16/01/2025
Φάλτσα κεφαλής, του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Εκδ.
Πατάκη
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1953. Είναι
πεζογράφος και δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε βασικός συνεργάτης και
διευθυντής αρκετών περιοδικών και εφημερίδων της πόλης. Συνεργάστηκε επίσης με
ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς.
Πολυγράφος και
πολυβραβευμένος συγγραφέας ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει πλούσιο έργο σε
διηγήματα, πεζογραφήματα και συμμετοχές σε συλλογικά έργα. Τα διηγήματά του
έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα αγγλικά,
τα γαλλικά, τα ολλανδικά, τα τσέχικα, τα εβραϊκά, τα ουγγρικά και τα ιταλικά.
Η συλλογή διηγημάτων του «Φάλτσα
κεφαλής», κυκλοφόρησε πρόσφατα. Το κάθε διήγημα έχει λόγο καθαρό, ποιητικό,
εικονοποιητικό, μυρωδιές, βουνά, θάλασσες και τόπους βορειοελλαδίτικους. Μέσα
από το θέμα και τον τόπο βρίσκεις τον χρόνο του σήμερα του χθες. Μπορώ να πω ότι το κάθε διήγημα ρέει σαν
κινηματογραφική ταινία, μικρού μήκους. Γλωσσοπλάστης συγγραφέας, τον διακρίνει
η ιδιοπροσωπεία και ευαισθησία θα έλεγα στις λέξεις, στα θέματα αναβλύζουν υπόηχα
καταστάσεις αστείες, που θυμίζουν το πηγαίο χιούμορ του συγγραφέα.
Διαβάζουμε τα δεκάξι διηγήματα
του βιβλίου «Φάλτσα κεφαλής», πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και όπως ο συγγραφέας μας εξηγεί (αναφέρεται
στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) βρήκε τον τίτλο, όταν είχε πάει να βάψει το
αυτοκίνητό του και ο Ρωσοπόντιος βαφέας, του είπε ότι θα χρειαστεί μια εβδομάδα
για να το τελειώσει και συμπλήρωσε: Θα σου δώσω αυτό το Seicento
(ένα FIAT παλιατζούρα τριακονταετίας), να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου
μέχρι να τελειώσω» «Και πόσο το πήρες αυτό το ‘’Seicento’’
τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο» μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα
χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής»
Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει
«φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος
(που είναι και το σωστό» λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».
Πρώτο διήγημα με τίτλο «ο
Γάντζος».
Γάντζος είναι το
παρατσούκλι ενός κουστουμαρισμένου κυρίου ονόματι Νάκος Μυρώδης, που οι μάγκες
ιδιοκτήτες του κόλλησαν, λόγω της γαμψής του μύτης. Ο Γάντζος συνηθίζει να
πίνει μερικά τσίπουρα στο μικρό και λαϊκό αυτό ουζερί, χωρίς να λέει κουβέντα
σε κανέναν και ευθύς αμέσως φεύγει. Κάτι άλλαξε όταν μια γύφτικη κομπανία άρχισε
να παίζει και να τραγουδάει στο φισκαρισμένο λόγω εορτών μαγαζάκι, τότε ο
Γάντζος πίνει, πετάει το σακάκι του, μένει με το πουκάμισο και ρίχνει
μονοδόλαρα σωρό· για πρώτη φορά έγινε ένα με τον λαϊκό κόσμο.
2.
Το τρυποπέρασμα
Ένα
έφηβο κορίτσι, η επίσκεψη του στο βιβάρι του θείου, η πρώτη της περίοδος, η
απελευθέρωση ίσως και η δική της, αλλά και των εγκλωβισμένων ψαριών, αφού έκοψε
μ’ ένα μαχαίρι ανάμεσα στα καλάμια το δίχτυ, ώστε να ξεφύγουν οι έγκυες μπάφες,
από το τρυποπέρασμα.
3.
Το τραγί του Καραμπά
Αποφασίζει
ο μοναχικός Καραμπάς να πουλήσει τον Μωυσή, το γέρικο τραγί του, στους
χασάπηδες. Τα μάτια του κολλούν στο ακίνητο τραγί, μόνο και γέρικο, όπως ο
ίδιος, να κοιτάζει τους χασάπηδες.
4.
Εργοστάσιο στο Χρούσου
Νεαροί
εικοσάρηδες αρμενίζουν με ιστιοφόρο στην παραλία του Χρούσου, στα ερείπια
παλιού εργοστασίου. Εκεί ο ηλικιωμένος Άγγελος θα τους διηγηθεί την ιστορία του
εργοστασίου και πώς και γιατί του αρέσει να ζει στα κουτουρού. «Κουβαλούσα»
είπε «μέσα μου πένθος βαρύ και δεν τον ήξερα».
5.
Ομελέτα αλλά Νταβέλη
Διώχνει
το ημίαιμο λυκόσκυλο, ονόματι Νταβέλη, της οικογένειάς του, γιατί έτρωγε όλα
τα’ αυγά από το κοτέτσι του, στο μαντρί ενός φίλου χιλιόμετρα μακριά, μετά από
τέσσερις μήνες το σκυλί εξαντλημένο, αφού είχε διασχίσει δεκάδες χιλιόμετρα,
επέστρεψε και η χαρά των ιδιοκτητών ήταν τόση που το άφησαν να τρώει όσο αυγά
ήθελε.
6.
Η ορχήστρα στο ιατρείο
Ένα
σημάδι στο μάγουλο του φίλου του Χάρη και τα κάλαντα μιας Παραμονής Χριστουγέννων.
7.
Ο καστανοφύλακας
Το
φάντασμα του Ανδρέα Ζώγια ή Καπετάν Καβαλάρη μια νύχτα στο καστανοδάσος του
Ζάβατου.
8.
Αβέρωφ ο σφάχτης
το
παρατσούκλι του Σταμάτη Πρίγκου ήταν Αβέρωφ”, πρώην σφάχτης στα σφαγεία, και
τώρα ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου. Η ιστορία του, είναι γραμμένη πάνω στο σώμα του.
9.
Απαγορευτικό απόπλου
Λόγω
ισχυρών ανέμων βρίσκονται αποκλεισμένοι στο Άγιο Όρος. Αξέχαστη η μυσταγωγία
της νύχτας.
10.
Διπλός ουρανός
Ο
Θωμάς, συνταξιούχος, λάτρης της φύσης και της μοναχικότητάς του, καταφεύγει στο
Πάικο για κάμπινγκ και απολαμβάνει τη μοναξιά του.
11.
Πράσινο σαπούνι “Παπουτσάνη”
Η
μυρωδιά από το πράσινο σαπούνι Παπουτσάνης της γυναίκας που θα συνευρισκόταν ο
νεαρός αφηγητής για πρώτη φορά ερωτικά, τον αναγούλιασε και φευγάτος βγήκε έξω
και έκανε εμετό.
12.
Χωματουργικές εργασίες
Τα
χωματουργικά οχήματα του Γκόγκου και του ξαδέλφου του Γιαμπανά, τους βοηθούν να
πάρουν το νόμο στα χέρια τους και να ξεκάνουν τον γείτονα αστυνομικό που χωρίς
λόγο δηλητηρίασε το αγαπημένο τους σκυλί, σέρβικο τσοπανόσκυλο ήταν, ονόματι Βαραββάς.
13.
Ένα Cartier στο βυθό
Ο
Στέλιος αφηγείται πώς με μια βουτιά στο βυθό της θάλασσας, μικρός ακόμα, βρήκε
το χαμένο ρολόι του Χρηστάκη Καρρά, γιο του ιδιοκτήτη του Πόρτο Καρράς. Και ο
ιδιοκτήτης του έδωσε τότε πενήντα χιλιάδες· να φανταστείς συμπλήρωσε ότι το
ρολόι κόστιζε διακόσιες χιλιάδες. Με κείνα τα λεφτά πρόκοψαν κι αγόρασαν σπίτι.
14.
Τα τρία κοριτσάκια
Ο
τρόμος μιας μάνας, όταν στην πολυκοσμία του επιταφίου χάνει το κοριτσάκι της
και πώς επικαλείται τον Θεό, αν και μη θρησκευόμενη
15.
Τα γενέθλια
Ο
Αναστάσης πέθανε στα εκατόν ένα του, την ίδια μέρα που είχε γενέθλια. Έτσι, η
γυναίκα του κάθε χρόνο αντί μνημόσυνου, γιόρταζε τα γενέθλιά του.
16. Αυγό από παγόνι
Ο
Σίμος Βαμπάς κοιτάζοντας από το παράθυρο του λογιστικού γραφείου του είδε στον
κήπο ένα μεγάλο παγόνι και θυμήθηκε τον Τζώρτζη το αλάνι, όταν έμενε στην Πάνω
Πόλη και το πελώριο αυγό παγωνιού που είχε κλέψει από τη Μονή Βλατάδων.
*-*
Κάποιες
λέξεις, κάποιες φράσεις του βιβλίου, όπως γράφω πιο κάτω στα απανθίσματα, μ’ άφηναν άφωνη, τόσο απλές, τόσο λαϊκές, τόσο
θρησκευτικές, τόσο κατεργάρικες, που μιλούν στη σκέψη του αναγνώστη, τον
συγκινούν, του θυμίζουν τον γενέθλιο τόπο, τη γειτονιά του, τον αγγίζουν είναι
βιώματα, συναισθήματα, επιθυμίες καταπιεσμένες, φευγάτες ή κρυμμένες στο
υποσυνείδητο.
Απανθίσματα: Δεν το κατάλαβα αλλά με βασάνιζε βαθιά ο
θάνατος του πατέρα μου, που τον αγαπούσα πολύ και που πάλεψε τόσο να φτιάξει το
εργοστάσιο και τα ‘χασε όλα και έσβησε ο ίδιος στη στιγμή, μονομιάς. Δεν ξέρω
–ένιωθα ξαφνικά πως όλα στον κόσμο είναι μπλόφα. Μάταια και παράλογα. Και δεν
ήθελα να γίνω, πια, τίποτα, όπως θέλανε τ’ άλλα παιδιά. Μόνο να ζω, έτσι, στα κουτουρού.
Περιπλανιέμαι.
Δεν θέλω καμιάν υποχρέωση. Ζω με τις σκιές, μόνος μου. Και μόνο τότε είμαι
ευχαριστημένος. Όταν μένω μονάχος μου, οπουδήποτε. Εδώ, εκεί, σε ξένους
αχυρώνες, σε σπίτια, στη βάρκα, έξω στην άμμο. –Και πώς ζεις; Τον ρωτάω.
–Μαζεύω κρίταμα και κάππαρη, τα κάνω τουρσί και τα πουλάω. Ρίχνω παραγάδι με το
βαρκάκι. Ή ψαρεύω μουρμούρες απέξω –αποξατζής. Κάνω μεροκάματα στο μάζεμα της
ελιάς. Δουλεύω παραλωνίτης, εργάτης στα αλώνια. Βοηθάω τους μελισσάδες.
Ψευτοβγάζω λίγα λεφτά. Είμαι πελάτης του εαυτού μου· ποτέ δεν μ’ άρεσαν οι
φαρδομάνικες δουλειές. Ίσα ίσα να ζω. Να περιπλανιέμαι.
Τζένη
Μακαριάδη