Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Κ Α Λ Υ Ψ Ω της Δήμητρας Κολλιάκου , εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

                    Κ Α Λ Υ Ψ Ω

             της Δήμητρας Κολλιάκου

                                             εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗ

Η Δήμητρα Κολλιάκου  (γ. 1968) μεγάλωσε στην Αθήνα. Έκανε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στη θεωρητική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Στο ερευνητικό της έργο έχει ασχοληθεί με ζητήματα σύνταξης και σημασιολογίας στα νέα ελληνικά και στα αγγλικά. Δίδαξε θεωρητική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Newcastle πριν εγκατασταθεί με την οικογένειά της στο Παρίσι, όπου διδάσκει γλώσσα και αγγλόφωνη λογοτεχνία σε διεθνές λύκειο. Για το λογοτεχνικό της έργο έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Αναγνώστης", με το βραβείο μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, με το Athens Prize for Literature του περιοδικού "(Δε)κατα" και με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα Jim Wilson από το ΕΚΕΒΙ. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα κινέζικα. Συνεργάζεται τακτικά με τα λογοτεχνικά περιοδικά Φρέαρ και Χάρτης.

 

Η Δήμητρα Κολλιάκου -με την Καλυψώ της- μας ταξιδεύει στ’ άστρα, στη γη, σε εποχές πρωτινές, τωρινές και θίγει, μέσα από την αρχαία μυθολογία, τη σχέση εξουσίας, εξουσιαζόμενου, την εκμετάλλευση των μεταναστών στη χώρα του Ξένιου Διός, τον έρωτα, τη μητρότητα και τέλος το ταξίδι της απελευθέρωσης.

Διαβάζοντας έρχονται αρχαίες εικόνες στο νου, η ξελογιάστρα θεά Καλυψώ, ερωτευμένη σφόδρα με τον Οδυσσέα, ναυαγός στο νησί της, όπου χορεύοντας τραγουδώντας, κλώθοντας και υφαίνοντας  τον κράτησε, (αιχμαλώτισε) κοντά της σχεδόν δέκα χρόνια.

Η συγγραφέας με γραφή κυκλική συνενώνει έξυπνα, το οδυσσειακό ταξίδι με το σήμερα· οι συνδεόμενοι χαρακτήρες του μύθου ζουν στην παλιά και στη σύγχρονη εποχή.

    

Την όμορφη θεά υπηρετούσαν εφτά νύμφες, που έφτασαν στο νησί της με βάρκα, είναι οι γνωστές πλειάδες: Μαία, Αλκυόνη, Μερόπη, Κελαινώ, Ηλέκτρα, Στερόπη, Ταϋγέτη και  τέλος η νεαρή Μελάνθη ή Μελανθώ -όπως την φωνάζουν οι άλλες νύμφες- με τα ολόμαυρα μάτια, που η θεά ερωτεύτηκε και την αποπλανούσε  με την υπόσχεση ότι θα την κάνει αθάνατη.

Δεν ένοιαζε τότε την Μελανθώ εάν φύτρωνε μέσα της παιδί της θεάς ή του άντρα ναυαγού, που εκείνη πρωτοαντίκρισε. Η θεά, όπως και το όνομά της μαρτυρεί, προστάτευε και πολύ περισσότερο έκρυβε μυστικά που ταπείνωναν την υπόσταση των κατωτέρων έναντι της ανωτερότητάς της· πολλές φορές προστάτευε κι όποιον ξέμενε στο όμορφο νησί της, που ήταν  περιτριγυρισμένο με αιωνόβιο δάσος, πηγές και σπηλιές όπου διέμεναν. Το βασίλειο της θεάς κάλυπτε μια νύμφη κρύβοντας τα δρώμενα. Τα πέπλα της θεάς αιωρούνταν κι έκαναν το νησί αθέατο.

 

Η Μαία έχει τον ρόλο της καταδότριας έναντι των άλλων νυμφών, είναι φαρμακεύτρια και συγχρόνως μαμή. Η Μελάνθη, ευνοούμενη της θεάς, αφηγείται ιστορίες καθημερινά, ψυχαγωγώντας την Καλυψώ.

Οι συζητήσεις της Καλυψώς και της Μελάνθης, μας μεταδίδουν λεπτομερειακά τα δρώμενα στο νησί μεταξύ των νυμφών που υπηρετούν τη θεά· την Μαία που παραδειγματίζει την αυτοκτονία της με γλυκύ θάνατο και την όμορφη Μελάνθη, που ως μητέρα πλέον αφουγκράζεται τον καθαρό λόγο, δηλαδή την αλήθεια και ακολουθεί τον δρόμο της απελευθέρωσης.

Σοκαριστική η ερωτική συνεύρεση των νυμφών με τα χταπόδια στο βυθό της θάλασσας.

Οι δούλες-νύμφες της θεάς, δυσαρεστημένες από την αυταρχική βασιλεία της, σήκωσαν κεφάλι και της τα έψαλλαν έξω από τα δόντια. Όμως βρέθηκαν νεκρές με περίεργο θάνατο, όπως: 

Πνιγμένες η Αστερόπη και η Κελαινώ. Η Αστερόπη βούτηξε γιατί ήθελε να συνευρεθεί με πόδια αστερία. Τώρα πώς βρέθηκε κοντά και η Κελαινώ, δεν το ήξεραν οι άλλες.

