Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

«Η κληρονομιά» (1).

Σηκώθηκε πολύ νωρίς εκείνο το πρωί είχε τόσα πολλά να κάνει, έπρεπε μέχρι τ’ απόγευμα να’ ναι όλα τελειωμένα όλη τη νύχτα έμεινε άυπνος βασανιζόμενος από τις σκέψεις για να βρει μια λύση' σηκώθηκε ευχαριστημένος, ναι τώρα είναι ήσυχος ξέρει τι πρέπει να κάνει, όμως χρειάζεται πολύς χρόνος και τα χέρια του τρέμουν κι αν πεις για τα μάτια του το φως τους έχει μειωθεί τόσο πολύ ίσα που μπορεί να διαβάσει τα χοντρά γράμματα της εφημερίδας, όμως θα τα καταφέρει να γράψει, πόσο θα του πάρει το πολύ μια σελίδα τα γράμματα θα’ ναι μεγάλα, κεφαλαία, θα τα γράψει με μαρκαδόρο και μάλιστα σε χαρτί φαρδύ να φαίνεται κι από μακριά. Ας ετοιμαστεί από τώρα, πλύσιμο, ξύρισμα, κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, γραβάτα, τα καλά του τα παπούτσια, ταξίδι είναι αυτό όχι παίξε-γέλασε.

Έριξε μια ματιά στα πρότινά του λέγοντας, γειάσου λεβεντόπαιδο κι άλλη μια στα ερχόμενα, γειάσου λεβεντόγερε.

Έψησε ένα τσάι κάθισε στην τραπεζαρία, άναψε τον πολυέλαιο, όμως τα πατζούρια έμειναν σφαλιστά. Το άσπρο χαρτί γυάλιζε στα μάτια του και φάνταζε μεγάλο, άλαλο, μισό λεπτό να βάλει τα γυαλιά του κι αμέσως η γραφή θα του δώσει τη δύναμη να λαλήσει. Άρχισε λοιπόν με μεγάλα και στρογγυλά γράμματα.

Σήμερα έξι Απριλίου του 2007, εγώ ο Βασίλειος Παπαγιάννης, γεννηθείς το 1927 στα Καλάβρυτα του νομού Αχαϊας και έχοντας νου και λογικό, συντάσσω τη διαθήκη μου, αναγράφοντας λεπτομερώς τα υπάρχοντά μου... τα οποία κληροδοτώ εις τον υιόν μου Αριστείδην Παπαγιάννη, καθώς και...

Ο διαθέτης,

κι έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του.

Του πήρε πολύ χρόνο, έφτασε απόγευμα σε λίγο θα αρχίσει να σουρουπώνει πρέπει να βιαστεί γιατί ο Άρης είναι συνεπής στην ώρα του.
Προχώρησε μέχρι την εξώπορτα της αυλής και κόλλησε πάνω το χαρτί. Γύρισε πίσω και κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα.

Εδώ και δέκα χρόνια που πέθανε η γυναίκα του, ο Άρης ο γιος του, σαράντα πέντε χρονώ σήμερα, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ζητάει το αρχοντικό' γέρο τον ανέβαζε, παλιόγερο τον κατέβαζε με τίποτε δεν ήθελε να καταλάβει ότι το αρχοντικό ήταν κληρονομικό της μακαρίτισσας της γυναίκας του, το γένος των Πετμεζαίων, των ηρωικών ανδρών της επανάστασης του’ 21, κι αυτή είχε την επιθυμία το αρχοντικό μετά το θάνατο και του συζύγου της να περιέλθει στο κράτος και να γίνει μουσείο.

Χθες ήταν η χειρότερή του μέρα, όταν ο Άρης μπήκε φουριόζος στο σπίτι, είχε να φανεί τουλάχιστον δεκαπέντε μέρες, και αφού καυγάδισαν σαν τα σκυλιά, τον απείλησε λέγοντας, άκου γέρο έτσι και δεν ετοιμάσεις μέχρι αύριο τη διαθήκη, όχι μόνο δεν πρόκειται να πατήσω το πόδι εδώ χάμου, άλλά δεν θα ξαναδείς ποτέ το Βασιλάκη, τ’ άκουσες; ΠΟ-ΤΕ, αν όμως μέχρι αύριο το απόγευμα άντε να πούμε το σουρούπωμα την έχεις έτοιμη θα δεις το Βασιλάκη να παίζει πάλι στην αγκαλιά σου, τελεία και παύλα έφυγε βρίζοντας και χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.

Αυτό δε θα τ’ άντεχε ο γέρο-Βασίλης, αυτό το μικρό δεν ήταν μόνο ότι το υπεραγαπούσε, αλλά κι εκείνο έδειχνε μεγάλη αδυναμία στον παππού του και σίγουρα θα στενοχωριόταν μακριά του. Κοίταξε για μια φορά ακόμα το ρολόι του τοίχου, ακριβώς έξι, η ώρα έφτασε.


«Η Κληρονομιά» (2)

Ο Δήμαρχος Αριστείδης Παπαγιάννης, είπε στη γραμματέα του ότι θα λείψει για καμιά ώρα κι έφυγε βιαστικός από το Δημαρχείο. Είχε να πατήσει στο πατρικό του αρκετές μέρες γιατί το πείσμα του γέρου τού ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, όμως σήμερα έπρεπε να πάει να ξεκαθαρίσει το θέμα, γιατί ο χρόνος τον πίεζε, το συζήτησε χθες με τη γυναίκα του, τη Λουκία και συμφώνησαν τον τρόπο που θα έκανε το γέρο να ενδώσει.

Τον βρήκε καθισμένο στην πολυθρόνα του να πίνει τσάι και να ακούει τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο. Ανακάθισε μόλις τον είδε, καλώς ήρθες Άρη, ο Βασιλάκης; Ρώτησε με λαχτάρα.

Εκείνος αντί για απάντηση στάθηκε όρθιος μπροστά του, έκλεισε το ραδιόφωνο και με αγριεμένη φωνή ρώτησε: Γέρο σ’ ακούω την ετοίμασες;

Πείσμωσε ο γέρος και φώναξε: Ξανά μανά τα ίδια βρε αχάριστε, σε σπουδάσαμε δικηγόρο, σου δώσαμε κτήματα και σπίτι πήρες και προίκα από τη Λουκία, ακόμα δε χόρτασες; Έχεις εσύ ανάγκη για περισσότερα; Ε’ λοιπόν όχι δεν την ετοίμασα και ξέρεις το γιατί, θέλω να τιμήσω την τελευταία επιθυμία της μάνας σου και...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο Άρης ξέσπασε φωνάζοντας, τα ίδια και τα ίδια, γαμώτο, παλιόγερε, δέκα πέντε μέρες τώρα περιμένω και ήρθα για να μου πεις τα ίδια; Λοιπόν, άκου γέρο και μη μου κάνεις τον τσαμπουκά γιατί δε σε παίρνει, ο χρόνος μου είναι πολύτιμος και δε θα τον χάσω μαζί σου έχω σοβαρά προβλήματα στο Δήμο μου να λύσω και όχι να ασχολούμαι με την ξεροκεφαλιά σου. Αν μέχρι αύριο τ’ απόγευμα, άντε να πούμε μέχρι το σούρουπο, δεν την έχεις έτοιμη, δεν πρόκειται να ξαναδείς κανένα μας και φυσικά ούτε το Βασιλάκη, σ’ το τονίζω κάτσε εδώ και πέθανε μόνος σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, θα σου κάνει παρέα ο λόγος που ‘δωσες στη μακαρίτισσα, άϊ σιχτίρ στο φινάλε.

Γύρισε πίσω, είπε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς και τηλεφώνησε στη γυναίκα του. Έλα Λουκία, νομίζω ότι αυτή τη φορά πετύχαμε το στόχο. Μέχρι αύριο τ’ απόγευμα θα’ ναι έτοιμη, η ιδέα σου ήταν καταπληκτική, αυτές οι δέκα πέντε μέρες μακριά από το Βασιλάκη τού ήταν μαρτυρικές. Να πεις στο Βασιλάκη ότι γύρισε ο παππούς από το νοσοκομείο κι αύριο θα πάμε όλοι μαζί να τον επισκεφτούμε, όχι τίποτε άλλο αλλά μαράζωσε το παιδί εξ αιτίας της ξεροκεφαλιάς του γέρου γειάσου τώρα, αγόρασε και κάνα δυο κουτιά μέντες τις πράσινες, ξέρεις αυτές που του αρέσουν, να μην πάμε με άδεια χέρια..

Έτριψε τα χέρια του ο Άρης ευχαριστημένος, άλλο να μένει ο Δήμαρχος σ’ ένα απλό διώροφο σπίτι, κι άλλο στο κάστρο των Πετμεζαίων, που όπου να’ ναι θα μένει ο πρώτος πολίτης αυτού του τόπου και δεν είναι μόνο αυτό, η τιμητική πρόταση που του έγινε από το κόμμα τον θέλει στην πρώτη γραμμή στις εκλογές, έχει τα εχέγγυα και για υπουργός, όλα παίζουν ρόλο.

΄Αντε μαμά γρήγορα, ο μπαμπάς μάς περιμένει έξω στ’ αυτοκίνητο, φώναξε όλο λαχτάρα ο μικρός Βασίλης, που του φάνηκε χρόνος οι δέκα πέντε μέρες που είχε να δει τον αγαπημένο του παππού.

΄Εφτασαν γύρω στις έξι τ’ απόγευμα, είδαν κόσμο έξω από το σπίτι, πλησίασαν κοντά και διάβασαν κι αυτοί το χαρτί που ήταν κολλημένο στην εξώπορτα της αυλής.

Σήμερα έξι Απριλίου του 2007, εγώ ο Βασίλειος Παπαγιάννης, γεννηθείς το 1927 στα Καλάβρυτα του νομού Αχαίας και έχοντας νου και λογικό, συντάσσω τη διαθήκη μου, αναγράφοντας παρακάτω, λεπτομερώς, τα υπάρχοντά μου:

Μετά από όλο αυτό το πλούσιο βιος, αυτοπυρπολούμαι μαζί μ’ όλα τα προαναφερόμενα και κληροδοτώ τα αποκαϊδια εις τον υιόν μου Αριστείδην Παπαγιάννη, Δήμαρχον του τόπου αυτού.

Ο διαθέτης.



Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και τ’ αρχοντικό τυλίχτηκε στις φλόγες.

----------

Δεν υπάρχουν σχόλια: