Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

"ΤΟ ΤΕΛΟΣ"


                 της ANNA SECHERS  (γεν.1900-1983, Γερμανία).
                                   
       
                            Εκδόσεις ΑΓΡΑ.   
Έργα της:
Ο έβδομος σταυρός,
Τράνζιτο,
Ο δρόμος του Φεβρουαρίου,
     κ.α..

Ο ήρωας του βιβλίου, ένας χωρικός  ονόματι Τσίλλιχ, μετά τη λήξη του δεύτερου πολέμου γύρισε στη φτωχή του οικογένεια και προσπαθεί να επιζήσει με διάφορα που πουλάει στο αγρόκτημά του.

Χρειάστηκε να περάσει από το χωριό ένας μηχανικός, ονόματι Φόλπερτ, που είχε ανάγκη να αγοράσει σκοινιά κι ο Τσίλλιχ είχε, όπως είπε, ολοκαίνουργια να του προμηθεύσει.

Σαν συμφώνησαν στην αγορά, ο χωρικός φωνάζοντας τον μεγάλο του γιο, τον Χανς, τον διέταξε ρίχνοντάς του μια κλωτσιά στα πισινά να παει γρήγορα να φέρει το σκοινί. Ο χωρικός γέλασε στον μηχανικό, ενώ τα μικρά πονηρά και καχύποπτά του μάτια δεν συμμετείχαν στο γέλιο.

Ο μηχανικός παρατηρούσε τα μικρά αγέλαστα μάτια του χωρικού, τη φωνή του, τα αυτιά του, που τότε τα είχαν επονομάσει "το αυτί του γουρουνιού", καθότι οι λοβοί ήταν γυρισμένοι προς τα εμπρός, λες κι ήθελε να μην του ξεφεύγει  κανένας ήχος.... Ναι ο μηχανικός αναγνώρισε τον "κάπο" Τσίλλιχ, τον αιμοσταγή φύλακα των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

 Αμέσως τον κατέλαβαν υποψίες τον Τσίλλιχ κι έφυγε για το αγρόκτημα, όπως είπε, για να μην τους καθυστερήσει καθόλου, γιατί το "παλιόπαιδο" ο γιος του δηλαδή δε βιαζόταν ποτέ..

Το σκάει ο Τσίλλιχ, περιπλανιέται με ψεύτικο όνομα σε εργοτάξια της υπαίθρου, θέλει να ζήσει ήσυχος και να δουλεύει... να δουλεύει. Είναι τόσο εργατικός που σ' ένα νταμάρι που εργάζεται τον προάγουν σε αρχιεργάτη και κει καταπιέζει τόσο πολύ τους εργάτες να αποδώσουν, ίδια όπως τότε που τους βασάνιζε μέχρι θανάτου στα στρατόπεδα..

Κυνηγημένος τώρα και από κάποιους δικούς του που τον αναγνώρισαν, έτοιμοι να τον καταδώσουν  για να θεωρηθούν εκείνοι αθώοι, το σκάει.  Περιπλανιέται και κρύβεται όπου βρει, αφού και στο σπίτι του που στο τέλος θεώρησε πιο ασφαλές να γυρίσει, η γυναίκα του και τα παιδιά του τον αποδιώχνουν.

Φεύγει βρίζοντας. Ξάφνου η μεγάλη του πατρίδα μίκρυνε, ζάρωσε όπως το πρόσωπό του.   Πιστεύει πως θα ξεφύγει. Γίνεται άραγε; Μπορεί να ξεφύγει ή να κρυφτεί από τη θεά της οργής, επιβάτισσας σε άμαξα με φτερά, με τροχούς, που το σέρνουν γρύπες και βρίσκεται παντού έξω και μέσα του; Εκείνο που μένει είναι τραβήξει πέρα μακριά, πολύ μακριά εκεί όπου το επέκεινα..

Συμπυκνωμένο μυθιστόρημα (σελ. 88), γραμμένο χωρίς πάθος, χωρίς αντεκδίκηση, δείχνει τον Τσίλλιχ να θέλει να ξεχάσει, να νοσταλγεί το χωριό του, το σπίτι του, την οικογένεια του, να γυρεύει γαλήνη, να γυρεύει δουλειά... μόνο που του διαφεύγει ότι όλοι αυτοί οι δεκάδες, εκατοντάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, που απάνθρωπα βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, δεν ήθελαν τίποτα παραπάνω παρά τη ζωή των παιδιών τους και τη δική τους.


                             

Δεν υπάρχουν σχόλια: