Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

«Η κληρονομιά» (1).

Σηκώθηκε πολύ νωρίς εκείνο το πρωί είχε τόσα πολλά να κάνει, έπρεπε μέχρι τ’ απόγευμα να’ ναι όλα τελειωμένα όλη τη νύχτα έμεινε άυπνος βασανιζόμενος από τις σκέψεις για να βρει μια λύση' σηκώθηκε ευχαριστημένος, ναι τώρα είναι ήσυχος ξέρει τι πρέπει να κάνει, όμως χρειάζεται πολύς χρόνος και τα χέρια του τρέμουν κι αν πεις για τα μάτια του το φως τους έχει μειωθεί τόσο πολύ ίσα που μπορεί να διαβάσει τα χοντρά γράμματα της εφημερίδας, όμως θα τα καταφέρει να γράψει, πόσο θα του πάρει το πολύ μια σελίδα τα γράμματα θα’ ναι μεγάλα, κεφαλαία, θα τα γράψει με μαρκαδόρο και μάλιστα σε χαρτί φαρδύ να φαίνεται κι από μακριά. Ας ετοιμαστεί από τώρα, πλύσιμο, ξύρισμα, κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, γραβάτα, τα καλά του τα παπούτσια, ταξίδι είναι αυτό όχι παίξε-γέλασε.

Έριξε μια ματιά στα πρότινά του λέγοντας, γειάσου λεβεντόπαιδο κι άλλη μια στα ερχόμενα, γειάσου λεβεντόγερε.

Έψησε ένα τσάι κάθισε στην τραπεζαρία, άναψε τον πολυέλαιο, όμως τα πατζούρια έμειναν σφαλιστά. Το άσπρο χαρτί γυάλιζε στα μάτια του και φάνταζε μεγάλο, άλαλο, μισό λεπτό να βάλει τα γυαλιά του κι αμέσως η γραφή θα του δώσει τη δύναμη να λαλήσει. Άρχισε λοιπόν με μεγάλα και στρογγυλά γράμματα.

Σήμερα έξι Απριλίου του 2007, εγώ ο Βασίλειος Παπαγιάννης, γεννηθείς το 1927 στα Καλάβρυτα του νομού Αχαϊας και έχοντας νου και λογικό, συντάσσω τη διαθήκη μου, αναγράφοντας λεπτομερώς τα υπάρχοντά μου... τα οποία κληροδοτώ εις τον υιόν μου Αριστείδην Παπαγιάννη, καθώς και...

Ο διαθέτης,

κι έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του.

Του πήρε πολύ χρόνο, έφτασε απόγευμα σε λίγο θα αρχίσει να σουρουπώνει πρέπει να βιαστεί γιατί ο Άρης είναι συνεπής στην ώρα του.
Προχώρησε μέχρι την εξώπορτα της αυλής και κόλλησε πάνω το χαρτί. Γύρισε πίσω και κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα.

Εδώ και δέκα χρόνια που πέθανε η γυναίκα του, ο Άρης ο γιος του, σαράντα πέντε χρονώ σήμερα, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ζητάει το αρχοντικό' γέρο τον ανέβαζε, παλιόγερο τον κατέβαζε με τίποτε δεν ήθελε να καταλάβει ότι το αρχοντικό ήταν κληρονομικό της μακαρίτισσας της γυναίκας του, το γένος των Πετμεζαίων, των ηρωικών ανδρών της επανάστασης του’ 21, κι αυτή είχε την επιθυμία το αρχοντικό μετά το θάνατο και του συζύγου της να περιέλθει στο κράτος και να γίνει μουσείο.

Χθες ήταν η χειρότερή του μέρα, όταν ο Άρης μπήκε φουριόζος στο σπίτι, είχε να φανεί τουλάχιστον δεκαπέντε μέρες, και αφού καυγάδισαν σαν τα σκυλιά, τον απείλησε λέγοντας, άκου γέρο έτσι και δεν ετοιμάσεις μέχρι αύριο τη διαθήκη, όχι μόνο δεν πρόκειται να πατήσω το πόδι εδώ χάμου, άλλά δεν θα ξαναδείς ποτέ το Βασιλάκη, τ’ άκουσες; ΠΟ-ΤΕ, αν όμως μέχρι αύριο το απόγευμα άντε να πούμε το σουρούπωμα την έχεις έτοιμη θα δεις το Βασιλάκη να παίζει πάλι στην αγκαλιά σου, τελεία και παύλα έφυγε βρίζοντας και χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.

Αυτό δε θα τ’ άντεχε ο γέρο-Βασίλης, αυτό το μικρό δεν ήταν μόνο ότι το υπεραγαπούσε, αλλά κι εκείνο έδειχνε μεγάλη αδυναμία στον παππού του και σίγουρα θα στενοχωριόταν μακριά του. Κοίταξε για μια φορά ακόμα το ρολόι του τοίχου, ακριβώς έξι, η ώρα έφτασε.


«Η Κληρονομιά» (2)

Ο Δήμαρχος Αριστείδης Παπαγιάννης, είπε στη γραμματέα του ότι θα λείψει για καμιά ώρα κι έφυγε βιαστικός από το Δημαρχείο. Είχε να πατήσει στο πατρικό του αρκετές μέρες γιατί το πείσμα του γέρου τού ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, όμως σήμερα έπρεπε να πάει να ξεκαθαρίσει το θέμα, γιατί ο χρόνος τον πίεζε, το συζήτησε χθες με τη γυναίκα του, τη Λουκία και συμφώνησαν τον τρόπο που θα έκανε το γέρο να ενδώσει.

Τον βρήκε καθισμένο στην πολυθρόνα του να πίνει τσάι και να ακούει τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο. Ανακάθισε μόλις τον είδε, καλώς ήρθες Άρη, ο Βασιλάκης; Ρώτησε με λαχτάρα.

Εκείνος αντί για απάντηση στάθηκε όρθιος μπροστά του, έκλεισε το ραδιόφωνο και με αγριεμένη φωνή ρώτησε: Γέρο σ’ ακούω την ετοίμασες;

Πείσμωσε ο γέρος και φώναξε: Ξανά μανά τα ίδια βρε αχάριστε, σε σπουδάσαμε δικηγόρο, σου δώσαμε κτήματα και σπίτι πήρες και προίκα από τη Λουκία, ακόμα δε χόρτασες; Έχεις εσύ ανάγκη για περισσότερα; Ε’ λοιπόν όχι δεν την ετοίμασα και ξέρεις το γιατί, θέλω να τιμήσω την τελευταία επιθυμία της μάνας σου και...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο Άρης ξέσπασε φωνάζοντας, τα ίδια και τα ίδια, γαμώτο, παλιόγερε, δέκα πέντε μέρες τώρα περιμένω και ήρθα για να μου πεις τα ίδια; Λοιπόν, άκου γέρο και μη μου κάνεις τον τσαμπουκά γιατί δε σε παίρνει, ο χρόνος μου είναι πολύτιμος και δε θα τον χάσω μαζί σου έχω σοβαρά προβλήματα στο Δήμο μου να λύσω και όχι να ασχολούμαι με την ξεροκεφαλιά σου. Αν μέχρι αύριο τ’ απόγευμα, άντε να πούμε μέχρι το σούρουπο, δεν την έχεις έτοιμη, δεν πρόκειται να ξαναδείς κανένα μας και φυσικά ούτε το Βασιλάκη, σ’ το τονίζω κάτσε εδώ και πέθανε μόνος σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, θα σου κάνει παρέα ο λόγος που ‘δωσες στη μακαρίτισσα, άϊ σιχτίρ στο φινάλε.

Γύρισε πίσω, είπε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς και τηλεφώνησε στη γυναίκα του. Έλα Λουκία, νομίζω ότι αυτή τη φορά πετύχαμε το στόχο. Μέχρι αύριο τ’ απόγευμα θα’ ναι έτοιμη, η ιδέα σου ήταν καταπληκτική, αυτές οι δέκα πέντε μέρες μακριά από το Βασιλάκη τού ήταν μαρτυρικές. Να πεις στο Βασιλάκη ότι γύρισε ο παππούς από το νοσοκομείο κι αύριο θα πάμε όλοι μαζί να τον επισκεφτούμε, όχι τίποτε άλλο αλλά μαράζωσε το παιδί εξ αιτίας της ξεροκεφαλιάς του γέρου γειάσου τώρα, αγόρασε και κάνα δυο κουτιά μέντες τις πράσινες, ξέρεις αυτές που του αρέσουν, να μην πάμε με άδεια χέρια..

Έτριψε τα χέρια του ο Άρης ευχαριστημένος, άλλο να μένει ο Δήμαρχος σ’ ένα απλό διώροφο σπίτι, κι άλλο στο κάστρο των Πετμεζαίων, που όπου να’ ναι θα μένει ο πρώτος πολίτης αυτού του τόπου και δεν είναι μόνο αυτό, η τιμητική πρόταση που του έγινε από το κόμμα τον θέλει στην πρώτη γραμμή στις εκλογές, έχει τα εχέγγυα και για υπουργός, όλα παίζουν ρόλο.

΄Αντε μαμά γρήγορα, ο μπαμπάς μάς περιμένει έξω στ’ αυτοκίνητο, φώναξε όλο λαχτάρα ο μικρός Βασίλης, που του φάνηκε χρόνος οι δέκα πέντε μέρες που είχε να δει τον αγαπημένο του παππού.

΄Εφτασαν γύρω στις έξι τ’ απόγευμα, είδαν κόσμο έξω από το σπίτι, πλησίασαν κοντά και διάβασαν κι αυτοί το χαρτί που ήταν κολλημένο στην εξώπορτα της αυλής.

Σήμερα έξι Απριλίου του 2007, εγώ ο Βασίλειος Παπαγιάννης, γεννηθείς το 1927 στα Καλάβρυτα του νομού Αχαίας και έχοντας νου και λογικό, συντάσσω τη διαθήκη μου, αναγράφοντας παρακάτω, λεπτομερώς, τα υπάρχοντά μου:

Μετά από όλο αυτό το πλούσιο βιος, αυτοπυρπολούμαι μαζί μ’ όλα τα προαναφερόμενα και κληροδοτώ τα αποκαϊδια εις τον υιόν μου Αριστείδην Παπαγιάννη, Δήμαρχον του τόπου αυτού.

Ο διαθέτης.



Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και τ’ αρχοντικό τυλίχτηκε στις φλόγες.

----------

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Σουσουράδα.

Μια φορά κι έναν καιρό....................τώρα.


«Η Σουσουράδα.»

Έφαγε μια γερή καρπαζιά κι είδε τον ουρανό σφοντύλι οι στριγκλιές και βρισιές τους την επανέφεραν στην τάξη. Αφού βόγκηξε άηχα, έκανε αυτό που κάθε σωστή σουσουράδα κάνει, έκατσε στ’ αυγά της.

Κούρνιαζε κοντά στα μωρά της, με την ανάσα της τα ζέσταινε, τα κοίμιζε με γλυκά λογάκια. Μετά πετούσε πιο κει στον καλό της για τις συζυγικές υποχρεώσεις, μόλις εκείνος κοιμόταν πετούσε παρακεί που κείτονταν οι γέρικοι γονιοί και πρόγονοι που χρειάζονταν την καθημερινή φροντίδα της, να τους φέρει τροφή, να αποπτερώσει τα άρρωστα σημεία τους, να σαρώσει τις φωλιές... όταν καμιά φορά την έπιανε η αποθεμιά να τραγουδήσει, της κοβόταν όρεξη, γιατί οι υποχρεώσεις στην οικογένεια ήταν ατέλειωτες κι αν τύχαινε από το μεράκι του τραγουδιού να ξεχαστεί, τα τερετίσματα των δικών της την επανέφερναν στα καθήκοντά της.

Έλεγαν πως η φωνή της ήταν βραχνή, μοιάζει με κραξιά κι ας αφήσει τα αηδόνια γι’ αυτή τη δουλειά. Έτσι η σουσουράδα κελαηδούσε άηχα και μόνο στο μυαλό της άκουγε τη μουσική.

Κάποτε άκουσε τον περίφημο Βασιλαετό να λέει ότι «επιτήδευση αντιπαθητική στην κουβέντα αυτοί οι νέοι τραγουδιστές, ποιητές, έχουν κάποια καλούπια που μπαίνουν όλοι μέσα κι όποιος δεν μπει δεν τον θεωρούν καλλιτέχνη, εγώ είμαι έξω απ’ αυτά.»* Τότε η σουσουράδα πήρε θάρρος× εξ άλλου οι υποχρεώσεις της όσο γερνούσε λιγόστευαν και όσο γερνούσε το μεράκι τη βασάνιζε και θυμήθηκε τη σοφή κουκουβάγια που έγραψε σ’ ένα ποίημά της «αλμυρή λύσσα η ωριμότης»** κι αυτή λύσσαγε για το τραγούδι.

Έτσι πήγε σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντων και τραγούδησε. Η επιτροπή απαρτιζόταν από μουσικούς, συνθέτες γνωστούς και διάσημους στον τόπο της, όπως αηδόνια, καναρίνια, φλώροι, καρδερίνες τη βράβευσαν μαζί με πουλιά που’χαν σπουδές σοβαρές στο τραγούδι κι εκείνη σκέφτηκε πως πρέπει να τιμήσει το βραβείο και με σπουδές κι όχι μόνο από ταλέντο.

Γράφτηκε, λοιπόν, στην πρώτη τάξη. Ο δάσκαλος τους έμαθε τις νότες και πως να τις γράφουν και να μην ξεφεύγουν από το 5γραμμο. Επίσης τραγούδια μονόφωνα, δίφωνα και χορωδιακά. Όταν την εξέτασε εκείνη τραγούδησε με τον δικό της τρόπο τότε εκείνος με στριγκή φωνή την εξέπληξε και την πόνεσε όπως τότε που την μπάτσιζαν οι δικοί της..
Σκέφτηκε να αυθαδιάσει στο νεαρό σπίνο, γιατί δεν επιτρέπει στον εαυτό της να μεγαλώνει και να διστάζει να γίνεται δυσάρεστη, όταν κάτι τέτοιο επιβάλλεται, όμως ήθελε να συνεχίσει το σχολείο, ειδάλλως θά’ πρεπε να φύγει.

Το σχολείο τέλειωσε η διάθεση της σουσουράδας άλλαξε δε θέλει να ξανατραγουδήσει, μέχρι που κάποιες συμμαθήτριες, καρδερίνες, έδειξαν ενδιαφέρον για τη φωνή της και της ζήτησαν να συναντιούνται που και που και να τραγουδάνε, όπως κι έκανε.

Ίσως κάποιο τραγούδι ξυπνήσει το μεράκι της, εξ’ άλλου το «μότο» της τώρα είναι ένας για μένα αξίζει όσο μύριοι, εάν είναι άριστος*** και πιστέψτε με οι φίλες καρδερίνες είναι άριστες.

(*Κόντογλου Φώτης)
(**Δημουλά Κική)
(***Ηράκλειτος)

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

‘’το ροζ φουρό’’

Στα προσφυγικά, εκεί στον χωμάτινο δρόμο με τις ακακίες, τα σπιτάκια με τις κεραμιδένιες στέγες σφύζουν από ζωή, γεμίζουν από παιδικές φασαριόζικες φωνές και στριγκλιές μανάδων.

Η πιτσιρικαρία της γειτονιάς έχει τον Μίλτο αρχηγό, δώδεκα xρονώ ψηλόλιγνος, ξανθός, κατσαρομάλλης, με υπαρχηγό την αγαπημένη του Ανίκα, σταράτη, μαυρομαλλούσα, της ίδιας ηλικίας. Aκολουθούν η μελαχρινούλα Μαριώ οχτώ χρονώ, που τραβολογά τη μικρή της αδελφή, τη λιπόσαρκη Ιφιγένεια, πέντε χρονώ λίγο πιο πίσω ο χοντρούλης Φάνης δέκα χρονώ, το βουτυρόπαιδο της συνοικίας, περιζωμένος με το καινούργιο του παιχνίδι, ένα μεγάλο τύμπανο, που του πήρε ο πατέρας του ο κυρ Φώτης, ο φούρναρης. Το μπαμ… μπαμμ … μπουμ.. ταρατατάμ……ταρατατζούμ…εκνευρίζει τους μεγάλους, γεμίζει περηφάνια τον Τάκη και ζήλια τ’ άλλα παιδιά
.

Σήμερα δεν έχουν σχολείο είναι του Αγ. Σπυρίδωνος, μέρες ετοιμάζονται για το πανηγύρι. Να! Να! ο ήλιος γέρνει, τη θέση του παίρνει το φως της ασετιλίνης. Ο πανηγυρτζής δίνει το έναυσμα, οι γλεντιστάδες αρχίζουν, οι καρδιές γεμίζουν χαρά, από το εκκλησίασμα στους στενούς δρόμους τα παλιά ρούχα πλένονται, σιδερώνονται, φοριούνται είναι τα καλά τους για τη μεγάλη γιορτή, τη δική τους γιορτή, τη γιορτή της ενορίας τους.

Το λαχάνιασμα της τρεχάλας είναι το καλύτερο θαρρώ κι από το τρέξιμο των γυμναστικών επιδείξεων του σχολείου. Τρέχει η ξυπόλητη πιτσιρικαρία στο νωπό, μυρωδάτο χώμα, που πρόφτασε η διάφανη, απογευματινή βροχούλα πότισε , αρωμάτισε, και στόλισε το θόλο της γειτονιάς με τα ιριδίζοντα χρώματα του ουράνιου τόξου. Η τρεχάλα συνεχίζεται με φωνές θαυμασμού και ζήλιας που τα χέρια δεν κρατούν πάνω από δυο φράγκα, ίσα που φτάνουν για τις κούνιες κι αν…. Ω! οι πραματευτάδες φωνάζουν, στολίζουν τις πραμάτειες τους στους πάγκους, γεμίζουν τρόγυρα την εκκλησιά.

Ποπό!! Βουνό τα δαχτυλιδάκια με το στριφογυριστό συρματάκι τους σε ασημί, με κόκκινες, πράσινες, μπλε πετρούλες ό,τι πρέπει για παιδικά δαχτυλάκια. Tα σάλια πέφτουν μέχρι την κοιλιά από τη γλυκιά μυρωδιά και την ομορφιά του ροζ φουσκωτού γλυκού, που δεν του πάει καθόλου να το φωνάζουν το μαλλί της γριάς του πάει καλύτερα να το λένε: ‘’το ροζ φουρό’’.

Mυρωδιές καμένης καραμέλας από τα κατακόκκινα μηλαράκια, που τα στολίζει, σαν ελιά στο μάγουλο, το ολόμαυρο μοσχοκάρφι, στεριωμένα σε λεπτά ξυλαράκια από καλάμι, καρφωμένα σε κοντάρια, ντυμένα από πάνω μέχρι κάτω με λεπτό-κάτασπρο ύφασμα, κόκκινα στρατιωτάκια στη σειρά πάνω σε άσπρο φόντο. Εικόνα γλυκιά χαραγμένη στο μυαλό, στα παιδικά μάτια. Στα μάτια του σήμερα με πρεσβυτικό φως, που κολλάνε σε εικόνες φωτεινές, αληθινές, χαρούμενες, ζωγραφισμένες από το χέρι της γης τ’ ουρανού. Χαλβάς πολίτικος, λαχταριστός με φρέσκο φιστίκι, να το μασάς σα μαστίχα, να κολλάει στα χέρια, στα δόντια γύρω από το στόμα και η μοσχοβολιά του να κάνει τη χαρά να λαμποκοπά και η γλύκα του να ζωγραφίζει την ομορφιά στα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Να χαίρεται ο χαλβατζής, να μοσχοπουλάει, να κόβει με μεράκι το γλυκό να ξύνει τις άκρες της γυαλιστερής λαμαρίνας του και να το βάζει στόλισμα στη μέση του κομματιού. «Tα μηλαράκια, εδώ τα φρέσκα, τα κατακόκκινα τα ολόγλυκα, τα καραμελένια, εδώ, εδωωώ το μαλλί της γριάς, χαλβααάς, χαλβάς πολίτικοοοοοος!

Μπαλόνια, μπάλες, μεγάλες κούκλες με χοντρά ποδαράκια, ξανθά μαλλιά, μπλε μάτια, που ανοιγοκλείνουν και κάνουν τις καρδιές των κοριτσιών να χτυπούν δυνατά από λαχτάρα να αποκτήσουν μια, να τη χαϊδέψουν να την αγκαλιάσουν, να την έχουν συντροφιά στον ύπνο, ξόρκι στον τρόμο του σκοταδιού. Στη διαπασών τα τραγούδια από τα μεγάφωνα, γνωστές φωνές, τραγούδια με νέκταρ ανατολής, «μαντουβάλα αγάπη γλυκιά μου», «ζιγκουάλα, ζιγκουάλα, ζιγκουάλλααα».

Κόσμος πάει κι έρχεται. Σκηνές ζωγραφισμένες με νεκροκεφαλές και μάγους με πανύψηλα, γεμάτα αστέρια καπέλα, με χαρτιά κολλημένα γύρω-γύρω στη σκηνή που γράφουν με μεγάλα γράμματα «ελάτε μέσα να δείτε το ακέφαλο σώμα, που μιλάει». Μέσα κάνουν μαγικά, να φανταστείς ότι με ακαταλαβίστικες λέξεις, όπως «άμπρα-κατάμπρα» και νεύματα του μάγου σε σηκώνει οριζόντια να αιωρείσαι στο κενό και μάλιστα σου περνάει κι ένα στεφάνι από κορφής μέχρις ονύχων για να πιστέψεις ότι δεν υπάρχει τίποτα από κάτω που στεριώνει το κοιμισμένο σώμα, μόνο μαγικά, μόνο μαγικά, που σ’ αφήνουν με ανοιχτό το στόμα κι ο φόβος σε κυνηγάει μέχρι τα γεράματά σου.

Να! Να! και το πελώριο βαρέλι ζωγραφισμένο με νέους άντρες, πανύψηλους με κράνη, πάνω σε μοτοσικλέτες και μια τεράστια με κόκκινα γράμματα επιγραφή «ο γύρος του θανάτου. Να στέκεσαι με κομμένη την ανάσα κι αυτοί οι ηρωικοί νέοι να καβαλάνε τη μηχανή και να τριγυρίζουν στο βαρέλι με ιλιγγιώδη ταχύτητα ασταμάτητα, σαν τροχός και συ να μην ξέρεις τίποτα για κίνηση και φυγόκεντρο δύναμη, παρά μόνο να στέκεσαι μαρμαρωμένος και έκθαμβος μπροστά στο παιχνίδι, στο θανάσιμο παιχνίδι.

Ω ! Να και η μεγάλη σκηνή με τους καθρέφτες. Τα γέλια που ακούγονται από μέσα δεν περιγράφονται. Αχ να είχαν κανένα φράγκο παραπάνω να πάνε στους καθρέφτες, που το καθρέφτισμα είναι στο χέρι του γυαλιού να σε δείχνει όπως εκείνο θέλει, χονδρό, λιγνό, ψηλό, κοντό, ηλίθιο, άσκημο, μυταρά ή χωρίς μύτη και συ ενθουσιάζεσαι, γελάς με τις αστείες φάτσες των άλλων και ρίχνεις ένα πικρόγελο για τη δική σου φάτσα, για το δικό σου χάλι άραγε μπορεί νάμαι κι έτσι; Ναι μπορεί, πολλές φορές μπορεί, μόνο που δεν το φωνάζει δεν το γράφει, να σου το πει καθαρά, «σήμερα είσαι ψεύτης-μυταράς, χθες γλοιώδης-τσιφούτης, αύριο ακέφαλος-υποκριτής, αόρατος εξουσιαστής και φιλοτύραννος. Όλα είσαι το ξέρει το γυαλί, παρά τη συγκατάθεσή σου..»

Είδες το «πανόραμα»; είδες το «view master”; τρέξτε, τρέξτε, μικροί, μεγάλοι, τρέξτε να δείτε το Λονδίνο, τρέξτε να θαυμάσετε το μεγάλο ποτάμι, τον Τάμεση, τρέξτε να θαυμάσετε τις δεκάδες γέφυρες στόλισμα στο ποτάμι, στόλισμα στο Λονδίνο. Ελάτε να δείτε, ελάτε να μάθετε, ελάτε να θαυμάσετε το πανόραμα. Εδώ τα Παρίσια με τον Σηκουάνα, εδώ τα ανάκτορα του Λούβρου και τα μουσεία, εδώ η Παναγία των Παρισίων, εδώ ο πύργος του Άϊφφελ. Να! Να! και οι χορεύτριες του «φολί – μπερζέρ» και συ να στέκεσαι θαμπωμένος από τις φωτεινές, τις χρωματιστές, τις μεγάλες εικόνες της συσκευής που παρατηρείς μέσα από το φακό και να αγνοείς παντελώς τι θα πει οφθαλμαπάτη, τι θα πει πανόραμα, μόνο να χαίρεσαι και να πιστεύεις τον θαυμαστό αυτόν κόσμο μιας παραμυθένιας, πανηγυριώτικης γιορτής.

Να! κι ο αρκουδόγυφτος, χτυπάει δυνατά το ντέφι και το ζωντανό υπακούει πειθήνια στις εντολές του, «έλα Λίζα, έλα δείξε μας πώς βάζει πούντρα η κερία για να πάγει στο χορό; έλα Λίζα έλα δείξε μας πώς βάζει το ρούζι της και το κραγιόνι της; Μπράβου Λίζα μπράβου. Τώρα χούρεψε να σε δούνε τι ωραία που χουρεύεις, μπράβου Λίζα μπράβου»

Το αλυσοδεμένο ζώο σηκώνεται πελώριο στα πισινά του πόδια, ο κόσμος γελάει τα παιδιά χαμογελούν για να δείξουν ό,τι δεν φοβούνται, όμως τρόμος στα φυλλοκάρδια τους, βλέποντας την αρκούδα να θεατρίζει, να θεατρίζει ποιόν άλλο από τον άνθρωπο, δηλώνοντας το γελοίο της ιδέας του δίποδου ζώου σε βάρος οποιουδήποτε άλλου της τετράχειρης ή τετράποδης ζωής.

Ο Μίλτος μιλάει για όλους είναι ο αρχηγός, θα πάνε στις κούνιες – βαρκούλες, μόνο για κει φτάνουν τα λεφτά τους όλοι στέκονται πίσω του, ο χοντρούλης Φάνης έχει σταματήσει να τυμπανίζει όλοι ακούνε με προσοχή τον αρχηγό τους να συνδιαλέγεται για λογαριασμό όλων το εισιτήριο της κούνιας.

«Όχι παιδί, όχι και οι τέσσερις σε μια κούνια, άντε να πούμε μόνο τρεις στην κούνια οι δυο θα τραβάτε τα σκοινιά και η τρίτη στα πόδια σας, η μικρή δεν χωράει, όχι η μικρή είπαμε, άντε τώρα κάνε πιο πέρα να ανέβει κάνας άλλος..»

’’Μα γιατί κύριε όχι η μικρή; είναι μόλις τεσσάρω χρονώ θα τη βάλουμε κάτω στα πόδια μας κι αυτήν, θα πάρεις τρία εισιτήρια, ενώ στους μεγάλους βγάζεις δυο, κοίταξέ τη ούτε δυο οκάδες δε ζυγίζει.’’ «Δηλαδή πόσο χρονώ είσαι μικρή; -’είμαι ένα τάλιρο κύριε- απαντάει δειλά η Ιφιγένεια, γιατί έτσι της είπε ο πατέρας της στα γενέθλιά της, «τώρα μεγάλωσες κούκλα μου έγινες ένα τάλιρο, το ταλιράκι μου».

Η συνδιαλλαγή έγινε, γελώντας ο άντρας τους στριμώχνει όλους στο βαρκάκι.

Ο Φάνης τυμπανίζει θριαμβευτικά τη νίκη …ταρατάμ..ταρατατζούμ…στέκεται κάτω από τη βαρκούλα, τους παρακολουθεί να κουνιούνται, χτυπώντας ρυθμικά το τύμπανο, έτσι δίνει δύναμη στον αρχηγό να τους περάσει όλους.. να πάει ψηλά… πολύ ψηλά… και να πράγματι, τα δυνατά μπράτσα του Μίλτου και της Ανίκας κάνουν το βαρκάκι να πετά, τους ξεπερνάνε όλους η χαρά είναι μεγάλη, η νίκη είναι δική τους, στόχος είναι ο ουρανός τα αστέρια, φτερουγίζουν τα πεταρούδια, τα γλυκαίνει το ελευθέρωμα, η πεταξιά στο σύμπαν, στ’ αυτιά τους ο υπέροχος νικητήριος ύμνος, κι όμως να ‘τα τ’ αστέρια…τα φτάνουν.. τα ‘φτασαν.. νίκησαν… η χαρά ατόφια, ανόθευτη όλη δική τους, μόνο δική τους…

Καμμιά σχέση τα ματωμένα παιδικά σωματάκια από το τίναγμα της βαρκούλας στο άπειρο, καμιά σχέση το σωτήριο πέταγμα της Ιφιγένειας στην αγκαλιά του μικρού τυμπανιστή, σχέση καμιά οι γόοι, οι κοπετοί, οι κραυγές πόνου και τρόμου μπροστά σε άψυχα παιδικά κορμάκια η σχέση, η ουσία, είναι η χαρά, η παιδική συντροφικότητα και αυτή είναι αιώνια.

Κάποιος τύλιξε τη μικρή Ιφιγένεια σ’ ένα παλτό, την πήρε αγκαλιά, της φιλούσε τα μαλλιά… Το πρεσβυτικό φως θολώνει τις παραστάσεις του σήμερα, όμως οι παιδικές εικόνες είναι φάρος ζωής, τόπος ανέσπερος, τόπος ευδαιμονίας.