Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Σου πάει ρε μάνα....

 Στη μάνα μου, έτσι ως ανάμνηση... έτσι ως μνημόσυνο...



                           


                                  

                                    Σου πάει ρε μάνα

Είκοσι πέντε χρόνια πηγαινοέρχεσαι καθημερινά, από το σπίτι σου στο σταθμό προς την Αθήνα. Δεν ξεχνάς μπισκότα για το σκύλο, μπισκότα για τον άνθρωπο και το πολύτιμο άνθος∙  βιαστική προχωράς, σπρώχνεις και σπρώχνεσαι ανάμεσα στο πλήθος της Αθήνας να φτάσεις  εκεί στην γωνιά της Σταδίου να αφήσεις  φρέσκο το λουλούδι. Ένα κόκκινο λουλούδι, ανάλογα με την εποχή του, άλλοτε γαρύφαλλο, άλλοτε τριαντάφυλλο, άλλοτε καμέλια, νεραγκούλα, ό,τι άλικο, όπως ο κόκκινος ήλιος, όπως το αίμα του, που γλιστρούσε γυαλιστερό στο μέτωπό του.

Του μάθαινες τα λουλούδια, του μιλούσες για χρώματα κι αρώματα, «Να, κοίτα γιε μου αυτή είναι μαργαρίτα έχει κίτρινο χρώμα κι αυτή είναι γαρδένια  έχει άσπρο χρώμα και υπέροχο άρωμα, μύρισε, μύρισε να δεις». Δεν σου ‘λεγε λέξη, όταν όμως έβλεπε ένα κόκκινο λουλούδι, σου φώναζε με τη γλώσσα των δυο του χρόνων, μαμά ένα κόκκινο.
Τον έπαιρνες αγκαλιά κι έτρεχες, μετά τη μπόρα, να του δείξεις το ουράνιο τόξο, «κοίταξέ το, κοίταξέ το τι όμορφο που είναι, το φτιάχνουν οι ακτίνες του ήλιου όταν μπαίνουν μες στις διάφανες σταγόνες της βροχής. Κοίτα το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε», και κείνο σου φώναζε χαρούμενα, Είναι κόκκινο.  Είναι κόκκινο μαμά.

Άφηνες παλιά ένα κερί, κι αυτό κόκκινο το διάλεγες, το ‘βρισκες πεταμένο, σπασμένο. Ναι, πείστηκες ότι δεν είχε καμιά χρησιμότητα, ακατάλληλη η θέση του σε μια λεωφόρο. Άδικα έπιανε χώρο. Όμως, ένα φρέσκο λουλούδι χωμένο σε μια τρύπα του τοίχου, συνέχεια μιας άλλης που άνοιξε στο κεφάλι του αγοριού το μολυβένιο σφαιρίδιο και μετά σφηνώθηκε στον τοίχο, δεν εμποδίζει. Ναι, είκοσι πέντε χρόνια κι η τρύπα  στον τοίχο υπάρχει. Υπάρχει και φιλοξενεί ένα κόκκινο λουλούδι. Στην αρχή έτρεμε το χέρι σου και το λουλούδι έπεφτε κάτω∙ έκανες πολλές προσπάθειες να το στηρίξεις, σε τίναζε το πεζοδρόμιο, σε τράνταζε η τρύπα,  σε συγκλόνιζε η αλήθεια.

Χανόσουν σαν παιδάκι σε μεγάλες λεωφόρους, ψάχνοντας σε άγνωστα στέκια, σε πολυσύχναστους δρόμους, έρμαιο της απογοήτευσης, του φόβου της απώλειάς του.

Μάζεψες τ’ αυτοκινητάκια του, όλα στη σειρά μέσα στη βιτρίνα, τα περισσότερα κόκκινα. Δεν άνοιξες ποτέ το τζάμι της, η σκόνη σκεπάζει τα ίχνη των χεριών του∙ Ένα σου ξέφυγε και  το’ βαλες πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, κάπως το χρώμα σκούραινε, όπως το αίμα που κρυώνει, είναι από τα φιλιά. Το φιλάς, το τσουλάς πάνω στις παλάμες σου, πολλές φορές ολόγυρα του προσώπου σου. Έχεις κατάκλειστο και σκοτεινό το δωμάτιό του, μη τυχόν και ξεφύγει άχνα από την ανάσα του, ήχος από τη φωνή του. Ακούς τις μουσικές του, αγάπησες τα τραγούδια του. Είσαι φαν των Guns N’ Roses,  κινείσαι στο ρυθμό της μουσικής τους, τραγουδάς ξανά και ξανά το «November Rain», “And when your fears subside/ and shadows still remain/ I know that you can love me/ when there’s no one left to blame/ So never  mind the darkness/ we still can find a way/ ‘Cause nothin’- lasts forever/ Even cold November rain.
 Διαβάζεις τα πεταμένα στο κρεβάτι περιοδικά του, άλλα για υπολογιστές, άλλα γι αυτοκίνητα, για μηχανές, άλλα γι ‘άλλα, τα ‘μαθες απέξω. Τα ‘μαθες όλα απέξω. Με τη σιωπή του σπιτιού σου κουβεντιάζεις, με τα χαρακτηριστικά του συνομιλείς. Μαύρα φρύδια τοξωτά, μαύρα σγουρά μαλλιά,  γένια σ’ ολόλευκο πρόσωπο, μάτια λαδιά, χείλη χοντρά άλλοτε κόκκινα, άλλοτε μενεξεδιά, τα δάγκωνε ολοένα, θυμάσαι; Αντρίκια τα δάχτυλα των χεριών, πάντα διπλωμένος ο αντίχειρας του αριστερού, χωμένος μέσα στην παλάμη, συνήθειο από τότε που γεννήθηκε. Στην αρχή μέτρησες τα δάχτυλα των ποδιών. Όλα εντάξει πέντε στο ένα, πέντε στο άλλο. Στο δεξί χεράκι όλα καλά πέντε τον αριθμό, όμορφα παχουλά και ροδαλά δαχτυλάκια. Σφίχτηκε το στομάχι σου, όταν το μάτι σου έπεσε στ’ αριστερό χεράκι, ένα, δυο, τρία, τέσσερα.. τέσσερα;, ο αντίχειρας;, ηρέμησες, το είδες και το τράβηξες απαλά, το ίσιωσες∙  πέντε ψιθύρισες.  Οι μακριές γλυκές στιγμές να βυζαίνει και κουρασμένο να αποκοιμιέται πάνω στο στήθος σου∙ και συ ακούνητη, αμίλητη, να αφήνεις τ’ αχόρταγο βλέμμα σου να  τον περιηγείται. Ακουμπισμένο το στρόγυλλο κεφαλάκι στην καρδιά σου πού με τους νανουριστούς χτύπους της το χόρταινε ύπνο. Μάτια σφαλιστά, φρύδια τσίνορα αχνά, μαύρα μαλλιά, πολλά για νεογέννητο, μικρή μύτη με ανοιχτά τα ρουθούνια να ρουφάνε με κοφτές ανάσες τον αέρα της ζωής.  Το μικρό κοκκίνισμα στην άκρη του δεξιού ρουθουνιού κι ένα ίδιο στη μέση του μετώπου. Θα φύγουν σου είπαν, είναι από τη γέννα. Εσύ ήξερες, της μύτης δεν θα έφευγε, το είχες και συ. Ένα ίδιο κόκκινο σημαδάκι από τη μάνα στο γιο.  
Τη  μεγάλη λεκάνη των ρούχων, ήθελε να τη γεμίζεις νερό να πλατσουρίζει, να ταξιδεύει τα καραβάκια του, να βουτάει ολόκληρος μέσα. Λάτρευε το νερό. «Ο καλύτερος στο πρόσθιο», σου είπε ο προπονητής στο κολυμβητήριο, «πάμε για πρωταθλητές». Δεν είπες το παραμικρό. Εσύ ήθελες απλά να μάθει καλό μπάνιο, να μην σου πνιγεί στη θάλασσα. Ναι μόνο αυτό, να μάθει καλό μπάνιο, να μην πνιγεί. Να μην πνιγεί. 
Δεν είχε παιδιά συνομήλικά του στη γειτονιά και συ έβγαινες στο δρόμο μαζί του, στήνατε τους βόλους στη σειρά και παίζατε. Ποτέ δεν στόχευες καλά, νομίζω ότι το ‘κανες επίτηδες να κερδίζει, να γελάει και να χαίρεται. Πήγες στο γειτονικό ξυλουργείο και σου έφτιαξαν ένα πατίνι, όπως τα πατίνια που έφτιαχναν τα αγόρια της οικογένειάς σου. Πόσο τα ζήλευες. Δεν σου το έδιναν να κάνεις και συ λίγο, «είσαι κορίτσι», έλεγαν. Το χάρηκε τόσο! γελούσατε, γελούσατε, γελούσατε μέχρις δακρύων, όταν έκανες και συ ένα γύρο.

Το άγχος των σπουδών, να ξενυχτάς μαζί του στο διάβασμα για τις πανελλήνιες, και πολύ συχνά να φτιάχνεις μια κρέμα βανίλιας με κανέλλα∙  ζεστή ζεστή, να του λες να την φαει, γιατί  ηρεμεί, δίνει δύναμη και να το δέχεται πρόθυμα, όπως όταν ήταν μωρό που μέσα σε λίγα λεπτά έτρωγε γρήγορα και λαχταριστά ένα γεμάτο μπολ.

Φόρεσες κόκκινο φουστάνι στα γενέθλιά του∙  δεν ήταν το αγαπημένο σου χρώμα, όμως τ’ αγόρασες γιατί ήξερες ότι θα χαρεί. Και πράγματι, δεν ξεχνάς το γλυκό του χαμόγελο, τα αστραφτερά του δόντια, την μεγάλη αγκαλιά, των είκοσι χρόνων του, που σ’ έκλεισε σφιχτά και είπε, «Σου πάει ρε μάνα». 

Η χαρά του για τον έρωτα στο πρόσωπο μιας συμφοιτήτριάς του, έγινε και δική σου∙ σκεφτόσουν πάντα να έχει συντροφιά, φοβόσουν τόσο πολύ τη μοναξιά. Τη μοναξιά του. Θυμάσαι όταν του ‘φερες ένα άσπρο κουτάβι;, το ‘χες βρει πεταμένο να κλαψουρίζει στον κάδο σκουπιδιών της γειτονιάς σου∙  τ’ αγκάλιασε, το ζέστανε και ψέλλισε, «πρέπει να βρούμε άλλο ένα να μην είναι μονάχο∙» κάτι σου τσίμπησε την καρδιά τον είχες αφήσει μόνο, ένιωσες να σε μπατσίζει, να σε παγώνει η λέξη μοναξιά.

Κατάργησες γιορτές, μέρες, νύχτες, ώρες, χρόνια, που σου έγδερναν τη σκέψη, εσύ ασάλευτη στην δική σου στόχαση, στην  πορεία την καθημερινή, να μην χάσει το λουλούδι το χρώμα του. Η εμμονή σου να αγνοείς, να αδιαφορείς στις ξινές φωνές να ξεχάσεις. Θέλεις τη ζωή, θέλεις τη σκέψη, τη μνήμη ζωντανή∙ όλα τα αγαπημένα τα ‘χεις  κλεισμένα σ’ έναν κύκλο, και συ ευτυχισμένη περιστρέφεσαι γύρω τους.


Κυρτή και  συρρικνωμένη προχωράς με το κόκκινο φουστάνι σου∙ σου φάρδυνε, χρόνια είχες να το φορέσεις. Τύλιξες, πρωτύτερα, το μίσχο της κόκκινης καμέλιας σε υγρό βαμβάκι, έφτιαξες ένα χωνί από αλουμινόχαρτο κι έβαλες μέσα το λουλούδι, πήρες και το κουτί με τα μπισκότα σκύλου. Έγειρες την πόρτα, προχώρησες το δρόμο για το σταθμό, σταμάτησες μπροστά στο φούρνο, αγόρασες μπισκότα για άνθρωπο. Λίγο παρακάτω ο ξερακιανός γεροζητιάνος, με το χαρτόνι «πεινάω», κρεμασμένο στο στήθος του.  Παραδίπλα ο σκύλος να γλύφει ασταμάτητα τα πληγιασμένα γυμνά πόδια του ζητιάνου. Αφήνεις το κουτί και τα μπισκότα στα χέρια του. Εκείνος τα κομματιάζει και ταϊζει πρώτα τον σωματώδη σκύλο του. Το κεφάλι σου γέρνει, δεν το αισθάνεσαι, χθες σε πονούσε∙ σήμερα ελαφρύ, κενό με μόνη σκέψη  την πορεία μέχρι τη Σταδίου. Σπρώχνεις κόσμο να φτάσεις εγκαίρως, αδιαφορείς που κάποιοι σε βρίζουν. Φτάνεις∙ ίδιες κινήσεις, χώνεις το λουλούδι, μαζί με το υγρό μπαμπάκι, μέσα στην τρύπα. Τέλεια εφαρμογή.

Τα μάτια σου, η μύτη σου, τ’ αυτιά σου ματώνουν. Μπροστά σου αγροί κόκκινοι ροδοσκέπαστοι∙ φωνές  κόσμου σαν βούισμα μελισσών, σαν τιτιβίσματα πουλιών. Χαμογελάς, τον βλέπεις  ανάμεσα στις ανταύγειες της αυγής, γελάς δυνατά διαβάζοντας τα χείλη του, «Σου πάει ρε μάνα το κόκκινο».









Δεν υπάρχουν σχόλια: