Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ΤΑΙΝΙΩΝ του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ εκδόσεις: αντίποδες


ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ΤΑΙΝΙΩΝ
                   του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ
                       εκδόσεις: αντίποδες


Ο Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ (γεν. 1950) είναι Χιλιανός συγγραφέας. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου της Χιλής, το 1994 και το 1996. Το μυθιστόρημά του «El arte de la resurreccion» τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος Alfaguara στην Ισπανία το 2010. Παρότι το πρώιμο έργο του αποτελείται κυρίως από ποιήματα και διηγήματα, έγινε περισσότερο γνωστός ως μυθιστοριογράφος. Στο βιβλίο του αποτυπώνεται η σκληρή ζωή της εργατικής τάξης της Χιλής στα μεταπολεμικά χρόνια. Τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.

Ο συγγραφέας, βασίζει το έργο του σε πραγματικά γεγονότα,  όπως  η εκμετάλλευση από Άγγλους, Γερμανούς και άλλους κατακτητές, της Χιλιανής ερήμου Ατακάμα, πλούσια σε κοιτάσματα νατρίου. Αφηγείται χωρίς λογοτεχνική διατύπωση (θα έλεγα), την ιστορία ανθρώπων που ζουν κάτω από τον αυταρχισμό εταιρίας που εκμεταλλεύεται τον τόπο τους και τους χρησιμοποιεί ως κολίγους- εργάτες των ορυχείων, στη Χιλιανή έρημο του τόπου τους. «Τσιφλικάδες», λοιπόν, των πλούσιων κοιτασμάτων νίτρου σε χωριό της Χιλής, που το ονομάζουν (οι αυθαίρετοι ιδιοκτήτες) «οικισμός της Εταιρίας Νίτρου». Οι γηγενείς δεν έχουν δικαίωμα ούτε στην ονομασία του χωριού τους και όχι μόνο. Στερούνται των βασικών αναγκών, σε στέγη, υγεία, σίτιση.

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η αφηγήτρια Μαρία-Μαργαρίτα αναφέρεται στα παιδικά – εφηβικά της χρόνια, καθώς και σ’ αυτά που διαδραματίζονται στο χωριό της. Οι περισσότεροι κάτοικοι του φτωχού αυτού χωριού είναι εργάτες των ορυχείων. Άλλη διασκέδαση από τον κινηματογράφο δεν έχουν. Όμως και για το εισιτήριο χρήματα δεν περισσεύουν. Έτσι και στην οικογένεια της μικρής Μαρίας – Μαργαρίτας, δεν περισσεύουν χρήματα για το σινεμά που λατρεύει όλη οικογένεια. Ειδικά μετά το εργατικό ατύχημα του πατέρα της, που τον άφησε ανάπηρο. Είναι καθηλωμένος σε αυτοσχέδιο καρότσι. Τα αδέρφια της προσάρμοσαν στην πολυθρόνα του ρόδες παλιού τρικύκλου, μια και η εταιρία αδιαφόρησε να διαθέσει στον δουλευτή της αναπηρικό αμαξίδιο. Κι άλλη ατυχία αναστατώνει το σπιτικό τους, όταν η μητέρα, αμέσως μετά το ατύχημα  εγκαταλείπει τον ανάπηρο σύζυγο και πέντε παιδιά, γιατί θέλει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, που είναι το τραγούδι και ο χορός. Αποφασίζουν, με την προτροπή του πατέρα τους, να πηγαίνουν τα παιδιά εκ περιτροπής στο σινεμά και στο σπίτι να αφηγούνται την ταινία που είδαν. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Μαρία-Μαργαρίτα θα πρέπει να πηγαίνει στο σινεμά και μετά να τους λέει το έργο. Και αυτό γιατί όχι απλώς αφηγείται αλλά παίζει θεατρικά την κάθε σκηνή και πολλές φορές αυτοσχεδιάζει. Η οικογένεια απολαμβάνει την αφήγηση και δεν έχουν καμιά επιθυμία πλέον να πάνε στο σινεμά. Δεν αργεί να ακουστεί στο χωριό το ταλέντο της μικρής, μέχρι που κατακλύζουν το μικρό τους σπίτι (ένα μικρό παράπηγμα από λαμαρίνες με ανοίγματα για πορτοπαράθυρα)  για να την δουν, να την ακούσουν και θαυμάσουν. Τόσο πολύ τους γοητεύει, που μετά από παρότρυνση θεατή, αποφασίζουν να βάλουν ένα κονσερβοκούτι στην είσοδο και να αφήνει ο καθένας την προσφορά του. Έτσι ο ένας τοίχος της παράγκας γίνεται σκηνή, μάλλον οθόνη, και στη μικρή αφηγήτρια με το ξεχωριστό ταλέντο, δίνουν το τιμητικό παρατσούκλι «συνεράιδα». Συνηθισμένα τα παρατσούκλια στο χωριό.  Έχουμε δεκαετία του '60, δεν αργεί η είσοδος της τηλεόρασης, και η πτώση του κινηματογράφου, παράλληλα με την παρακμή και την καταστροφή της οικογένειας.  

Ο συγγραφέας διασαφηνίζει την αξία της τέχνης, που εκκολάπτεται ακόμα και σε παράγκα. Γραφή που καταγράφει σε απλή γλώσσα  και με χιούμορ πολλές φορές) σκληρά γεγονότα βάναυσης συμπεριφοράς, σεξουαλικής κακοποίησης κοριτσιών και εγκληματικής εκμετάλλευσης αυτών που έχουν την εξουσία σε ανθρώπους και πράγματα.

-Η σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα με μάγευε. Στα μάτια μου φάνταζε σαν σπήλαιο μυστηριώδες, μυστικό, μονίμως ανεξερεύνητο. Με το που περνούσα τις βαριές βελούδινες κουρτίνες, είχα την αίσθηση ότι άφηνα την πεζή πραγματικότητα κι έμπαινα σ’ έναν θαυμαστό μαγικό κόσμο.

-Κάθε δειλινό είναι σαν το τελευταίο πανοραμικό πλάνο κάποιας παλιάς ταινίας, μιας ταινίας τεκνικολόρ και σινεμασκόπ, με υπόκρουση το θόρυβο του ανέμου πάνω στις λαμαρίνες. Μιας ταινίας που επαναλαμβάνεται  μέρα με τη μέρα. Άλλοτε θλιβερή, άλλοτε λιγότερο θλιβερή.
Που έχει όμως πάντα το ίδιο τέλος:
Στο βάθος αυτής της μεγάλης δειλινής οθόνης, βλέπω να  ξεμακραίνει ο πατέρας μου καθισμένος στην πολυθρόνα του με τις ρόδες, βλέπω να ξεμακραίνουν τ’ αδέλφια μου, ένα, ένα, και η μητέρα μου με τα μεταξωτά της μαντίλια να ανεμίζουν. Τους βλέπω να φεύγουν όπως έφυγαν οι κάτοικοι του οικισμού, τους βλέπω να χάνονται στον ορίζοντα σαν αντικατοπτρισμοί, καθώς η μουσική σβήνει σιγά σιγά, ενώ πάνω από τις φιγούρες τους προβάλλει κατηγορηματική , μοιραία, η λέξη που κανείς ποτέ δεν θέλει να διαβάσει:
ΤΕΛΟΣ

Πάμπλο Νερούντα: Το βραβείο μου είναι εκείνη η μεγαλειώδης στιγμή της ζωής μου, όταν από τα έγκατα ενός ανθρακωρυχείου στη Λότα, με τον ήλιο να πέφτει καρφί στα καυτά βράχια, ξεπρόβαλε από το λαγούμι ένας άντρας σαν να’ βγαινε από την Κόλαση, με το πρόσωπο αλλοιωμένο από την τρομερή δουλειά, με τα μάτια κατακόκκινα από τη σκόνη, και μου έτεινε το αργασμένο του χέρι, εκείνο το χέρι που είχε το χάρτη της πάμπας χαραγμένο στους ρόζους και στις γραμμές του, λέγοντάς μου με μάτια που έλαμπαν : «Σε γνωρίζω πολύ καιρό τώρα αδερφέ».  Αυτές είναι οι δάφνες της ποίησής μου, αυτό το λαγούμι στην τρομερή πάμπα, απ’ όπου ξεπροβάλλει ο εργάτης εκείνος στον οποίο ο άνεμος και η νύχτα και τα άστρα της Χιλής έχουν ψιθυρίσει πολλές φορές: «Δεν είσαι μόνος σου. Υπάρχει ένας ποιητής που συλλογιέται τα βάσανά σου.

Τζένη Μακαριάδη  




Δεν υπάρχουν σχόλια: