Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ιστορίες του Χαλ.




                          Ιστορίες του Χαλ
                     Του Γιώργου Μητά (γεν. 1966)
                            (εκδόσεις ΚΙΧΛΗ)

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω διηγήματα, συνήθως διαβάζω μυθιστορήματα, τα τελευταία που διάβασα (και τα ευχαριστήθηκα) ήταν των νοτιοαμερικάνων συγγραφέων Λ. Σεπούλβεδα και Κ. Μ. Ντομίνγκες. 

Κατ’ αρχήν ξεφύλλισα τις «Ιστορίες του Χαλ» και η πρώτη εντύπωση ήταν η αισθητικότητα, αν θέλετε, της γραφής. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα  -είτε μας αρέσει είτε όχι, τα σημάδια τονισμού είναι εμφαντικά και  εξωραϊζουν τις λέξεις-   έτσι άρχισε η ανάγνωση εκείνη που απαιτεί την αφοσίωσή μου.

Τρία διηγήματα όπου οι ιστορίες των ηρώων εξελίσσονται στην Αγγλία, στο Kingston upon Hull- του Yorkshire, ή  Χαλ όπως συνήθως αποκαλούν την πόλη, που είναι χτισμένη στον ποταμόκολπο του ποταμού Χαλ, κάπου κοντά στη Β. Θάλασσα.

Έχουμε ένα τοπίο μιας πόλης διαποτισμένης από ανάσες, πλημμυρίδες και άμπωτες ενός ποταμού που χύνεται στη Β. Θάλασσα. ΄Ένα τοπίο βροχερό, λασπερό, ατμώδες, ομιχλώδες,  σκοτεινό, όπου το ημίφως χανόταν σαν μεσημέριαζε τι άλλο θα μπορούσε να προϊδεάσει παρά μόνο για μιαν ατμόσφαιρα μελαγχολίας που αντάμα με την ακοινωνησία και την έλλειψη αλληλοϋποστήριξης οδηγούν στον παραγκωνισμό του ατόμου.

Όμως ξεκινώ με το πρώτο διήγημα που έχει τον τίτλο:  «Κεντρική Βιβλιοθήκη.»

Τριτοπρόσωπη αφήγηση που μας ιστορεί τη ζωή, τον κόσμο αν θέλετε, μιας ηλικιωμένης γυναίκας, της κυρίας Ρότζερς. Είναι χήρα, ζει μόνη και η μοναξιά της μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ μετά το θάνατο της επιστήθιας φίλης της, της Μπεβ, που ήταν η μοναδική της συντροφιά για πολλά χρόνια, αφότου χήρεψε. Η κυρία Ρότζερς «που μετρούσε τα χρόνια να φεύγουν περιμένοντας κάθε φορά τα φθινοπωρινά φύλλα να απειλήσουν τον κήπο της».

Κάνει προσπάθειες η κυρία Ρότζερς να γεμίζει τις ώρες της, τη ζωή της και πράγματι την οργανώνει, αφού καταφέρνει (παρά την ηλικία της) να πάρει μια θέση ταξιθέτριας στην Κινηματογραφική Λέσχη, της Κεντρικής Βιβλιοθήκης της πόλης. Ποδηλατεί επίσης παρά την ηλικία της και παρά τους δυνατους πόνους του ισχίου της. Την ευχαριστεί ακόμα να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ, λίγες κουβέντες με τις κοπέλες στις αριθμομηχανές, είναι μια κάποια επικοινωνία.

Είναι νεαροί οι περισσότεροι θαμώνες της Λέσχης, την προσπερνούν χωρίς να την κοιτάζουν, σαν ένα μηχάνημα που το ‘χουν τοποθετημένο για την εξυπηρέτησή τους..... .... μέχρι που κάποιος νεαρός, νιόφερτος, δεν τον είχε ξαναδεί, της είπε δυο κουβέντες, την κοίταξε στα μάτια.. ένα χαμόγελο, μια ζεστή ματιά, ένας λόγος «ότι αυτό το τσουχτερό κρύο χρειάζεται μια καλή κουβέντα κι ένα καυτό φλιτζάνι τσάι..»

Πόσες μέρες αυτή η κουβέντα της τριβελίζει το κεφάλι. Ένα σωρό σκέψεις, πώς θα τον προσκαλέσει για ένα τσάι, ένα σωρό σκέψεις για το γιατί  και για το πώς θα το πάρει ένας νέος το κάλεσμα μιας ηλικιωμένης.

Όμως «οι καιροί ου μενετοί» για  τους πόνους του ισχίου, η παραμονή της στο νοσοκομείο και στη συνέχεια μόνη στο σπίτι και πειθαρχημένη στις ιατρικές εντολές, όχι στη δουλειά, όχι στην ποδηλασία, όλα με μέτρο.

Μέχρι που η πρόσκληση έστω και με λαχταρισμένη φωνή γίνεται.

 Πίνοντας τσάι, ο καλεσμένος μιλάει, γελάει, χειρονομεί, Ισπανός και νέος γαρ..  εκείνη είναι συμμαζεμένη, γήρας γαρ,  και πού και πού ψελλίζει μιαν απάντηση, μιαν ερώτηση. Ο νέος της προσφέρει από το κονιάκ που έφερε μαζί του είναι η πρώτη φορά που πίνει και μάλιστα όσο προχωρούν οι ώρες φτάνει τα τρία ποτηράκια, ίσως η πρώτη φορά που χαλαρώνει μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς και χαίρεται όλο αυτό το ξαφνικό φως της ανθρώπινης συμπάθειας και φαντάζομαι πως τώρα δεν ντρέπεται για τον παλιό της καναπέ και το «ντεμοντέ» διάκοσμο του σπιτιού της, που με τόση άνεση εκείνος εκθειάζει. 
**
Δεύτερο διήγημα σε  πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τίτλο: «Ντόναλντ και Τζόυ»

Ένας ΄Ελληνας φοιτητής ανταμώνει και φιλιώνει με έναν Σκωτσέζο συμφοιτητή του τον Ντόναλντ, στο ίδιο περιβάλλον, όπως το πρώτο διήγημα (εξ άλλου κάπου και στο προηγούμενο διήγημα στους περιπάτους της κυρίας Ρότζερς η φιγούρα του Σκωτσέζου φοιτητή με το σκύλο του, περνάει από το βλέμμα της και βλέμμα μας). Τον τυφλό Ντόναλντ συνοδεύει και οδηγεί το σκυλί του, η Τζόυ.

Εδώ έχουμε την αποξένωση κάποιου λόγω  αναπηρίας από τον περίγυρό του καθώς και της ξενοφοβίας,  καθόσον σ’ ένα κλαμπ που πήγε ο έλληνας φοιτητής σε ραντεβού με τον τυφλό του φίλο και την παρέα του –τρία αγόρια και δυο κορίτσια,  παρά τις συστάσεις του Ντόναλντ, δεν έδειξαν στο πρόσωπό του ότι είναι ευπρόσδεκτος. Όμως ο Ντόναλντ έδειχνε τόσο ευτυχισμένος εκείνο το βράδυ μ’ αυτήν την παρέα και ιδιαίτερα με το ένα κορίτσι, την ΄Ελεν. Όλος ο κόσμος του Ντόναλντ εκείνη τη στιγμή ήταν αυτό το κορίτσι, που άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του το πρόσωπό της και ενώ ο ίδιος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας «γνωρίζοντας» πόντο πόντο το όμορφο πρόσωπο, εκείνη βρισκόταν σε αμηχανία..

Το ερωτικό βάσανο του τυφλού Ντόναλντ  για την πανέμορφη Έλεν, με συμπτώματα ψυχικής και σωματικής κόπωσης, ήταν ο πόθος του για ένα μόνο της φιλί κάπου ανάμεσα στο μάγουλο και στην άκρη των χειλιών του κι όλα σε ένα απεγνωσμένο ερώτημα στον έλληνα φίλο του « θα μπορούσες να βεβαιωθείς για τα αισθήματα κάποιου αν δεν μπορούσες να δεις τα μάτια του;»

**
 Τρίτο διήγημα με τίτλο:  «Ένα ποτήρι μπύρα»

Ο Αζίζ, τούρκος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Χαλ, αναγκάζεται να συγκατοικήσει προσωρινά, με έναν ντόπιο πενηντάρη τον Στηβ, όπως του είπαν από το γραφείο στέγασης του Πανεπιστημίου.

Ο Στηβ ένας σωματώδης άντρας με παχιές, μακριές, άσπρες φαβορίτες, που καυχησιολογεί για τη δύναμή του, για τις εμπειρίες του από τα πάμπολλα ταξίδια του, που καθημερινά χωρατεύει με τον νεαρό φοιτητή, παίρνοντας πόζες ξιφομάχου.. o Στηβ που δεν παύει να προσκαλεί τον Αζίζ για ένα ποτήρι μπύρα, στην παμπ Haworth Arms, κάτι που εξ αιτίας της εξεταστικής αρνείται ο νεαρός να αποδεχτεί. Ο Στηβ που καθημερινά με θεατρινίστικα καμώματα, διακωμωδεί καταστάσεις με σκοπό να προκαλέσει γέλιο και ευθυμία στον  νεαρό και τα καταφέρνει. Ο παράξενος Στηβ, με τη βρόμικη κουζίνα του, τα άπλυτα πιατικά του, την ταγκή μυρουδιά ξανατηγανισμένων λαδιών,  την αποφορά άπλυτων ρούχων καθώς και της παλιάς μοκέτας. Ο ίδιος ο Στηβ άλλοτε με μια κουζίνα πεντακάθαρη, με ένα μυρωδάτο, παστρικό σπιτικό.

Μέχρι που τέλειωσε ο Αζίζ την εξεταστική του και αποφασίζει να πάει στην παμπ Haworth Arms, εκεί στη γωνία της Cottingham  με την  Beverley Road, που όποτε περνούσε από κει τη θαύμαζε ήταν πολύ Αγγλική και αυθεντική με χρωματιστά παράθυρα και γεμάτη κόσμο, ήταν το αγαπημένο στέκι όπου σύχναζε καθημερινά ο εγγλέζος σπιτονοικοκύρης του. Όμως γιατί δεν τον βρίσκει εκεί;  Γιατί σε ερωτήσεις του Αζίζ απαντά πως πάντα εκεί τα πίνει, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο;

Αποφασίζει ο νεαρός Αζίζ να παρακολουθήσει τον παράξενο εγγλέζο, που δεν είναι δύσκολο να το κάνει μια κι ο Στηβ είναι πελώριος, δεν τον χάνεις εύκολα, εξ άλλου περπατάει με σκυφτό κεφάλι χωρίς να ρίχνει καμιά ματιά τριγύρω. Ακολουθεί τον Στηβ  σε  ακατοίκητους δρόμους, που λούζονται στο σκοτάδι, στη λασπουριά, ενώ απόκοσμα και μοχθηρά ποταμίσια ψιθυρίσματα σιγοντάρουν  την πορεία και των δυο. Ο πρώτος προχωράει γρήγορα και σταθερά γνωρίζει το τέλος, το έσχατο σημείο της πορείας. Αντίθετα ο δεύτερος  ταλαντεύεται να συνεχίσει μεγάλο εμπόδιο ο φόβος, ξυπνούν εφιαλτικοί παιδικοί φόβοι και τον συγκλονίζουν. Κοντεύει να τον φτάσει. Χαίρεται για μια στιγμή, νίκησε αυτόν τον αρχέγονο φόβο που εμποδίζει να φτάσει κανείς εκεί που στοχεύει.

Ένα, δυο ουρλιαχτά ποιος θα μπορούσε να τ’ αντέξει, λύγισε ο Αζίζ και διπλώθηκε στα δυο του πόδια.

«Η λευκή χαίτη φωσφόριζε στο ξαφνικό φως. Ήταν ο Στηβ. Ο Αζίζ μπορούσε σχεδόν να δει τα νύχια του να σπάνε και να ματώνουν, καθώς τα χέρια του γαντζώνονταν απελπισμένα στην τσιμεντένια επιφάνεια. Οι αγκώνες λύγισαν, η πλάτη βούλιαξε, οι φλέβες του λαιμού τεντώθηκαν. Ένα τρίτο ουρλιαχτό ακούστηκε και το κορμί του Στηβ σπαρτάρησε.
Δίπλα του, ο ποταμός Χαλ, ο ποταμός της πόλης που τον γέννησε και τον κήδεψε, κυλούσε ατάραχος τα νερά του μέσα στη νύχτα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: