματίζεται όμως ως ένστικτο ενυπάρχει και κινεί τα νήματα εγκλωβίζοντας τα θύματά του. Οι ήρωες μου προσπαθούν απεγνωσμένα να αποτινάξουν ό,τι τους περιθωριοποιεί και τους καταπιέζει οδηγούμενοι άλλοτε στο όνειρο και άλλοτε στην καταστροφή. Είναι άνθρωποι μοναχικοί, κάποιοι απροσάρμοστοι, μερικοί περιπλανώμενοι. Άλλοι ακολουθούν το πεπρωμένο τους, άλλοι αντέχουν τα βάρη τους κι άλλοι συμπορεύονται γενναία με το ένστικτο.

 

Στο βιβλίο η γυναίκα έχει κεντρικό ρόλο ως μητέρα, θηλυκό και ερωμένη που ψάχνει την ερωτική της ταυτότητα. Ο άντρα δεσποτικός, ανασφαλής περιφέρει την εξουσία του , κρύβοντας επιμελώς τη δίψα του για στοργή. Ο έρωτας εμφανίζεται χωρίς όρια, αφανίζει την προσωπικότητα του άλλου, άλλοτε ως εξουσιαστής και άλλοτε ως υποταγμένος.

 

Στις ιστορίες μου το ανθρώπινο βάθος εκρήγνυται πολλές φορές σαν ηφαίστειο, προκαλώντας θανατηφόρες καταστροφές.

 

Οι χαρακτήρες του βιβλίου που αγνοούν πώς να επικοινωνούν με τη Φύση, χάνονται χωρίς μιλιά, χωρίς φως, ψάχνοντας ένα στοργικό χέρι.

 

Η ψυχική ερημιά κοντοζυγώνει τους ήρωες έστω κι αν περιτριγυρίζονται από πολλούς, μιλούν με τον εαυτό τους, γελάνε, πικραίνονται, σκιαμαχούν. Οι άλλοι τους φοβούνται, τους χλευάζουν, τους απομακρύνουν. Ένα πικρόγλυκο χιούμορ καλύπτει απαλά (σαν πούδρα) περιστατικά και αντιδράσεις σαν μουσικό μοτίβο που ελαφραίνει την ύπαρξη.

 

Απόσπασμα:

 

Με το σακίδιο στην πλάτη προχωρώ σκυφτός. Είμαι αξύριστος δεκαπέντε χρόνια σχεδόν, τα γένια φτάνουν στο στέρνο μου. Δεν θα με γνωρίσεις, ούτε ο περιπτεράς της γειτονιάς με αναγνώρισε, είκοσι πέντε χρόνια πρώην πελάτης του εγώ. Χωρίς να τον χαιρετήσω, αγόρασα τσιγάρα, σπίρτα, εκείνος παρατηρούσε, σαν τομογράφος, ίντσα ίντσα το πρόσωπό μου. Πλησίαζα στο σπίτι κι ένιωθα το βλέμμα του να μου καίει την πλάτη, δεν γύρισα πίσω το κεφάλι. Σου εξομολογούμαι ότι αυτό το βλέμμα –το δικό σου χειρότερο– με κυνηγούσε χρόνια ολόκληρα σαν τάβανος κι εγώ κλεισμένος με τέσσερις συγκρατούμενους στο σκοτεινό κελί, που βρομούσε κάτουρο, ιδρωτίλα, ακαθαρσίες. Εκεί μέσα δεν τολμούσες να πεις: «Πρόσεξε ρε πώς κατουράς». Τα μισά πετιούνται έξω. Ας μη σου πω τι επακολουθούσε, ακόμα κι αν στραβομουτσούνιαζες. Καταλαβαίνεις, δεν είναι; Άραγε με θυμόσουν; Θα το ήθελα έστω και για μια στιγμή, έστω και με οίκτο, έστω με πολύ θυμό, έστω με απογοήτευση, ακόμη και με αηδία θα μου έφτανε. Εγώ ναι, δεν υπήρχε μέρα, νύχτα, ώρα που να μη σε θυμόμουνα, σε προσκυνούσα, ακολουθώντας με στρατιωτική πειθαρχία τις διαταγές σου. Να σε αμφισβητήσω; Ποτέ. Ήσουν ο θεός μου και τα επιτίμιά σου απαράβατα. Ξέρεις; Χαμογελώ στον ύπνο μου, ονειρεύομαι ότι είμαι τόσο δα μικρός μπροστά σου, εσύ πελώριος με τo ’να χέρι με σηκώνεις ψηλά στο ταβάνι, εγώ γελώ, εσύ όχι. Με ρωτάς: «Φοβάσαι;» Σου λέω: «Όχι, δεν φοβάμαι». Όμως κατουρήθηκα και με πέταξες στο κρεβάτι σαν πατσαβούρι, κοιτάζοντας αηδιαστικά το χέρι σου. Πόνεσα κι ακόμα χαμογελούσα.

 


Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Το μικρό εξάγωνο δωμάτιο, της Γιόκο Ογκάουα. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

«Το μικρό εξάγωνο δωμάτιο» της Γιόκο Ογκάουα,  Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

             

Εισήγηση της Ευγενίας Μακαριάδη, για τη Λέσχη Ανάγνωσης, Δημοτικής Βιβλιοθήκης Διονύσου.

 

Η Υόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην Ιαπωνία, στην επαρχία Οκαγιάμα. Στο πανεπιστήμιο Ουασέντα του Τόκυο σπούδασε λογοτεχνία και τέχνες.

Υποψηφιότητες: Διεθνές Βραβείο Μπούκερ, National Book Award for Translated Literature. Βραβεία: Shirley Jackson Award for Collection, American Book Award

 Το 1988 κέρδισε το βραβείο Καιϊέν για νέους συγγραφείς με τη νουβέλα της «Όταν σπάζει η πεταλούδα». Η φήμη της μεγάλωσε όταν οι επόμενες δουλειές της «Ο τέλειος θάλαμος αρρώστων», «Η πισίνα των καταδύσεων», «Το τσάι που δεν κρυώνει» και το «Ημερολόγιο εγκυμοσύνης»- ήταν υποψήφιες η μια μετά την άλλη για το βραβείο Ακουταγκάουα. Το «Ημερολόγιο εγκυμοσύνης» κέρδισε τελικά το βραβείο με το τόσο μεγάλο γόητρο, το 1991, όταν η Ογκάουα ήταν 29 ετών.

Στο γυμνάσιο είχε αφιερωθεί στην ποίηση και σε νεαρή ακόμα ηλικία διάβασε πολλά έργα της Μιέο Κανάι και του Χαρούκι Μουρακάμι. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Ο παράμεσος», «Η πισίνα των καταδύσεων/ Ο κοιτώνας/ Ημερολόγιο εγκυμοσύνης», «Ξενοδοχείο Ίρις», κ.α.. Το «Μικρό εξάγωνο δωμάτιο», γραμμένο το 1994, είναι η συγγραφική της απαρχή.

                                    ******

Η Ογκάουα μου θυμίζει, χωρίς να αντιγράφει, βεβαίως, Μουρακάμι όπως το Νορβηγικό δάσος ή το Κουρδιστό πουλί. Το παραμυθητικό της αφήγησης, οι πνευματολογικές αναζητήσεις μέσα σε τοπία εξωπραγματικά και φανταστικά σε γοητεύουν.  Διαβάζοντας έργα της όπως «Ο παράμεσος»,  «Η αστυνομία της μνήμης» κ.α., και τώρα το «Μικρό εξάγωνο δωμάτιο», μπαίνει κανείς στον μαγικό της κόσμο. Είναι ο κόσμος των πνευμάτων, είναι το συναισθηματικό αλλόκοτο, είναι το ενδιαφέρον της για τον κόσμο του πνεύματος- ιδιαίτερα οι συναντήσεις και συνομιλίες των ζωντανών με τους νεκρούς. Ο μαγικός ρεαλισμός, όπως λογοτεχνικά αναφέρεται, είναι το βαθύ της ενδιαφέρον για την ανάδειξη του μη πραγματικού ή του αλλόκοτου, σαν κάτι καθημερινό και κοινό.

Ο ερωτισμός, τα ανομολόγητα συναισθήματα, τα δρώμενα σε εξωπραγματικούς τόπους, το Άφατο και Άδηλο είναι αυτά που η συγγραφέας εστιάζει με αυτοπαρατήρηση για το νόημα της ζωής. Ένα μυθιστόρημα παράξενο, σκοτεινό, μια ιστορία ενδοσκόπησης.

Ένας μονόλογος της αφηγήτριας και συγγραφέα, για την εξομολόγησή της όχι σε ψυχολόγο ή ιερωμένο αλλά μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, που ίσα χωράει ένα άτομο και η φωνή της διαχέεται μέσα στους ξύλινους τοίχους μέχρι εξαντλήσεως των λέξεων που μπορεί κάποιος να εκφράσει για τα εσώψυχά του ή για λόγους που του προκαλεί ενοχή. Μια πλήρης ομολογία του Εγώ. Το Εγώ που όπως Σίγκμουντ Φρόυντ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το Εγώ είναι πρωταρχικά και κατά βάση ένα σωματικό Εγώ». Το Υπερεγώ αποτελεί μια τρίτη δύναμη που διαφοροποιείται ή αντιτίθεται στο Εγώ.  Στις θεωρίες του Freud, το Υπερεγώ εμφανίζεται στα άρθρα που αφορούν στον Ναρκισσισμό. Ο Ναρκισσισμός για τον Freud, είναι μια μορφή  αυτολατρείας. Είναι το σκοτεινό, απρόσιτο μέρος της πρoσωπικότητάς μας, ό,τι ελάχιστο γνωρίζουμε το έχουμε μάθει από την έρευνα των ονείρων και τη δημιουργία νευρωσικών συμπτωμάτων, και τα περισσότερα είναι αρνητικά στοιχεία και μπορούν να περιγραφούν μόνο ως η αντίθεση στο Εγώ.

Μας αφηγείται η συγγραφέας, πως στα αποδυτήρια ενός κολυμβητηρίου, συνάντησε μια γυναίκα που η μορφή της όχι μόνο την τράβηξε αλλά την γοήτευσε πλατωνικά και δεν μπορούσε να την βγάλει από τη σκέψη της. Μέχρι που τυχαία, μια μέρα, την είδε στο δρόμο, συνοδεύοντας μια άλλη κυρία και αποφάσισε να τις παρακολουθήσει. Τελικά η γυναίκα με την γαλήνια μορφή, που τόσο  έθελξε την αφηγήτρια είναι η ιδιοκτήτρια ενός μικρού εξάγωνου δωματίου, σχεδόν σαν ντουλάπα, στεγασμένου σε ένα παλιό εγκαταλειμμένο  συγκρότημα κατοικιών. Στο δωμάτιο αυτό μπορεί ο καθένας να μιλήσει, να φωνάξει ακούγοντας μόνο ο ίδιος τη φωνή του και κανείς άλλος, είναι το δωμάτιο των αφηγήσεων αυστηρά και μόνο εκείνου που κλείνεται για να εξομολογηθεί.

Απάνθισμα:

Το «τυχαίο» και το «πεπρωμένο» είναι  λέξεις αντιφατικές; Είναι ένα πρόβλημα που το έχω στοχαστεί πολύ τον τελευταίο καιρό. Ακούμε συχνά να γίνεται λόγος για ιστορίες όπου μια απλή σύμπτωση προκάλεσε μεγάλη αλλαγή στο πεπρωμένο ενός ανθρώπου. Σπεύδει κάποιος να βοηθήσει έναν άλλον που έχει τραυματιστεί πέφτοντας στις ράγες του τρένου, κι έτσι χάνει το αεροπλάνο του, το οποίο συντρίβεται με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι οι επιβάτες του· ή έχει ραντεβού στο ξενοδοχείο Παλάς, κάνει λάθος πηγαίνει στο ξενοδοχείο Πλάζα, βρίσκεται καταμεσής μιας τρομοκρατικής επίθεσης στο λόμπι κι σκοτώνεται.

Το να βρεθεί κανείς κοντά σε κάποιον που έχει τραυματιστεί ή το να κάνει λάθος και να καταλάβει Πλάζα αντί Παλάς μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση, που ωστόσο προκαλεί την ανατροπή της μοίρας. Ο ένας γλιτώνει από αεροπορικό δυστύχημα, ο άλλος σκοτώνεται από σφαίρα. Σκέφτομαι πως όταν στοχαζόμαστε το πεπρωμένο, πιο εύκολα απ’ όλα καταλαβαίνουμε τη διάρκεια της ζωής –μήπως όμως η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής καθορίζεται στη γέννηση; Μήπως η μέρα και η ώρα του θανάτου είναι γραμμένες στα γονίδια; Σε αυτή την περίπτωση, τα δυο παραδείγματα που μόλις ανέφερα δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με το τυχαίο.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΕ ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΟΥ της LEKY MARIANA

 

13.02.2025.

 

 

Καθένας με το βάσανό του της LEKY MARIANA


                             
Εκδόσεις  GUTENBERG

 

 

Εισήγηση της Ευγενίας Μακαριάδη για τη Δημοτική Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου

 

H Μαριάνα Λέκι (Mariana Leky) γεννήθηκε το 1973 (ετών 52) στην Κολωνία και σήμερα ζει στο Βερολίνο. Σπούδασε δημοσιογραφία και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Χίλντεσχαϊμ. Το 2017 που εκδόθηκε στη Γερμανία «Το Όνειρο της Ζέλμα» (πρωτότυπος τίτλος «Τι μπορείς να δεις από εδώ») αναδείχθηκε το αγαπημένο βιβλίο της χρονιάς των Γερμανών βιβλιοπωλών και έγινε μπεστ σέλερ. Είναι το πέμπτο βιβλίο της Λέκι κι έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Η Λέκι έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία: το Allegra Prize (2000), το Lower Saxony Literary advancement award και το Advancement Prize για νέους καλλιτέχνες της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, αλλά και με υποτροφίες και χορηγίες για νέους δημιουργούς.

 

Τη συγγραφέα Μαριάνα Λέκι τη γνώρισα με το μυθιστόρημά της  «Το όνειρο της Ζέλμα», ένα έργο παραμυθητικό, ονειρικό, συγκινητικό, ευαίσθητο ανάμεσα στην πραγματική και στην φανταστική ύπαρξη ή όπως αναφέρεται λογοτεχνικά στον μαγικό ρεαλισμό.

 

Το έργο της «Καθένας με το βάσανό του», απαρτίζεται από 39 διηγήματα στο κάθε ένα αφηγήτρια είναι ο ίδιος χαρακτήρας, όπου σε πρώτο πρόσωπο μας περιγράφει γείτονες, γνωστούς και συγγενείς, την προσωπικότητα τους και πώς μπορεί κανείς έχοντας την έγνοια του συνανθρώπου του να τον κατανοεί κι αυτό οδηγεί σε ανθρωπιά και κατ’ επέκταση σε ψυχική θεραπευτική διάσταση. Ηθική και ακτινοβολία εκπέμπει το κάθε διήγημα και δωρίζει στον αναγνώστη την ευεργεσία που κρύβει η φιλήσυχη γραφή της χωρίς υπερβολές. Το έργο βρίθει νοημάτων καλής συγγένειας, καλής γειτνίασης και πολλές φορές θίγει ονειρικά την παιδικότητα και αθωότητα.  Η αφηγήτρια-συγγραφέας μοιάζει να τα έχει καλά με τον εαυτό της. Οι ιστορίες της είναι κοντά στον Τσέχοφ. Ανθρώπινα πολυσύνθετα προβλήματα γνωστά και καθημερινά, που ζωντανεύουν με την εικονοποιητική γραφή της Λέκυ. Η συγγραφέας με ειλικρίνεια και δεξιοτεχνία μας παρουσιάζει φωτίζοντας με ομορφιά τις φοβίες, την αϋπνία, τον ερωτικό πόνο, βασισμένη στην συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση του άλλου, καθώς επίσης και την κατανόηση της συμπεριφοράς των κινήτρων του, χωρίς να βγάζει συμπεράσματα. Διανθίζει τα κείμενα με παρομοιώσεις, ρήσεις ποιητών, με χιούμορ πολλές φορές και με παροιμίες.

 

Απανθίσματα:

Η κυρία Γιαν πεταρίζει τα ρουθούνια της, αναστενάζει. Η κυρία Γιαν, αυτό φαίνεται καθαρά, ζηλεύει λιγάκι τον παθιασμένο έρωτα της κυρίας Βίζε. «Φέτος κλείνω είκοσι πέντε χρόνια παντρεμένη», μου λέει. «Τα συγχαρητήριά μου», απαντώ. Κι επειδή τώρα τελευταία οι γειτόνισσές μου μού εξομολογούνται πρόθυμα τις ερωτικές τους ιστορίες, μου μιλάει η κυρία Γιαν για τον μακροχρόνιο έρωτα που τη συνδέει με τον άντρα της: ο έρωτας αυτός απέκτησε με τα χρόνια μεγάλο βάθος, πράγμα ανεκτίμητο φυσικά, αλλά βαθιά μέσα της η κυρία Γιαν μαζί με το βάθος θα ήθελε και λίγο πάθος, πάθος απ’ αυτό που σε σηκώνει ψηλά, σαν να πετάς. «Μια σπίθα, μια φλόγα, κάτι τέτοιο» λέει.

**

Έξω από την πόρτα του (εννοεί τον ορθοπεδικό γιατρό), τηλεφωνώ στον γενικό γιατρό μου. Ο γιατρός μου, παρά τις ατυχείς συγκρίσεις του ανάμεσα στο γόνατο το δικό μου και στο γόνατο τέως πρωταθλήτριας του δέκαθλου είναι ο καλύτερος γιατρός του κόσμου. Κι ευτυχώς σήμερα σηκώνει ο ίδιος το τηλέφωνο. «Ξέρετε να κάνετε ενέσεις στο γόνατο;» τον ρωτάω. «Τις ενέσεις αυτές τις κάνει κανονικά ο ορθοπεδικός», μου απαντάει. «Δεν είχατε κλείσει ραντεβού στον ορθοπεδικό;» «Είχα», απαντώ. «Αλλά ο ορθοπεδικός δεν ήθελε να ασχοληθεί με το γόνατό μου. Ήθελε ν’ ασχοληθεί με την ψυχή μου». Ο γιατρός μου γελάει. «Ελάτε», μου λέει. «Κάπου θα σας στριμώξω ανάμεσα στ’ άλλα ραντεβού». «Χίλια ευχαριστώ», λέω. Στη σκέψη του στριμώγματος νιώθω αμέσως πολύ καλύτερα: καλύτερα νιώθει και το πρησμένο μου γόνατο και η ταραγμένη μου ψυχή.

 

** «Δύο μετά τα μεσάνυχτα», λέει η Σόνια. «Εδώ είναι εφτά το απόγευμα», λέει ο μπαμπάς της. «Απ’ αυτό και μόνο μπορείς να καταλάβεις  πώς κυλάει και φεύγει η ώρα κι ο χρόνος. Να σου πω: δεν τον ξέρεις τον Αϊνστάιν;» Η Σόνια κουνάει το κεφάλι της. «Όχι δεν έτυχε». Κι εγώ, επειδή νιώθω κάπως προσβεβλημένη, ρωτάω: «Δεν τον ξέρετε τον Ντίτερ Τόμας Χεκ;»

«Ο Αϊνστάιν εξήγησε ότι ο τεμαχισμός του χρόνου σε παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι απλά μια επίμονη ψευδαίσθηση» λέει ο πατέρας της Σόνιας πάνω από τη λίμνη και το πρόσωπό του στην οθόνη θαμπώνει κάπως-σύνδεση δεν είναι καλή. «Το παρελθόν σου υπάρχει, εξακολουθεί να υπάρχει, θα υπάρχει πάντα», συνεχίζει. «Είναι κατά κάποιον τρόπο διπλωμένο μέσα σου».

Τρέχοντας φτάνει η Λένι «Παππού», φωνάζει όλο χαρά κι ανοίγει μ’  ενθουσιασμό τα χέρια της, μια μεγάλη αγκαλιά, γιατί η Λένι και ο παππούς της αγαπιούνται πολύ. Στην αγκαλιά της χωράμε όλοι, μαζί με τα διπλωμένα μέσα μας παρελθόντα: τα μεσαίου μεγέθους, που έχουμε η Σόνια κι εγώ, τα απέραντα παρελθόντα, που κρύβουν μέσα τους η λίμνη και ο μπαμπάς της Σόνιας, το μικρό που έχει η Λένι. Η μικρή μου παίρνει την περούκα από το κεφάλι και τη φοράει στο δικό της. «Πω πω!» λέει ο πατέρας της Σόνιας. «Είσαι ίδια ο Ντίτερ Τόμας Χεκ στα νιάτα του».Ηη

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Φάλτσα κεφαλής, του Γιώργου Σ

 

16/01/2025
                        Φάλτσα κεφαλής, του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

                                    Εκδ. Πατάκη

 

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1953. Είναι πεζογράφος και δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε βασικός συνεργάτης και διευθυντής αρκετών περιοδικών και εφημερίδων της πόλης. Συνεργάστηκε επίσης με ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς.

Πολυγράφος και πολυβραβευμένος συγγραφέας ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει πλούσιο έργο σε διηγήματα, πεζογραφήματα και συμμετοχές σε συλλογικά έργα. Τα διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ολλανδικά, τα τσέχικα, τα εβραϊκά, τα ουγγρικά και τα ιταλικά.

Η συλλογή διηγημάτων του «Φάλτσα κεφαλής», κυκλοφόρησε πρόσφατα. Το κάθε διήγημα έχει λόγο καθαρό, ποιητικό, εικονοποιητικό, μυρωδιές, βουνά, θάλασσες και τόπους βορειοελλαδίτικους. Μέσα από το θέμα και τον τόπο βρίσκεις τον χρόνο του σήμερα του χθες.  Μπορώ να πω ότι το κάθε διήγημα ρέει σαν κινηματογραφική ταινία, μικρού μήκους. Γλωσσοπλάστης συγγραφέας, τον διακρίνει η ιδιοπροσωπεία και ευαισθησία θα έλεγα στις λέξεις, στα θέματα αναβλύζουν υπόηχα καταστάσεις αστείες, που θυμίζουν το πηγαίο χιούμορ του συγγραφέα.

Διαβάζουμε τα δεκάξι διηγήματα του βιβλίου «Φάλτσα κεφαλής», πρωτοπρόσωπη αφήγηση,  και όπως ο συγγραφέας μας εξηγεί (αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) βρήκε τον τίτλο, όταν είχε πάει να βάψει το αυτοκίνητό του και ο Ρωσοπόντιος βαφέας, του είπε ότι θα χρειαστεί μια εβδομάδα για να το τελειώσει και συμπλήρωσε: Θα σου δώσω αυτό το Seicento (ένα FIAT παλιατζούρα τριακονταετίας), να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω» «Και πόσο το πήρες αυτό το ‘’Seicento’’ τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο» μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής» Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό» λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».

 

Πρώτο διήγημα με τίτλο «ο Γάντζος».

Γάντζος είναι το παρατσούκλι ενός κουστουμαρισμένου κυρίου ονόματι Νάκος Μυρώδης, που οι μάγκες ιδιοκτήτες του κόλλησαν, λόγω της γαμψής του μύτης. Ο Γάντζος συνηθίζει να πίνει μερικά τσίπουρα στο μικρό και λαϊκό αυτό ουζερί, χωρίς να λέει κουβέντα σε κανέναν και ευθύς αμέσως φεύγει. Κάτι άλλαξε όταν μια γύφτικη κομπανία άρχισε να παίζει και να τραγουδάει στο φισκαρισμένο λόγω εορτών μαγαζάκι, τότε ο Γάντζος πίνει, πετάει το σακάκι του, μένει με το πουκάμισο και ρίχνει μονοδόλαρα σωρό· για πρώτη φορά έγινε ένα με τον λαϊκό κόσμο.

 

2. Το τρυποπέρασμα

Ένα έφηβο κορίτσι, η επίσκεψη του στο βιβάρι του θείου, η πρώτη της περίοδος, η απελευθέρωση ίσως και η δική της, αλλά και των εγκλωβισμένων ψαριών, αφού έκοψε μ’ ένα μαχαίρι ανάμεσα στα καλάμια το δίχτυ, ώστε να ξεφύγουν οι έγκυες μπάφες, από το τρυποπέρασμα.

 

3. Το τραγί του Καραμπά

Αποφασίζει ο μοναχικός Καραμπάς να πουλήσει τον Μωυσή, το γέρικο τραγί του, στους χασάπηδες. Τα μάτια του κολλούν στο ακίνητο τραγί, μόνο και γέρικο, όπως ο ίδιος,  να κοιτάζει τους χασάπηδες.

 

4. Εργοστάσιο στο Χρούσου

Νεαροί εικοσάρηδες αρμενίζουν με ιστιοφόρο στην παραλία του Χρούσου, στα ερείπια παλιού εργοστασίου. Εκεί ο ηλικιωμένος Άγγελος θα τους διηγηθεί την ιστορία του εργοστασίου και πώς και γιατί του αρέσει να ζει στα κουτουρού. «Κουβαλούσα» είπε «μέσα μου πένθος βαρύ και δεν τον ήξερα».

 

5. Ομελέτα αλλά Νταβέλη

Διώχνει το ημίαιμο λυκόσκυλο, ονόματι Νταβέλη, της οικογένειάς του, γιατί έτρωγε όλα τα’ αυγά από το κοτέτσι του, στο μαντρί ενός φίλου χιλιόμετρα μακριά, μετά από τέσσερις μήνες το σκυλί εξαντλημένο, αφού είχε διασχίσει δεκάδες χιλιόμετρα, επέστρεψε και η χαρά των ιδιοκτητών ήταν τόση που το άφησαν να τρώει όσο αυγά ήθελε.

 

6. Η ορχήστρα στο ιατρείο

Ένα σημάδι στο μάγουλο του φίλου του Χάρη και τα κάλαντα μιας Παραμονής Χριστουγέννων.

 

7. Ο καστανοφύλακας

Το φάντασμα του Ανδρέα Ζώγια ή Καπετάν Καβαλάρη μια νύχτα στο καστανοδάσος του Ζάβατου.

 

8. Αβέρωφ ο σφάχτης

το παρατσούκλι του Σταμάτη Πρίγκου ήταν Αβέρωφ”, πρώην σφάχτης στα σφαγεία, και τώρα ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου. Η  ιστορία του, είναι γραμμένη πάνω στο σώμα του.

 

9. Απαγορευτικό απόπλου

Λόγω ισχυρών ανέμων βρίσκονται αποκλεισμένοι στο Άγιο Όρος. Αξέχαστη η μυσταγωγία της νύχτας.

 

10. Διπλός ουρανός

Ο Θωμάς, συνταξιούχος, λάτρης της φύσης και της μοναχικότητάς του, καταφεύγει στο Πάικο για κάμπινγκ και απολαμβάνει τη μοναξιά του.

 

11. Πράσινο σαπούνι “Παπουτσάνη”

Η μυρωδιά από το πράσινο σαπούνι Παπουτσάνης της γυναίκας που θα συνευρισκόταν ο νεαρός αφηγητής για πρώτη φορά ερωτικά, τον αναγούλιασε και φευγάτος βγήκε έξω και έκανε εμετό.    

 

12. Χωματουργικές εργασίες

Τα χωματουργικά οχήματα του Γκόγκου και του ξαδέλφου του Γιαμπανά, τους βοηθούν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και να ξεκάνουν τον γείτονα αστυνομικό που χωρίς λόγο δηλητηρίασε το αγαπημένο τους σκυλί, σέρβικο τσοπανόσκυλο ήταν, ονόματι Βαραββάς.

 

13. Ένα Cartier στο βυθό

Ο Στέλιος αφηγείται πώς με μια βουτιά στο βυθό της θάλασσας, μικρός ακόμα, βρήκε το χαμένο ρολόι του Χρηστάκη Καρρά, γιο του ιδιοκτήτη του Πόρτο Καρράς. Και ο ιδιοκτήτης του έδωσε τότε πενήντα χιλιάδες· να φανταστείς συμπλήρωσε ότι το ρολόι κόστιζε διακόσιες χιλιάδες. Με κείνα τα λεφτά πρόκοψαν κι αγόρασαν σπίτι.

 

14. Τα τρία κοριτσάκια

Ο τρόμος μιας μάνας, όταν στην πολυκοσμία του επιταφίου χάνει το κοριτσάκι της και πώς επικαλείται τον Θεό, αν και μη θρησκευόμενη

 

15. Τα γενέθλια

Ο Αναστάσης πέθανε στα εκατόν ένα του, την ίδια μέρα που είχε γενέθλια. Έτσι, η γυναίκα του κάθε χρόνο αντί μνημόσυνου, γιόρταζε τα γενέθλιά του.

 

 16. Αυγό από παγόνι

Ο Σίμος Βαμπάς κοιτάζοντας από το παράθυρο του λογιστικού γραφείου του είδε στον κήπο ένα μεγάλο παγόνι και θυμήθηκε τον Τζώρτζη το αλάνι, όταν έμενε στην Πάνω Πόλη και το πελώριο αυγό παγωνιού που είχε κλέψει από τη Μονή Βλατάδων.

*-*

Κάποιες λέξεις, κάποιες φράσεις του βιβλίου, όπως γράφω πιο κάτω στα απανθίσματα,  μ’ άφηναν άφωνη, τόσο απλές, τόσο λαϊκές, τόσο θρησκευτικές, τόσο κατεργάρικες, που μιλούν στη σκέψη του αναγνώστη, τον συγκινούν, του θυμίζουν τον γενέθλιο τόπο, τη γειτονιά του, τον αγγίζουν είναι βιώματα, συναισθήματα, επιθυμίες καταπιεσμένες, φευγάτες ή κρυμμένες στο υποσυνείδητο.

 

Απανθίσματα: Δεν το κατάλαβα αλλά με βασάνιζε βαθιά ο θάνατος του πατέρα μου, που τον αγαπούσα πολύ και που πάλεψε τόσο να φτιάξει το εργοστάσιο και τα ‘χασε όλα και έσβησε ο ίδιος στη στιγμή, μονομιάς. Δεν ξέρω –ένιωθα ξαφνικά πως όλα στον κόσμο είναι μπλόφα. Μάταια και παράλογα. Και δεν ήθελα να γίνω, πια, τίποτα, όπως θέλανε τ’ άλλα παιδιά. Μόνο να ζω, έτσι, στα κουτουρού.

Περιπλανιέμαι. Δεν θέλω καμιάν υποχρέωση. Ζω με τις σκιές, μόνος μου. Και μόνο τότε είμαι ευχαριστημένος. Όταν μένω μονάχος μου, οπουδήποτε. Εδώ, εκεί, σε ξένους αχυρώνες, σε σπίτια, στη βάρκα, έξω στην άμμο. –Και πώς ζεις; Τον ρωτάω. –Μαζεύω κρίταμα και κάππαρη, τα κάνω τουρσί και τα πουλάω. Ρίχνω παραγάδι με το βαρκάκι. Ή ψαρεύω μουρμούρες απέξω –αποξατζής. Κάνω μεροκάματα στο μάζεμα της ελιάς. Δουλεύω παραλωνίτης, εργάτης στα αλώνια. Βοηθάω τους μελισσάδες. Ψευτοβγάζω λίγα λεφτά. Είμαι πελάτης του εαυτού μου· ποτέ δεν μ’ άρεσαν οι φαρδομάνικες δουλειές. Ίσα ίσα να ζω. Να περιπλανιέμαι.

 

Τζένη Μακαριάδη