Η Ταϋγέτη και η Ηλέκτρα φευγάτες χάθηκαν στην καταιγίδα μες στο δάσος, δεν πρόλαβαν να φτάσουν στη θάλασσα.

Νεκρές και η Αλκυόνη με την Μερόπη κι αυτές πνιγμένες. Είχαν θελήσει να τυφλώσουν τη Θεά.

Πρωταγωνιστικός χαρακτήρας ο περιπλανώμενος Οδυσσέας με σχέσεις ερωτικές και με την θεά και με την αφηγήτρια ιστοριών, την Μελάνθη, που επίσης τον ψυχαγωγούν, ενόσω η Μελάνθη αγνοεί εάν το παιδί που εγκυμονεί είναι της θεάς ή του Οδυσσέα, ο οποίος την εγκατέλειψε, όταν οι επουράνιοι διέταξαν την Καλυψώ να τον απελευθερώσει, και το μόνο που της άφησε ήταν η λέξη «Ωγυγία».

 

Στο ιερό δάσος του αθέατου νησιού, βλέπουμε λαθρεμπόρους της σύγχρονης εποχής να εκμεταλλεύονται ανθρώπους που ζητούν προστασία από άλλες χώρες, όμως αντί φιλοξενίας τους έχουν υπόδουλους και ως σκλάβοι δουλεύουν, κάτω από άθλιες συνθήκες, σε μονάδες παραγωγής.

Η βασίλισσα ξέρει καλά να καλύπτει  το νησί  της κι όσα τη συμφέρουν. Τότε, μες στο πλήθος αφηγημάτων, ένοχων μυστικών όπως η απαγωγή του μωρού της Μελάνθης, η αυτοκτονία της Μαίας και οι περίεργοι θάνατοι των νυμφών, εμφανίζεται στο νησί ένας νέος άντρας που δεν μιλάει, μόνο πετάει κάποιες λέξεις, μερικές είναι οικείες στην Μελάνθη αφότου πλάστηκε· έτσι βγάζει νόημα ο ξένος και  την παίρνει μαζί, βαθιά στο πέλαγο με τη γυναίκα του, το μωρό του και κάποιους άντρες που κατάφεραν να ξεφύγουν από τους λαθρεμπόρους, ένας απ’ αυτούς είναι γνώριμος στην Μελάνθη, καταλαβαίνει πολλά ακόμα και τα «πάρε-δώσε» του με την αφέντρα του νησιού.

Τώρα ταξιδεύει ήρεμη αγκαλιά με την οικογένεια του νεαρού άντρα, τη γυναίκα του και το μωρό τους. Ο λόγος του είναι καθαρός και η γλώσσα κατανοητή. «Ωγυγία» φωνάζει η Μελάνθη δείχνοντας το νησί της. «Ωγυγία» φωνάζει και ο νεαρός άντρας. «Ωγυγία» είναι το κλειδί της αποκάλυψης του κρυμμένου νησιού, του χαμένου παιδιού που βρίσκει τη μητέρα του, εφ’ όσον ο παμπόνηρος Οδυσσέας έτσι μπορούσε να ξεχωρίσει τις πάμπολλες γυναίκες που τις άφηνε έγκυες στις στάσεις του αιώνιου ταξιδιού του και τώρα η απελευθέρωση της Μελάνθης, όπου τη βλέπουμε να γελάει με την αποκάλυψη.

 

Απανθίσματα:

Ο Θάνατος δεν είναι πανόπτης, ο Θάνατος δεν ξέρει τι κάνει, είναι παρατρεχάμενος της φύσης. Κι αν ήταν πράγματι Αυτός, θα τον βοηθούσε. Του έδινε τη συγκατάθεσή της. Ας τελείωνε εδώ το πράγμα, αν μπορούσε να τελειώσει. -«Κοίτα μην επωφεληθείς» δεν είχε πει η Καλυψώ; Θα ήταν η μόνη αδιαφιλονίκητη απόδειξη πως δεν της έκανε η θεά ποτέ το δώρο της αθανασίας.

Δεν θα υπήρχε νέα γέννα, αν δεν υπήρχε θάνατος. Να περπατήσει στα λιβάδια της λήθης, να ξεχάσει. Να την αδράξει ξανά το αδράχτι του κόσμου, να ξαναγίνει καρπός στο δέντρο της ζωής. Δεν θα ξανάβρισκε αλλιώς μια νέα μάνα· τη δική της ούτε που τη γνώρισε. Ούτε θα μάθαινε ξανά να μιλάει· μια νέα γλώσσα, που της ήταν τώρα άγνωστη –για να σηκώνει τα χέρια της στον ουρανό φωνάζοντας «Υε!», βρέξε! Για να σκύβει στη γη ψιθυρίζοντας : «Κύε!», κυοφόρησε!

Τζένη Μακαριάδη

Δεν υπάρχουν σχόλια: