Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

ΝΕΡΑΤΖΙΑ της ΤΖΟΧΑ ΑΛΧΑΡΘΙ

 

(15.05.2025)

 

Εισήγηση της Ευγενίας (Τζένης) Μακαριάδη,

για τη Δημοτική Λέσχη Διονύσου, του βιβλίου της Τζόχα Αλχάρθι, με τίτλο «ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ».  Η Τζόχα Αλχάρθι, (γεν.1978) είναι συγγραφέας και ακαδημαϊκός από το Ομάν, γνωστή  για το μυθιστόρημά της Celestial Bodies, όπου κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Man Booker το 2019.

 

Μικρές συγκινητικές ιστορίες της Τζόχα Αλχάρθι, ποιητικά-λυρικά γραμμένες.

Η αφηγήτρια Ζοχούρ από το Ομάν, φοιτήτρια στο Λονδίν, αναθυμάται τα ήθη και έθιμα της πατρίδας της, τα παιδικά της χρόνια, επικεντρωμένη ιδίως σ’ ένα σημαντικό και άξιο πρόσωπο της οικογένειάς της, την γιαγιά Μπιντ Αάμιρ. Ρέει η γραφή της συγγραφέα ευανάγνωστη, εικονοποιητική και συνειρμική.

 

Η Ζοχούρ νιώθει ενοχές εφόσον στα γεράματα της γιαγιάς Μπιν Αάμιρ, ήταν απόμακρη και ομολογεί πόσο πολύ την ενοχλούσαν οι γεροντικές οσμές της γιαγιάς καθώς και η δυσοσμία των ούρων της. Πλέκοντας πόντο πόντο τις ζωές των ανθρώπων φίλων και συγγενών του Ομάν και παράλληλα του φοιτητικού κόσμου του Λονδίνου που σπουδάζει, η αφηγήτρια μας επεξηγεί μέσα από αναμνήσεις και συναισθήματα το τότε και τώρα της ζωής της και τις διαφορές ανάμεσα στις κουλτούρες Δύσης και Ανατολής.

 

Όπως η γιαγιά Μπιντ Αάμιρ πολλές φορές ιστορούσε τη ζωή της σαν παραμύθι, η Ζοχούρ έτσι ακριβώς την εννοούσε, μια παραμυθητική σύνθεση. Τώρα, έχει τη ροπή  της ανασύνθεσης του ανήκειν, αλλά που τελικά με τον τρόπο της ομολογεί πως τελικά δεν ανήκει πουθενά.

 

Ο πατέρας της Μπιν Αάμιρ ήταν σπουδαίος καβαλάρης και εκπαιδευτής αλόγων. Όταν πέθανε η γυναίκα του έμεινε χήρος με δυο παιδιά, ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε και η μητριά τον κατάφερε να διώξουν τα δυο παιδιά του. Στη συνέχεια έκαναν δυο κόρες.  Διωγμένη η γιαγιά και μόνη, εφ’ όσον πέθανε από κακουχίες και ο αδελφός της. Η γιαγιά πέθανε χωρίς οικογένεια και με απραγματοποίητο το όνειρό της να έχει δικό της ένα χωράφι με οπορωφόρα δέντρα και μάλιστα νερατζιές. Η νερατζιά, το αγαπημένο της δέντρο, που όταν πέθανε εκείνη ξεράθηκε κι αυτή. Η Ζοχούρ παραλληλίζει τη ζωή της, ένα τρίγωνο με την συμφοιτήτριά της Κοχλ και τον σύντροφό της Ιμράν, ένα κρυφός έρωτας, ένα τρίγωνο, κάτι αντίστοιχο της γιαγιάς με τον Σαλμάν και την Αθοραγιά, που την μάζεψαν διωγμένη κι έγινε η γιαγιά με αγάπη για τα παιδιά-εγγόνια και για όλες τις ανάγκες της οικογένειας, όπως κάνουν οι περισσότερες γιαγιάδες του κόσμου.

 

Η αποθυμιά της γιαγιάς για κάποιον που ήθελε να την παντρευτεί και δεν την έδωσε ο πατέρας της. Η αποθυμιά να αποκτήσει μια χρωματιστή μαντίλα, μια μάσαρ,  όπως όλες οι νέες γυναίκες με δαχτυλίδια ολόγυρα και πώς την απόκτησε αγοράζοντάς την βερεσέ, από έναν αισχρό και φιλάργυρο έμπορο.

 

Το μοναδικό της ταξίδι στο νοσοκομείο Ράχμα και η απογοητευτική γνωμάτευση του γιατρού Τόμας, για την τυφλότητά της από το ένα μάτι, ότι δεν υπάρχει θεραπεία.

Η αποθυμιά για ένα ζευγάρι γυαλιά.

Η μεγάλη της ανάγκη για συντροφιά απ’ τα παιδιά που μεγάλωσε, τα παιδιά-εγγόνια των αγαπημένων της Σαλμάν και Αθοραγιά και οι φωνές της ως ερινύες στ’ αυτιά της Ζοχούρ.

«Ζοχούρ Ζοχούρ, μη φεύγεις. Μείνε λίγο μαζί μου, μη φεύγεις»

 

 

Σύμβολα ο χαρταετός ίσον η ελευθερία. Η νεραντζιά και το χωράφι που ποτέ η γιαγιά δεν είχε στην κυριότητά της και δεν είναι άλλο, παρά η επιβίωση των ανθρώπων της αγροτιάς.

Στο βιβλίο υπάρχουν πολιτικές αναφορές και ταξικές διαφορές όπως οι φοιτητές του Λονδίνου άλλοι της αστικής τάξης και οι άλλοι που προέρχονταν από την αγροτική - τάξη των φτωχών. Επίσης επισημαίνει τις γυναικείες ανισότητες στην κοινωνική ή επαγγελματική ζωή και τον γάμο ως ολοκλήρωση της γυναίκας στην Ανατολή.

 

Απανθίσματα:

Το πρόσωπο της γιαγιάς μου γέμισε το σκοτάδι φωτίζοντάς το με το αχνό του φως. Εκείνο το στόμα υπήρξε άραγε ποτέ νεανικό; Δεν την είχα ζήσει παρά μόνο όταν ήταν μεγάλη και κανείς δεν την είχε τραβήξει έστω μια φωτογραφία προτού εμφανιστούν οι πρώτες ρυτίδες. Όλες είχαν χαραχτεί, μία προς μία, γύρω από το στόμα της και ήταν αργασμένο από τον μόχθο της ζωής. Ρυτίδες που παρουσιάστηκαν προτού κάποιος άντρας περάσει τα δάχτυλά του από πάνω τους, προτού τα χείλη του αγγίξουν το δέρμα της νεαρής γυναίκας.

 

Κι εκείνο το στήθος που πάνω του όλοι μας κοιμηθήκαμε μέχρι να μεγαλώσουμε έθρεψε πράγματι τον πατέρα μου; Θήλασε απ’ αυτό; Είχε μόλις αρχίσει να φουσκώνει όταν εκείνος ο μαγαζάτορας το πρόσεξε τη δεκαετία του ’20, κι έφτασε σε πλήρη άνθιση για να γίνει το σπίτι του πατέρα μας και στη συνέχεια το δικό μας. Έπειτα κατέρρευσε, μαράζωσε χωρίς ούτε ένας άντρας να έχει καταφύγει στην αγνότητά του, χωρίς να έχει μείνει εκεί, χωρίς να έχει ζήσει μέσα στη ζεστασιά του.

 

Ένιωσα την ίδια ανησυχία που με είχε κατακλύσει όταν οι γυναίκες που έπλεναν του νεκρούς την περικύκλωσαν και της αφαίρεσαν τα ρούχα. –Μην  της τα βγάζετε! Αφήστε την να φορά ό,τι φορούσε όλη της τη ζωή! Φώναξα δυνατά.


Η αγωνία με κατέκλυσε εκ νέου και με τράβηξαν σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσα να παρακολουθώ το θέαμα από μακριά. Έβλεπα το σώμα της γιαγιάς μου κάτω απ’ το έλεος των ξένων χεριών· το σώμα εκείνο που σ’ όλο τον μακρόχρονο βίο της κανένα χέρι δεν το είχε αγγίξει. Κάποια γυναίκα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου λέγοντας: -Ησύχασε, Ζοχούρ! Θα τη σκεπάσουμε με το σάβανο, θα κρυφτεί κάτω από στρώσεις υφασμάτων.

 

Τους είδα να σκίζουν τη μάσαρ που σκέπαζε τα μαλλιά της. Τα κρατούσε καλυμμένα αλλά ξεχύθηκαν παντού σε άσπρα κύματα, τα μαλλιά που τα λούζαμε και τα’ αλείφαμε με λάδι όταν δεν μπορούσε πλέον να τα λούζει και να τα αρωματίζει μοναχή της. Τους έβαλαν οούντ και μόσχο και καμφορά. Μάαχ. Το έκαναν όπως ποτέ δεν είχες φανταστεί ότι μπορούσαμε εμείς να το κάνουμε τα τελευταία σου χρόνια πάνω στον μάταιο τούτο κόσμο. Ράντισαν με άρωμα τα άσπρα κυματιστά μαλλιά σου που κανένας σύζυγος δεν κατέφυγε στη σκιά τους. Ο γιος και τα παιδιά του μόνο αναζητούσαν εκεί σκιά.

                        ………….------------------------……………

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: