Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

‘’το ροζ φουρό’’

Στα προσφυγικά, εκεί στον χωμάτινο δρόμο με τις ακακίες, τα σπιτάκια με τις κεραμιδένιες στέγες σφύζουν από ζωή, γεμίζουν από παιδικές φασαριόζικες φωνές και στριγκλιές μανάδων.

Η πιτσιρικαρία της γειτονιάς έχει τον Μίλτο αρχηγό, δώδεκα xρονώ ψηλόλιγνος, ξανθός, κατσαρομάλλης, με υπαρχηγό την αγαπημένη του Ανίκα, σταράτη, μαυρομαλλούσα, της ίδιας ηλικίας. Aκολουθούν η μελαχρινούλα Μαριώ οχτώ χρονώ, που τραβολογά τη μικρή της αδελφή, τη λιπόσαρκη Ιφιγένεια, πέντε χρονώ λίγο πιο πίσω ο χοντρούλης Φάνης δέκα χρονώ, το βουτυρόπαιδο της συνοικίας, περιζωμένος με το καινούργιο του παιχνίδι, ένα μεγάλο τύμπανο, που του πήρε ο πατέρας του ο κυρ Φώτης, ο φούρναρης. Το μπαμ… μπαμμ … μπουμ.. ταρατατάμ……ταρατατζούμ…εκνευρίζει τους μεγάλους, γεμίζει περηφάνια τον Τάκη και ζήλια τ’ άλλα παιδιά
.

Σήμερα δεν έχουν σχολείο είναι του Αγ. Σπυρίδωνος, μέρες ετοιμάζονται για το πανηγύρι. Να! Να! ο ήλιος γέρνει, τη θέση του παίρνει το φως της ασετιλίνης. Ο πανηγυρτζής δίνει το έναυσμα, οι γλεντιστάδες αρχίζουν, οι καρδιές γεμίζουν χαρά, από το εκκλησίασμα στους στενούς δρόμους τα παλιά ρούχα πλένονται, σιδερώνονται, φοριούνται είναι τα καλά τους για τη μεγάλη γιορτή, τη δική τους γιορτή, τη γιορτή της ενορίας τους.

Το λαχάνιασμα της τρεχάλας είναι το καλύτερο θαρρώ κι από το τρέξιμο των γυμναστικών επιδείξεων του σχολείου. Τρέχει η ξυπόλητη πιτσιρικαρία στο νωπό, μυρωδάτο χώμα, που πρόφτασε η διάφανη, απογευματινή βροχούλα πότισε , αρωμάτισε, και στόλισε το θόλο της γειτονιάς με τα ιριδίζοντα χρώματα του ουράνιου τόξου. Η τρεχάλα συνεχίζεται με φωνές θαυμασμού και ζήλιας που τα χέρια δεν κρατούν πάνω από δυο φράγκα, ίσα που φτάνουν για τις κούνιες κι αν…. Ω! οι πραματευτάδες φωνάζουν, στολίζουν τις πραμάτειες τους στους πάγκους, γεμίζουν τρόγυρα την εκκλησιά.

Ποπό!! Βουνό τα δαχτυλιδάκια με το στριφογυριστό συρματάκι τους σε ασημί, με κόκκινες, πράσινες, μπλε πετρούλες ό,τι πρέπει για παιδικά δαχτυλάκια. Tα σάλια πέφτουν μέχρι την κοιλιά από τη γλυκιά μυρωδιά και την ομορφιά του ροζ φουσκωτού γλυκού, που δεν του πάει καθόλου να το φωνάζουν το μαλλί της γριάς του πάει καλύτερα να το λένε: ‘’το ροζ φουρό’’.

Mυρωδιές καμένης καραμέλας από τα κατακόκκινα μηλαράκια, που τα στολίζει, σαν ελιά στο μάγουλο, το ολόμαυρο μοσχοκάρφι, στεριωμένα σε λεπτά ξυλαράκια από καλάμι, καρφωμένα σε κοντάρια, ντυμένα από πάνω μέχρι κάτω με λεπτό-κάτασπρο ύφασμα, κόκκινα στρατιωτάκια στη σειρά πάνω σε άσπρο φόντο. Εικόνα γλυκιά χαραγμένη στο μυαλό, στα παιδικά μάτια. Στα μάτια του σήμερα με πρεσβυτικό φως, που κολλάνε σε εικόνες φωτεινές, αληθινές, χαρούμενες, ζωγραφισμένες από το χέρι της γης τ’ ουρανού. Χαλβάς πολίτικος, λαχταριστός με φρέσκο φιστίκι, να το μασάς σα μαστίχα, να κολλάει στα χέρια, στα δόντια γύρω από το στόμα και η μοσχοβολιά του να κάνει τη χαρά να λαμποκοπά και η γλύκα του να ζωγραφίζει την ομορφιά στα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Να χαίρεται ο χαλβατζής, να μοσχοπουλάει, να κόβει με μεράκι το γλυκό να ξύνει τις άκρες της γυαλιστερής λαμαρίνας του και να το βάζει στόλισμα στη μέση του κομματιού. «Tα μηλαράκια, εδώ τα φρέσκα, τα κατακόκκινα τα ολόγλυκα, τα καραμελένια, εδώ, εδωωώ το μαλλί της γριάς, χαλβααάς, χαλβάς πολίτικοοοοοος!

Μπαλόνια, μπάλες, μεγάλες κούκλες με χοντρά ποδαράκια, ξανθά μαλλιά, μπλε μάτια, που ανοιγοκλείνουν και κάνουν τις καρδιές των κοριτσιών να χτυπούν δυνατά από λαχτάρα να αποκτήσουν μια, να τη χαϊδέψουν να την αγκαλιάσουν, να την έχουν συντροφιά στον ύπνο, ξόρκι στον τρόμο του σκοταδιού. Στη διαπασών τα τραγούδια από τα μεγάφωνα, γνωστές φωνές, τραγούδια με νέκταρ ανατολής, «μαντουβάλα αγάπη γλυκιά μου», «ζιγκουάλα, ζιγκουάλα, ζιγκουάλλααα».

Κόσμος πάει κι έρχεται. Σκηνές ζωγραφισμένες με νεκροκεφαλές και μάγους με πανύψηλα, γεμάτα αστέρια καπέλα, με χαρτιά κολλημένα γύρω-γύρω στη σκηνή που γράφουν με μεγάλα γράμματα «ελάτε μέσα να δείτε το ακέφαλο σώμα, που μιλάει». Μέσα κάνουν μαγικά, να φανταστείς ότι με ακαταλαβίστικες λέξεις, όπως «άμπρα-κατάμπρα» και νεύματα του μάγου σε σηκώνει οριζόντια να αιωρείσαι στο κενό και μάλιστα σου περνάει κι ένα στεφάνι από κορφής μέχρις ονύχων για να πιστέψεις ότι δεν υπάρχει τίποτα από κάτω που στεριώνει το κοιμισμένο σώμα, μόνο μαγικά, μόνο μαγικά, που σ’ αφήνουν με ανοιχτό το στόμα κι ο φόβος σε κυνηγάει μέχρι τα γεράματά σου.

Να! Να! και το πελώριο βαρέλι ζωγραφισμένο με νέους άντρες, πανύψηλους με κράνη, πάνω σε μοτοσικλέτες και μια τεράστια με κόκκινα γράμματα επιγραφή «ο γύρος του θανάτου. Να στέκεσαι με κομμένη την ανάσα κι αυτοί οι ηρωικοί νέοι να καβαλάνε τη μηχανή και να τριγυρίζουν στο βαρέλι με ιλιγγιώδη ταχύτητα ασταμάτητα, σαν τροχός και συ να μην ξέρεις τίποτα για κίνηση και φυγόκεντρο δύναμη, παρά μόνο να στέκεσαι μαρμαρωμένος και έκθαμβος μπροστά στο παιχνίδι, στο θανάσιμο παιχνίδι.

Ω ! Να και η μεγάλη σκηνή με τους καθρέφτες. Τα γέλια που ακούγονται από μέσα δεν περιγράφονται. Αχ να είχαν κανένα φράγκο παραπάνω να πάνε στους καθρέφτες, που το καθρέφτισμα είναι στο χέρι του γυαλιού να σε δείχνει όπως εκείνο θέλει, χονδρό, λιγνό, ψηλό, κοντό, ηλίθιο, άσκημο, μυταρά ή χωρίς μύτη και συ ενθουσιάζεσαι, γελάς με τις αστείες φάτσες των άλλων και ρίχνεις ένα πικρόγελο για τη δική σου φάτσα, για το δικό σου χάλι άραγε μπορεί νάμαι κι έτσι; Ναι μπορεί, πολλές φορές μπορεί, μόνο που δεν το φωνάζει δεν το γράφει, να σου το πει καθαρά, «σήμερα είσαι ψεύτης-μυταράς, χθες γλοιώδης-τσιφούτης, αύριο ακέφαλος-υποκριτής, αόρατος εξουσιαστής και φιλοτύραννος. Όλα είσαι το ξέρει το γυαλί, παρά τη συγκατάθεσή σου..»

Είδες το «πανόραμα»; είδες το «view master”; τρέξτε, τρέξτε, μικροί, μεγάλοι, τρέξτε να δείτε το Λονδίνο, τρέξτε να θαυμάσετε το μεγάλο ποτάμι, τον Τάμεση, τρέξτε να θαυμάσετε τις δεκάδες γέφυρες στόλισμα στο ποτάμι, στόλισμα στο Λονδίνο. Ελάτε να δείτε, ελάτε να μάθετε, ελάτε να θαυμάσετε το πανόραμα. Εδώ τα Παρίσια με τον Σηκουάνα, εδώ τα ανάκτορα του Λούβρου και τα μουσεία, εδώ η Παναγία των Παρισίων, εδώ ο πύργος του Άϊφφελ. Να! Να! και οι χορεύτριες του «φολί – μπερζέρ» και συ να στέκεσαι θαμπωμένος από τις φωτεινές, τις χρωματιστές, τις μεγάλες εικόνες της συσκευής που παρατηρείς μέσα από το φακό και να αγνοείς παντελώς τι θα πει οφθαλμαπάτη, τι θα πει πανόραμα, μόνο να χαίρεσαι και να πιστεύεις τον θαυμαστό αυτόν κόσμο μιας παραμυθένιας, πανηγυριώτικης γιορτής.

Να! κι ο αρκουδόγυφτος, χτυπάει δυνατά το ντέφι και το ζωντανό υπακούει πειθήνια στις εντολές του, «έλα Λίζα, έλα δείξε μας πώς βάζει πούντρα η κερία για να πάγει στο χορό; έλα Λίζα έλα δείξε μας πώς βάζει το ρούζι της και το κραγιόνι της; Μπράβου Λίζα μπράβου. Τώρα χούρεψε να σε δούνε τι ωραία που χουρεύεις, μπράβου Λίζα μπράβου»

Το αλυσοδεμένο ζώο σηκώνεται πελώριο στα πισινά του πόδια, ο κόσμος γελάει τα παιδιά χαμογελούν για να δείξουν ό,τι δεν φοβούνται, όμως τρόμος στα φυλλοκάρδια τους, βλέποντας την αρκούδα να θεατρίζει, να θεατρίζει ποιόν άλλο από τον άνθρωπο, δηλώνοντας το γελοίο της ιδέας του δίποδου ζώου σε βάρος οποιουδήποτε άλλου της τετράχειρης ή τετράποδης ζωής.

Ο Μίλτος μιλάει για όλους είναι ο αρχηγός, θα πάνε στις κούνιες – βαρκούλες, μόνο για κει φτάνουν τα λεφτά τους όλοι στέκονται πίσω του, ο χοντρούλης Φάνης έχει σταματήσει να τυμπανίζει όλοι ακούνε με προσοχή τον αρχηγό τους να συνδιαλέγεται για λογαριασμό όλων το εισιτήριο της κούνιας.

«Όχι παιδί, όχι και οι τέσσερις σε μια κούνια, άντε να πούμε μόνο τρεις στην κούνια οι δυο θα τραβάτε τα σκοινιά και η τρίτη στα πόδια σας, η μικρή δεν χωράει, όχι η μικρή είπαμε, άντε τώρα κάνε πιο πέρα να ανέβει κάνας άλλος..»

’’Μα γιατί κύριε όχι η μικρή; είναι μόλις τεσσάρω χρονώ θα τη βάλουμε κάτω στα πόδια μας κι αυτήν, θα πάρεις τρία εισιτήρια, ενώ στους μεγάλους βγάζεις δυο, κοίταξέ τη ούτε δυο οκάδες δε ζυγίζει.’’ «Δηλαδή πόσο χρονώ είσαι μικρή; -’είμαι ένα τάλιρο κύριε- απαντάει δειλά η Ιφιγένεια, γιατί έτσι της είπε ο πατέρας της στα γενέθλιά της, «τώρα μεγάλωσες κούκλα μου έγινες ένα τάλιρο, το ταλιράκι μου».

Η συνδιαλλαγή έγινε, γελώντας ο άντρας τους στριμώχνει όλους στο βαρκάκι.

Ο Φάνης τυμπανίζει θριαμβευτικά τη νίκη …ταρατάμ..ταρατατζούμ…στέκεται κάτω από τη βαρκούλα, τους παρακολουθεί να κουνιούνται, χτυπώντας ρυθμικά το τύμπανο, έτσι δίνει δύναμη στον αρχηγό να τους περάσει όλους.. να πάει ψηλά… πολύ ψηλά… και να πράγματι, τα δυνατά μπράτσα του Μίλτου και της Ανίκας κάνουν το βαρκάκι να πετά, τους ξεπερνάνε όλους η χαρά είναι μεγάλη, η νίκη είναι δική τους, στόχος είναι ο ουρανός τα αστέρια, φτερουγίζουν τα πεταρούδια, τα γλυκαίνει το ελευθέρωμα, η πεταξιά στο σύμπαν, στ’ αυτιά τους ο υπέροχος νικητήριος ύμνος, κι όμως να ‘τα τ’ αστέρια…τα φτάνουν.. τα ‘φτασαν.. νίκησαν… η χαρά ατόφια, ανόθευτη όλη δική τους, μόνο δική τους…

Καμμιά σχέση τα ματωμένα παιδικά σωματάκια από το τίναγμα της βαρκούλας στο άπειρο, καμιά σχέση το σωτήριο πέταγμα της Ιφιγένειας στην αγκαλιά του μικρού τυμπανιστή, σχέση καμιά οι γόοι, οι κοπετοί, οι κραυγές πόνου και τρόμου μπροστά σε άψυχα παιδικά κορμάκια η σχέση, η ουσία, είναι η χαρά, η παιδική συντροφικότητα και αυτή είναι αιώνια.

Κάποιος τύλιξε τη μικρή Ιφιγένεια σ’ ένα παλτό, την πήρε αγκαλιά, της φιλούσε τα μαλλιά… Το πρεσβυτικό φως θολώνει τις παραστάσεις του σήμερα, όμως οι παιδικές εικόνες είναι φάρος ζωής, τόπος ανέσπερος, τόπος ευδαιμονίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: